Πώς διαμορφώνεται η ημερήσια διάταξη των θεμάτων που συζητούμε στην αθλητική επικαιρότητα; Από το κλίμα που βγάζουν οι ακροατές στα ραδιόφωνα, από αυτά που υποστηρίζουν οι κριτικοί διαιτησίας στις τηλεοράσεις, από τα πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων και εσχάτως από τα λεχθέντα στο ραδιόφωνο των ρεπόρτερ των ομάδων. Αρκετές φορές πρόκειται για απόψεις που έχουν γράψει ή θα γράψουν στις εφημερίδες τους.

Εδώ νομίζω ότι αξίζει μια υπενθύμιση. Πριν από 7 χρόνια, περίπου, δεν ήταν συνηθισμένη πρακτική στο ραδιόφωνο οι ρεπόρτερ των ομάδων να βγαίνουν στον αέρα και να τοποθετούνται σε μία σειρά θεμάτων -σχετικά με την ομάδα της οποίας κάλυπταν τη δραστηριότητα- που δεν είχαν ειδησεογραφικό χαρακτήρα, αλλά ήταν καθαρά σχολιογραφικά. Μέχρι τότε, ο ρεπόρτερ του συλλόγου έβγαινε στον ραδιοφωνικό αέρα μόνο αν υπήρχε κάποια έκτακτη είδηση.

Το αθλητικό ραδιόφωνο, όμως, ως ειδικό ραδιόφωνο, έπρεπε να δημιουργήσει «δημοσιογραφικό» υλικό για να μπορέσει να το διακινήσει, να το διαμορφώσει, να το εμπορευθεί και να συντηρήσει ένα ενημερωτικό ραδιόφωνο συνεχούς ροής. Ετσι, από τότε που καθιερώθηκε αυτή η πρακτική, την ημερήσια διάταξη των θεμάτων που συζητούμε διαμορφώνουν πολύ συχνά τα σχολιογραφικά λεχθέντα των ρεπόρτερ, ειδικά δε όταν αυτά αφορούν τη διαιτησία.

Ενα θέμα που «πουλάει» τόσο πολύ και ανάμεσα στα άλλα αποκαλύπτει και ότι η χαμηλή ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου και η κρίση του αθλητικού Τύπου είναι και ζητήματα κρίσης των δημοσιογράφων, οι οποίοι πολύ συχνά λειτουργούν απλώς ως φορείς των απόψεων μίας επιχείρησης, τις οποίες μάλιστα ενστερνίζονται. Το φαινόμενο, βέβαια, δεν είναι μόνον ελληνικό και δεν περιορίζεται μόνο στον αθλητικό Τύπο.

Η «κατευθυνόμενη πληροφόρηση» είναι μια πραγματικότητα που οφείλεται και στην ύπαρξη δημοσιογράφων -και Μέσων, φυσικά- πρόθυμων να παίξουν τον συγκεκριμένο ρόλο. Οι «ενσωματωμένοι» δημοσιογράφοι στα αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν (δημοσιογράφοι που είχαν άδεια να παρακολουθούν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά δεν μπορούσαν να μεταδώσουν εκείνο που οι ίδιοι αξιολογούσαν ως σημαντικό) μετέφεραν ενημέρωση που το αμερικανικό πεντάγωνο ήθελε να μεταφερθεί και γι’ αυτό δεν μπορεί κάποιος να δει φωτογραφίες με φέρετρα Αμερικανών στρατιωτών, για παράδειγμα.

Οι «ενσωματωμένοι» δημοσιογράφοι απευθύνονται σε ένα κοινό το οποίο θέλει να «ενσωματώσει» εκείνος που ελέγχει μία ή περισσότερες πηγές πληροφόρησης. Ενα κοινό στο οποίο μπορεί να μεταφέρει ή να «πουλήσει» απόψεις και προϊόντα. Η κατευθυνόμενη πληροφόρηση προφανώς έχει να κάνει με συμφέροντα, σχεδόν αποκλειστικά οικονομικά. Οταν λοιπόν το κύριο μέρος της αθλητικής συζήτησης επικεντρώνεται και αφιερώνεται στην -έτσι κι αλλιώς κακή- διαιτησία η οποία γενικώς υπονοείται ότι είναι κατευθυνόμενη (όταν κάποιοι θεωρούν ότι τους αδικεί και τους στερεί έσοδα), το παιχνίδι οδηγείται στο περιθώριο και ο ρόλος όπως και τα χαρακτηριστικά του αλλοιώνονται.

Κουβεντιάζουμε για όλα εκτός από το παιχνίδι, εκπαιδεύοντας τον κόσμο να το θεωρεί κάτι πολύ σπουδαιότερο από αυτό που είναι. Στην Ελλάδα, επειδή για πάρα πολλά χρόνια η ενασχόληση με τον αθλητισμό και ειδικά με το ποδόσφαιρο θεωρήθηκε ενασχόληση για ανθρώπους με περιορισμένα ενδιαφέροντα και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (και σε αυτό έχει ευθύνες και η αριστερά), μετέτρεψε το ελληνικό ποδοσφαιρικό σύμπαν σε έναν περιθωριακό χώρο όπου μπόρεσαν να ευδοκιμήσουν η ιδιοτέλεια, η παρανομία, η κυριαρχία φατριών, καιροσκόπων και τυχάρπαστων με ειδίκευση στην αθέμιτη συναλλαγή.

Ο αθλητικός Τύπος δεν μπορούσε να μη μεταφέρει μέρος αυτής της εικόνας. Οι καιροί, όμως, άλλαξαν όπως και το ποδόσφαιρο με τα συμφέροντα που συνδέονται μαζί του. Το παιχνίδι έγινε προϊόν -με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά- αλλά ο αθλητικός Τύπος σε μεγάλο βαθμό, αντί να αλλάξει τη στάση του απέναντι στο παιχνίδι και να σταθεί απέναντί του, απορροφήθηκε από το «προϊόν», γεγονός που έχει επίπτωση στην ποιότητα της πληροφόρησης και στη μορφή της αθλητικής «παιδείας» που προσφέρει.

Και αναρωτιέμαι αν ποτέ θα συζητήσουμε γι' αυτά.

Η περίθαλψη είναι προϊόν;

Η προσέγγιση που υιοθετούμε στην αξιολόγηση ανθρώπων και γεγονότων δεν είναι -και ευτυχώς- ενιαία. Αυτό ισχύει και στη δημοσιογραφία, πόσω μάλλον όταν η είδηση ή η πληροφορία έχει και αυτή μετατραπεί σε προϊόν και αξιολογείται ως τέτοιο. Ας πούμε ο τρόμος μαζί με το σεξ «πουλάνε» περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Επειδή, μάλιστα, στην τηλεόραση ο χρόνος είναι χρήμα, το ουσιώδες, αυτό που θέλει περισσότερο χρόνο για να παρουσιαστεί ή να εξηγηθεί, εξορίζεται ως ασύμφορο.

Ετσι, όμως, χάνονται πολλά πράγματα που είναι σημαντικά, αλλά δεν είναι «εμπορικά», σύμφωνα με τα κριτήρια του μάρκετινγκ των Μέσων. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα γεγονότα της χρονιάς -σύμφωνα με την προσωπική μου αξιολόγηση- είναι αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ με την προσπάθεια του Ομπάμα να αναμορφώσει το σύστημα κοινωνικής περίθαλψης και προστασίας.

Γύρω από αυτό το ζήτημα διεξάγεται μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς που θεωρούν ότι δεν πρέπει ο προϋπολογισμός να επιβαρύνεται με δαπάνες που θα κατευθύνονται στη δημόσια υγεία και περίθαλψη (και για την οποία θα πρέπει κάποιος να πληρώνει) και στους αντιπάλους τους που πιστεύουν ότι το κράτος θα πρέπει να παρέχει ένα μίνιμουμ -τουλάχιστον- δωρεάν περίθαλψης, ιδιαίτερα στους πιο αδύνατους οικονομικά.

Υπενθυμίζω ότι στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι 45 εκατομμύρια άτομα δεν έχουν καμία περίθαλψη και πρόκειται για άπορους, άστεγους, άνεργους, ωρομίσθιους ή μετανάστες. Το νομοσχέδιο που ετοίμασε η διοίκηση Ομπάμα για την παροχή δημόσιας δωρεάν περίθαλψης από το κράτος κατ’ αρχάς πέρασε από τη βουλή των αντιπροσώπων, αλλά έχει ακόμα πολύ δρόμο μέχρι να υιοθετηθεί.

Πιθανόν να υποστεί και αρκετές μετατροπές αφού ακόμα και δημοκρατικοί βουλευτές ψήφισαν εναντίον του. Ομως η τελική έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης θα διαμορφώσει μία τάση σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν οι ρεπουμπλικανοί, οι φαρμακοβιομηχανίες και οι ασφαλιστικές εταιρείες καταφέρουν να ακυρώσουν αυτή την προσπάθεια του Ομπάμα, η υγεία θα πάψει να είναι δημόσιο αγαθό και μεταβάλλεται σε προϊόν. Και τα προϊόντα έχουν τιμή που δεν μπορούν -πάντα- να πληρώσουν όλοι.

Επαναλαμβανόμενος παραλογισμός

Αν το ποδόσφαιρο της Σούπερ Λίγκας είναι προϊόν -που είναι-, είναι κακό και υπερτιμημένο. Ισως επειδή αυτοί που το διαχειρίζονται πιστεύουν ότι αρκεί να βαφτίσεις κάτι «προϊόν», να του καρφιτσώσεις μία τιμή για να αποκτήσει αξία. Μάλιστα, θεωρούν -και μας το δείχνουν- πως όσο πιο ακριβά τιμολογούν το «προϊόν» και τις υπηρεσίες τους τόσο περισσότερο νομίζουν ότι αξίζει. Ενα παράδειγμα.

Η τιμολογιακή πολιτική των εισιτηρίων που ακολουθούν οι ομάδες στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνά ακόμα και τα όρια της αισχροκέρδειας. Οταν η ΠΑΕ Λεβαδειακός για το θέαμα που προσφέρει στο γήπεδο που αγωνίζεται ζητεί 40 ευρώ για το εισιτήριο του αγώνα με τον ΠΑΟ αποδεικνύει ότι θεωρεί τον φίλαθλο μία ηλίθια αγελάδα που μπορεί να αρμέξει όποτε και όπως γουστάρει.

Και αυτό μπορεί να το κάνει επειδή η «αγελάδα» -στην ουσία- είναι ανυπεράσπιστη. Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να αποτελεί αφορμή για κάποιους για να μεταμφιέσουν τον χουλιγκανισμό σε «δικαιολογημένη αντίδραση», να προκαλέσουν επεισόδια, να μπουν στο γήπεδο με το έτσι θέλω και χωρίς να πληρώσουν. Επεισόδια όπως αυτά της Κυριακής στη Λιβαδειά έχουν γίνει κι άλλες φορές στο παρελθόν και θα ξαναγίνουν, διότι αυτός ο επαναλαμβανόμενος παραλογισμός δεν σημαίνει κάτι για όσους τον συντηρούν.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube