H ιδέα είχε ριχτεί στο τραπέζι από πέρυσι, αλλά χωρίς καμία ιδιαίτερη επεξεργασία. Επανέρχεται φέτος με πολύ περισσότερα στοιχεία και στόχο να πυροδοτήσει μια γενικότερη συζήτηση για τη δομή, την οργάνωση και τα προβλήματα του αγγλικού ποδοσφαίρου. Πρόκειται για την πρόταση του προέδρου της Μπόλτον, Φιλ Γκάρτσαϊντ, για τον χωρισμό της Πρέμιερ Λιγκ σε δύο κατηγορίες με τη συμμετοχή των Σέλτικ και Ρέιντζερς.

Η πρόταση αυτή πρόκειται να συζητηθεί στη γενική συνέλευση της Πρέμιερ Λικ την Τρίτη, αλλά δεν έχει πιθανότητες να υιοθετηθεί, αφενός γιατί οι «μεγάλοι» -που έχουν και τα περισσότερα έσοδα από την τωρινή μορφή διανομής των εσόδων από την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων- δεν συμφωνούν και αφετέρου γιατί η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της Πρέμιερ Λιγκ χρειάζεται πλειοψηφία 2/3, δηλαδή 14 στους 20.

Τέτοια πλειοψηφία, προς το παρόν, η πρόταση του Γκάρτσαϊντ δεν υπάρχει περίπτωση να συγκεντρώσει. Ο πρόεδρος της Μπόλτον εκτιμά ότι η λειτουργία της Πρέμιερ Λιγκ σε δύο κατηγορίες θα συμβάλει στην καλύτερη διανομή των χρημάτων και στον περιορισμό των οικονομικών ανισοτήτων.

Παράλληλα, θεωρεί ότι η συμμετοχή των δύο σκωτσέζικων συλλόγων θα τονώσει το εμπορικό ενδιαφέρον για τη «δεύτερη κατηγορία» της Πρέμιερ Λιγκ, που δεν χρειάζεται να είναι μια «κλειστή λίγκα». Αρκεί οι ομάδες που θα κερδίζουν το προνόμιο να πάρουν μέρος σε αυτήν να πληρούν ένα σύνολο προϋποθέσεων ανάλογες με αυτές που ορίζει το σχέδιο αδειοδότησης της ΟΥΕΦΑ. Ο Γκάρτσαϊντ πιστεύει πως οι «μικροί» καταστρέφονται οικονομικά με τον υποβιβασμό, καθώς –κατά μέσο όρο- οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ βάζουν στο ταμείο τους από τα τηλεοπτικά δικαιώματα 40 εκατομμύρια στερλίνες τον χρόνο.

Ο υποβιβασμός μειώνει αυτό το ποσό μέχρι και 80% ενώ τρέχουν μισθοί και μεγάλα συμβόλαια που υποχρεώνεσαι να συνάψεις για να μπορέσεις να κρατηθείς στη μεγάλη κατηγορία. Ηδη οι περισσότερες ομάδες είναι χρεωμένες και τα χρέη τους συνεχίζουν να αυξάνονται, γεγονός που γίνεται θηλιά στον λαιμό των μικρότερων ομάδων, οι οποίες κινδυνεύουν με χρεοκοπία.

Φυσικά, οι ομάδες που εξασφαλίζουν τις θέσεις που οδηγούν στο Τσάμπιονς Λιγκ ή παλεύουν γι' αυτές, δηλαδή 6-7 ομάδες, μπορούν να ελπίζουν σε μια σχετικά τονωτική ένεση εσόδων από τα ευρωπαϊκά παιχνίδια, αλλά οι υπόλοιπες έχουν μεγάλες δυσκολίες, αποδεικνύοντας ακόμη μία φορά ότι ο λαμπερός κόσμος των εκατομμυρίων της Πρέμιερ Λιγκ δεν είναι και τόσο παραδεισένιος όσο το επιτυχημένο μάρκετινγκ των Αγγλων ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε.

Βέβαια, υπάρχουν στοιχεία στο μοντέλο οργάνωσης του αγγλικού ποδοσφαίρου που θα άξιζε να αντιγράψει κάποιος αλλά και στοιχεία που θα έπρεπε να παραλείψει. Την πρόταση του προέδρου της Μπόλτον υποστηρίζουν 5-6 «μικροί» της Πρέμιερ Λιγκ και αρκετές ομάδες από εκείνες που διεκδικούν την άνοδο, αλλά η άποψη αυτών δεν μετράει.

Πριν από πέντε μέρες δημοσιοποιήθηκαν και τα οικονομικά στοιχεία για τις επιδόσεις της Μπόλτον τη χρονιά που πέρασε. Τα στοιχεία αφορούν την περίοδο 2008/09 και, σύμφωνα με αυτά, τα έσοδα της Μπόλτον έφθασαν τα 59 εκατομμύρια στερλίνες, τεράστιο ποσό για το μέγεθος αυτής της μικρής επαρχιακής πόλης.

Από αυτό το ποσό, τα 40,9 εκατομμύρια πήγαν για μισθούς και συμβόλαια ποδοσφαιριστών και η συνολική ζημία της Μπόλτον έφθασε τα 13,2 εκατομμύρια στερλίνες. Οι συνολικές ζημίες της ομάδας, η οποία αγωνίζεται 9 συνεχόμενα χρόνια στην Πρέμιερ Λιγκ, αν θυμάμαι καλά, φθάνουν τα 64 εκατομμύρια.

Μάλιστα, η εταιρεία του Γκάρτσαϊντ, που έχει αγοράσει την ομάδα από το 2004 έχοντας στην κατοχή της το 94,5% των μετοχών, την περασμένη χρονιά δάνεισε την Μπόλτον 23 εκατομμύρια για να τα βγάλει πέρα. Ετσι, η πρότασή του για τον χωρισμό της Πρέμιερ Λιγκ είναι γέννημα της ανάγκης οικονομικής επιβίωσης μέσα σε ένα μοντέλο που εξαφανίζει τους «μικρούς» αφού τους αναγκάζει να κινηθούν πάνω από τις δυνάμεις και τις δυνατότητές τους.

Δύο «κούπες» σε 5 χρόνια

Tο όνομά του είναι Ρον Γκούρλεϊ και θεωρούνταν δεξί χέρι και εν πολλοίς «παιδί» του Πίτερ Κένιον, τον οποίο ακολούθησε από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Λονδίνο και την Τσέλσι. Ο Γκούρλεϊ, λοιπόν, είναι ο άνθρωπος που διαδέχθηκε τον Κένιον στη θέση του εκτελεστικού διευθυντή της Τσέλσι και ανέλαβε τα καθήκοντά του από την 1η Νοεμβρίου. Πριν αναφερθώ σε ορισμένα σημεία της πρώτης συνέντευξης του Γκούρλεϊ, νομίζω ότι έχουν ενδιαφέρον οι πληροφορίες που υποστηρίζουν ότι ο Κένιον μάλλον εγκαταλείπει το ποδόσφαιρο για κάποιον άλλο κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας με περισσότερες προοπτικές ανάπτυξης.

Εκτός αν αυτές οι πληροφορίες είναι κάποιος ειδικός χειρισμός για να εξασφαλίσει ένα μεγάλο συμβόλαιο στον χώρο του ποδοσφαίρου. Λίγοι όμως εργοδότες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα καλό συμβόλαιο στον πιο ακριβοπληρωμένο μάνατζερ του αγγλικού ποδοσφαίρου, ειδικά αυτή την εποχή. Και αυτοί οι λίγοι μάλλον δεν ενδιαφέρονται ή έχουν ήδη συμπληρωμένη τη συγκεκριμένη θέση.

Το πιο εντυπωσιακό από όσα είπε ο Γκούρλεϊ στην πρώτη του συνέντευξη αφορά τον έναν από τους δύο κεντρικούς στόχους της Τσέλσι για την επόμενη πενταετία. Η ομάδα του Λονδίνου θέλει να έχει κατακτήσει μέσα στην επόμενη πενταετία δύο φορές το Τσάμπιονς Λιγκ, γεγονός που θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις εμπορικές προοπτικές της ομάδας.

Ο Γκούρλεϊ σημείωσε πως –παρά την οικονομική κρίση- οι εμπορικές προοπτικές της ομάδας είναι πολύ αισιόδοξες και ήδη τα έσοδα από τις πωλήσεις αντικειμένων με το σήμα της ομάδας σημείωσαν αύξηση την περασμένη χρονιά. Ο νέος εκτελεστικός διευθυντής των «μπλε», που θεωρεί αυτό τον στόχο ρεαλιστικό, παραδέχθηκε ότι ο άλλος στόχος που είχε τεθεί, σύμφωνα με τον οποίο η ομάδα θα μπορούσε από το 2010 να είναι αυτοχρηματοδοτούμενη, δεν θα επιτευχθεί. Η οικονομική κρίση, εδώ, παίζει τον ρόλο της.

Ο Γκούρλεϊ δήλωσε ότι η Τσέλσι θα εξετάσει το ζήτημα της ονοματοδοσίας του γηπέδου «Στάμφορντ Μπριτζ», καθώς είναι ένα ζήτημα ευαίσθητο για τους οπαδούς, αλλά σε οποιαδήποτε περίπτωση το όνομα δεν θα εξαφανιστεί αν η ομάδα συμφωνήσει με κάποια εταιρεία. Κλείνοντας τη συνέντευξη, ο Γκούρλεϊ έκανε τις προβλέψεις του για το πρωτάθλημα. «Θα το κερδίσει η ομάδα που θα τερματίσει πάνω από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ», είπε. Αν τερματίσουν, όμως, δύο, τι γίνεται;

Το άγχος της ανάγνωσης

Μου φαίνεται ότι το έχω ξαναγράψει, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Η ηλικία, γαρ. Πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν ένας φιλόλογος που είχα στο λύκειο με είχε μυήσει στα μυστικά και τη χαρά της ανάγνωσης –όχι ότι δυσκολεύτηκε- συνήθιζα να κάνω καταλόγους με τα βιβλία που θεωρούσα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να διαβάσω στη διάρκεια της ζωής μου. Ενας στόχος αφελής και ανέφικτος, όπως κατάλαβα λίγα χρόνια μετά.

Αφενός μεν γιατί η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι θέμα ενός «πρέπει» αλλά και αφετέρου γιατί και οι άνθρωποι για να συναντηθούν με κάποια βιβλία είναι καλό να έχουν ένα βαθμό «ωρίμανσης», όπως τα κόκκινα κρασιά. Ακόμη και γιατί κάποια βιβλία θα τα διαβάσεις περισσότερες από μία φορά στη ζωή και κάθε φορά θα ανακαλύπτεις διαφορετικά πράγματα.

Βέβαια, η εποχή προχωράει με πολύ πιο γρήγορα βήματα απ' όσο μπορούμε να ακολουθήσουμε και αυτό –προσωπικά- σε σχέση με το βιβλίο και την ανάγνωση μου δημιουργεί αγχος και ενοχές. Είναι τόσο μεγάλη η σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή, που ακόμη και αξιόλογα βιβλία χάνονται μέσα σε αυτό το πέλαγος τίτλων που κυκλοφορούν. Ετσι, πολλές φορές η επιλογή του βιβλίου είναι και θέμα τύχης.

Γιατί ποιος θα μάθει ότι κυκλοφόρησε βιβλίο με διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά (εκδ. Τόπος), του συμαντικότερου ίσως Ελληνα εκπροσώπου αυτού που τώρα ονομάζουμε gothic λογοτεχνία; Είδος που δεν είχε προσδιοριστεί στη δεκαετία του 1920, όταν είχαν γραφτεί τα διηγήματα.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube