Αν το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο της εργατικής τάξης, η αμοιβές κάποιων χορευτών αυτών του μπαλέτου είναι μεγαλύτερες και από εκείνες που παίρνουν οι τραπεζίτες. Και μας διασκεδάζουν και λιγότερο από τους τραπεζίτες, οι οποίοι στο κάτω κάτω της γραφής κάνουν μία άλλη δουλειά, που δεν έχει καμία σχέση με τη διασκέδαση.
Βέβαια, θα παρατηρήσει κάποιος ότι οι άνθρωποι είναι επαγγελματίες -και δεν εννοώ τους τραπεζίτες, πολλοί από τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, αναδείχθηκαν σε ερασιτέχνες απατεώνες- και είναι «λογικό» να προσπαθούν να διασφαλίσουν όσο μεγαλύτερες αμοιβές μπορούν για τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Μπορούμε, φυσικά, να διαφωνήσουμε ή να συμφωνήσουμε με την ηθική και την οικονομική διάσταση αυτής της «λογικής», αλλά αν το παιχνίδι είναι ένα είδος μπαλέτου (που είναι κάτι πολύ περισσότερο σύμφωνα με τη γνώμη μου) η εργατική τάξη δεν πληρώνει για να το χορέψει. Αντιθέτως, την υποχρεώνουν να πληρώνει πανάκριβα εισιτήρια για να το δει και τις περισσότερες φορές πρόκειται για άθλιο θέαμα που «χορεύουν» κάποιοι προκλητικά αμειβόμενοι «χορευτές».
Η σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα ενός ποδοσφαίρου που έγινε πολύ βιαστικά «επαγγελματικό» γιατί το χρειαζόταν η τηλεόραση, έχει ξεφύγει από κάθε «λογική», εκτίμηση που επιβεβαιώθηκε για μία ακόμη φορά με το ποσό της μεταγραφής του Κριστιάνο Ρονάλντο, φέτος το καλοκαίρι.
Ως φαίνεται, έχουμε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τα εκατομμύρια και τα νούμερα με τα οποία μας βομβαρδίζουν καθημερινά τα media, που δεν μας προξενεί καμία εντύπωση. Οι συγκρίσεις με παλιότερες εποχές, μπορεί να μην έχουν και τόση σημασία, αλλά μπορούν να μας προσφέρουν μία ιδέα για το πληθωριστικό χρήμα στο ποδόσφαιρο και τις «φούσκες» γενικότερα.
Οταν το 1995 ο Πίτερ Χιλ-Γουντ, πρόεδρος της Αρσεναλ, παρουσίαζε το νέο μεταγραφικό απόκτημα των «κανονιέρηδων», τον Ολλανδό Ντένις Μπέργκαμπ, που η αγγλική ομάδα απέκτησε από την Ιντερ αντί 7,5 εκατομμυρίων στερλινών, χαρακτήρισε το βδομαδιάτικό του, των 15 χιλιάδων στερλινών, «παραλογισμό». Δεκατέσσερα χρόνια μετά, το βδομαδιάτικο ενός ποδοσφαιριστή αυτού του επιπέδου φθάνει τις 160 χιλιάδες στερλίνες. Πριν από τρεις μέρες η ισπανική λίγκα απείλησε ότι θα προχωρήσει σε απεργία αν η κυβέρνηση Θαπτέρο προχωρήσει στην υιοθέτηση τροπολογίας που θα προβλέπει την αύξηση του φορολογικού συντελεστή από 24% σε 43% για όσους κερδίζουν περισσότερα από 600 χιλιάδες ευρώ τον χρόνο.
Θυμίζω ότι ανάλογο μέτρο πήρε στη Βρετανία ο Γκόρντον Μπράουν, που ανέβασε τον σχετικό συντελεστή στο 50% λόγω της οικονομικής κρίσης και με το σκεπτικό ότι τα υψηλότερα εισοδήμτα πρέπει να πληρώνουν μεγαλύτερο φόρο. Οι αντιδράσεις στη Βρετανία ήταν υποτονικές και περισσότερο για την τιμή των όπλων, αφού ακόμη και οι ομάδες -τουλάχιστον η συντριπτική τους πλειοψηφία- πάγωσε ή μείωσε τις τιμές των εισιτηρίων αντιλαμβανόμενη τις επιπτώσεις που έχει η οικονομική κρίση στους φιλάθλους (παρεμπιπτόντως η κίνηση των εισιτηρίων τους δύο πρώτους μήνες στην Πρέμιερ Λιγκ παρουσιάζει μία μείωση 4% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι).
Παρόμοιες αντιδράσεις με αυτές της Ισπανίας εκδηλώθηκαν και στη Γαλλία, με απειλές για απεργίες και προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο υπονόμευσης της «αθλητικής ανάπτυξης» της χώρας, αν υιοθετηθεί η πρόταση της κυβέρνησης Σαρκοζί σύμφωνα με την οποία θα αυξηθεί το ποσοστό φορολογίας των υψηλά αμειβόμενων αθλητών. Η ρύθμιση της γαλλικής κυβέρνησης αφορά 1.400 αθλητές, κυρίως του ράγκμπι και του ποδοσφαίρου, και θα συνεισφέρει στον γαλλικό Προϋπολογισμό ένα ποσό λίγο μεγαλύτερο από 30 εκατομμύρια ευρώ.
Το γεγονός αυτό, των αντιδράσεων κάποιων που προσπαθούν να υπερασπιστούν κάποια παράλογα προνόμια εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης, δείχνει σε ποιο βαθμό μερικοί παράγοντες έχουν χάσει την επαφή με το παιχνίδι και την ίδια την κοινωνία. Οσο για το «μπαλέτο της εργατικής τάξης», αρχίζει να μεταμορφώνεται σε ένα άυλο προϊόν, όπως κάποιες μετοχές που -κάποιοι προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι- κόστιζαν πανάκριβα, αλλά ήταν αέρας κοπανιστός.
Πολιτική ελεημοσύνης
Η καταβολή του επιδόματος αλληλεγγύης είναι απόδειξη της πολιτικής κοινωνικής προστασίας που δεσμεύτηκε προεκλογικά και σκοπεύει να ακολουθήσει μετεκλογικά η κυβέρνηση. Γι' αυτό πασχίζουν πολλά φιλότιμα παπαγαλάκια να μας πείσουν. Μάλιστα, η καταβολή αυτού του επιδόματος προβάλλεται, ταυτόχρονα, και ως πράξη γενναιότητας από την πλευρά της κυβέρνησης με δεδομένη την κακή κατάσταση της οικονομίας.
Η κυβέρνηση, όπως είναι γνωστό, αποφάσισε να επιβάλει έκτακτη εισφορά στις επιχειρήσεις που είχαν κέρδη πάνω από 5 εκατομμύρια ευρώ, για να συγκεντρώσει 850 εκατομμύρια, τα οποία μαζί με το τέλος που θα εισπραχθεί από όσους έχουν ακίνητη περιουσία, θα αποτελέσουν τον κουμπαρά από όπου θα βγει το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης. Ομορφα. Αλλά εδώ υπάρχει χώρος για μερικές επισημάνσεις που μπορεί να χαλάσουν το επικοινωνιακό κολπάκι με το «κοινωνικό πρόσωπο» της κυβέρνησης.
Η εισφορά στα κέρδη των επιχειρήσεων επιβάλλεται άπαξ, ενώ μισθωτοί και συνταξιούχοι επιβαρύνονται με 1,2 δισ. φόρους ετησίως. «Κοινωνική δράση» και όχι ελεημοσύνη, είναι άλλου είδους ενέργειες που απαιτούν και τόλμη και σχέδιο και ειλικρίνεια.
Ας πούμε, η αύξηση του φορολογικού συντελεστή στα κέρδη των επιχειρήσεων. Η αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας και η τιμαριθμοποίησή της. Η κατοχύρωση και προστασία των κοινωνικών αγαθών της παιδείας και της υγείας με ουσιαστικά μέτρα και όχι «τηλεοπτικά πυροτεχνήματα» της μορφής «το 1 δισ. ευρώ που θα κόστιζε η απόσυρση θα δωθεί για την παιδεία». Πού και πώς;
Εχθές κατά την παρουσίαση του προσχεδίου του Προϋπολογισμού, εκείνο που και ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας επανέλαβαν ήταν ότι «δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για τη σύνταξή του». Μπα; Και το πρόγραμμα των 100 ημερών από που θα το χρηματοδοτούσε η κυβέρνηση; Και την κατάσταση της οικονομίας, ο πρωθυπουργός την ήξερε πολύ καλά.
Και από τις συναντήσεις του με τους κοινοτικούς αξιωματούχους και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Απλώς, είναι καλύτερο για την εξουσία να «εκπαιδεύει» τους πολίτες στην ελεημοσύνη και το απλωμένο χέρι, παρά στη διεκδίκηση και την υψωμένη γροθιά.
Ηττοπαθής προσέγγιση
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Το κακό θέαμα και το ποδόσφαιρο που αποθεώνει τη διασφάλιση της νίκης με κάθε τρόπο, εκπαιδεύει τους φιλάθλους να έχουν μικρότερες απαιτήσεις. Ακουγα εχθές και προχθές στο ραδιόφωνο μία άποψη φίλων του Ολυμπιακού, σύμφωνα με την οποία κακώς ο προπονητής του Ολυμπιακού δεν έδωσε εντολή στην ομάδα του να κλειστεί στην άμυνα μετά το γκολ που δέχτηκε. Ετσι, σύμφωνα με την άποψή τους, θα μπορούσε ο Ολυμπιακός να αποφύγει το δεύτερο γκολ, γεγονός που μπορεί να του κοστίσει σε περίπτωση ισοβαθμίας με τη Σταντάρ.
Το επιχείρημα είναι καθαρά υποθετικό. Τίποτε δεν διασφαλίζει ότι ο Ολυμπιακός θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να κρατήσει το 1-0. Και σε αυτά τα παιχνίδια, η τακτική της μικρότερης δυνατής έκθεσης σε κίνδυνο δεν δίνει ούτε βαθμούς ούτε προκρίσεις. Με αντιπάλους αυτής της δυναμικότητας, ή μπαίνεις στο γήπεδο για να νικήσεις ή έστω να κρατήσεις το μηδέν στην άμυνα, αλλά όχι για να κρατήσεις το σκορ της ήττας χαμηλά.
Αυτή είναι ηττοπαθής προσέγγιση, που σε κάνει να πετάς τις ευκαιρίες σου. Ο Ολυμπιακός έχει δύο ακόμη παιχνίδια, δύσκολα, στα οποία πρέπει να σκέφτεται και να επιδιώξει μόνο τη νίκη. Και στο τελευταίο ματς, η Αρσεναλ δεν θα είναι καθόλου αδιάφορη. Κανείς δεν αδιαφορεί για 800 χιλιάδες ευρώ.