«Προπονητής στην ομάδα στην οποία λατρεύτηκε ως παίκτης». Αυτονόητη η επισήμανση που συνόδευε το 1988 την είδηση ότι ο Γιόχαν Κρόιφ θα αναλάμβανε την αγαπημένη του Μπαρτσελόνα. Τώρα αναλαμβάνει την εθνική ομάδα της Καταλωνίας, αλλά δεν είναι ευρέως γνωστό ένα γεγονός: ότι ο Κρόιφ στα νιάτα του είχε αγωνιστεί ως επίτιμος προσκεκλημένος παίκτης στον... πρόδρομο αυτού του συγκροτήματος. Μιας ομάδας που ναι μεν δίνει μόνο φιλικά παιχνίδια, αλλά η ύπαρξή της είναι σημαντική (ευνόητοι οι λόγοι) για τους Καταλανούς. Αρα και για τον Ολλανδοκαταλανό Γιόχαν!
Την Κυριακή 6 Ιουνίου 1976 ένα παιχνίδι ανάμεσα στην Καταλωνία και την εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ενωσης στο «Καμπ Νόου» προσέλαβε πανηγυρικό χαρακτήρα για το τέλος του καθεστώτος Φράνκο –ο δικτάτορας είχε πεθάνει τον Νοέμβριο του 1975. Προσκεκλημένος στο παιχνίδι εκείνο, πέραν του Κρόιφ, ήταν ο Νέεσκενς, ο άλλος μεγάλος Ολλανδός άσος της Μπάρτσα –νωρίτερα του Αγιαξ. Ο Νέεσκενς πέτυχε το μοναδικό τέρμα των Καταλανών στο ματς εκείνο, το οποίο έληξε ισόπαλο 1-1. Αν το έπραξαν οι Ολλανδοί που είχαν τη χάρη, δεν θα το έκανε εκείνος που είχε και… το όνομα;
Το καταλανικό εννοείται. Ο Τζόρντι Κρόιφ, γιος του Γιόχαν, αγωνίστηκε εννέα φορές με τα χρώματα της Καταλωνίας, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του 1995. Οπως είναι γνωστό, ο Γιόχαν έδωσε στον γιο του το όνομα του αγίου-προστάτη της Βαρκελώνης, αδιαφορώντας για τη νομοθεσία της δικτατορίας Φράνκο, που απαγόρευε βαπτίσεις παιδιών με ονόματα μη προερχόμενα από την Καστίλη.
Δεκαετίες νωρίτερα ως επίτιμοι προσκεκλημένοι έπαιξαν στην εθνική Καταλωνίας ο Ούγγρος Κουμπάλα και ο Αργεντινός Ντι Στέφανο (προτού καταλήξει στη Ρεάλ). Τον Ιανουάριο του 1955 δύο γκολ πέτυχε ο πρώτος και ένα ο δεύτερος, σε κάποιο σαρωτικό 6-2 της Καταλωνίας επί της Μπολόνια. Ιδια ήταν ανέκαθεν η νοοτροπία της Μπάρτσα: μολονότι έγινε εξαρχής σύμβολο του πόθου των Καταλανών για αυτοδιάθεση, ήταν ομάδα «ανοικτών θυρών». Στηριζόταν σε πολλούς ξένους παίκτες και προπονητές (αναλυτικά στοιχεία παρατίθενται στο βιβλίο «Barca- A People's Passion» του Jimmi Burns), σε εποχές που κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου αυτονόητο.
Η Μπάρτσα ουδέποτε «έθρεψε» την ιδέα ότι η ξεχωριστή υπόσταση των Καταλανών όφειλε να θεμελιωθεί στην εσωστρέφεια και την ανάδειξη κάποιας υπεροχής «ημέτερων γονιδίων». Εξ ου και οι «παροικίες» που άνθησαν σε αυτήν κατά τη διάρκεια της ιστορίας της (ουγγρική, ολλανδική κ.λπ.). Ενδεικτικό της αλέγρας, εξωστρεφούς νοοτροπίας που χαρακτήριζε την Μπάρτσα από γεννησιμιού της ήταν το… δεύτερο μισό ενός περιστατικού. Διαδραματίστηκε το 1925 και έδωσε τη ευκαιρία στον δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα να απαγορεύσει κάθε δραστηριότητα της ομάδας για έξι μήνες.
Ο Ριβέρα ανήλθε στην εξουσία το 1923. Επί των ημερών του θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα της κεντρικής εξουσίας να διαλύει τα όργανα των περιφερειών, επικαλούμενη λόγους «δημόσιας τάξης» και «εθνικού συμφέροντος» (ναι, ξέρω, πολλά θυμίζει!). Επίσης, το καθεστώς Ριβέρα κατήργησε την καταλανική γλώσσα στις δημόσιες υπηρεσίες της Καταλωνίας. Ο κόσμος στη Βαρκελώνη ήταν εξαγριωμένος με όλα αυτά. Το έδειξε στην ανάπαυλα του ημιχρόνου ενός φιλικού παιχνιδιού, που διεξαγόταν την Κυριακή 14 Ιουνίου 1925 στο «Les Corts», το γήπεδο της Μπάρτσα.
Τότε εμφανίστηκε μια μπάντα του Αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού και άρχισε να παίζει τον ισπανικό εθνικό ύμνο. Από τις πρώτες νότες τα σφυρίγματα πήγαν σύννεφο. Αμήχανοι οι Αγγλοι έπαιξαν τον εθνικό ύμνο της χώρας τους και το πλήθος επευφημούσε ενθουσιωδώς! Προφανώς οι θεατές θέλησαν να τιμήσουν, είτε τη χώρα προέλευσης της μπάντας, είτε τους Αγγλους προπονητές που είχαν ήδη καθίσει στον πάγκο της Μπαρτσελόνα, είτε τους αντίστοιχους Αγγλους παίκτες της ομάδας. Πιθανότατα δε όλους (τους προαναφερθέντες) μαζί. Συνάδουν έστω και στο ελάχιστο όλα αυτά τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της ομάδας «ανοιχτών θυρών» με τον εθνικισμό και τις βασικές «πρώτες ύλες» του, όπως είναι η καχυποψία και η εχθρότητα προς οτιδήποτε αλλότριο; Αστεία πράγματα.
Κι όμως, όσοι διακηρύττουν ότι επιθυμούν αυτοδιάθεση ή αυτονομία, όσοι υπεραμύνονται της ιδιαίτερης εθνικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας, είθισται να προσδιορίζονται ως εθνικιστές. Ενίοτε, δε, προσδιορίζουν και οι ίδιοι έτσι τους εαυτούς τους. Παράδειγμα, το μεγαλύτερο βασκικό κόμμα, το PNV, το οποίο βεβαίως ιδρύθηκε –και «βαφτίστηκε»– πολλές δεκαετίες πριν, όταν οι όροι δεν είχαν παντού και πάντοτε τις σημερινές τους έννοιες.
Με περισσή ευκολία κυκλοφορούν οι όροι «καταλανικός εθνικισμός», «βασκικός εθνικισμός», «ιρλανδικός εθνικισμός». Αν πρόκειται ή όχι για εθνικισμό, το κρίνει κάθε φορά η πραγματικότητα των πράξεων και των ιδεών –όχι τα φραστικά «τσουβαλιάσματα» που καταντούν ιδεοληψίες. Αυτό ακριβώς υπενθυμίζει αδιαλείπτως η –εξαιρετικά γοητευτική, ούτως ή άλλως– ιστορία τής Μπάρτσα.