Η προηγούμενη ιστορία μού θυμίζει ότι πριν από κάτι μέρες διάβαζα για μια από εκείνες τις επιτυχίες των ελληνικών Εθνικών που συγκινούν την ομάδα, τους συνοδούς και τον ρεπόρτερ που τις καλύπτει. Σε σημείο που ήδη έχω ξεχάσει τι ήταν. Ας πούμε ότι ήταν η ομάδα Παμπαίδων που κέρδισε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα της υποβρύχιας τοξοβολίας με ένα χέρι.
Η ομάδα λοιπόν διαμαρτυρόταν γιατί παρά την παγκόσμια επιτυχία που είχε, κανένας επίσημος δεν την υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο. Τριάντα χρόνια οι αθλητές διαμαρτύρονταν ότι όταν είχαν επιτυχίες οι πολιτικοί τους υποδέχονταν στο αεροδρόμιο αλλά όταν είχαν ανάγκες βρίσκανε τις πόρτες των υπουργείων κλειστές. Επιτέλους, λοιπόν, μετά τους Ολυμπιακούς του 2004 οι πολιτικοί αποφάσισαν να σταματήσουν τη γελοιότητα να πηγαίνουν στα αεροδρόμια σαν να είναι ο Μάο Τσε Τουνγκ και η φωτεινή τους σκέψη είχε οδηγήσει τους αθλητές στην επιτυχία.
Σε αυτό όμως το σημείο φάνηκε και η υποκρισία των Ελλήνων αθλητών. Γιατί, όπως κάθε σοβαρός άνθρωπος μπορούσε να καταλάβει, το αντικείμενο δεν ήταν να τους υποδέχονται στο αεροδρόμιο διάφοροι μεσόκοποι που να στήνονται μαζί τους στις κάμερες, αλλά οι ίδιοι μεσόκοποι να ανοίγουν τις πόρτες των γραφείων τους και να βολεύουν τους πρωταθλητές. Οπου η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται για τη γλώσσα της που έδωσε σε όλο τον κόσμο αλλά η ίδια όταν συμφέρει μπορεί να κάνει τη γλώσσα σουραύλι. Γιατί σε κάθε λογική, πρωταθλητής είναι μόνο ο πρώτος και Ολυμπιονίκης αυτός που κέρδισε τους Ολυμπιακούς, αλλά στην Ελλάδα και όγδοος να βγεις, πάλι Ολυμπιονίκης είσαι.
Επιστρέφοντας πάντως στο θέμα της υποδοχής των διάφορων ομάδων, το πρώτο βήμα έγινε από τη Ν.Δ. με το να σταματήσει η γελοιότητα των υποδοχών για ψύλλου πήδημα. Το επόμενο πρέπει να γίνει από το ΠΑΣΟΚ. Να σταματήσει δηλαδή το Υφυπουργείο Αθλητισμού να είναι Υπουργείο Πρωταθλητισμού. Ο Γιώργος Παπανδρέου, που αν μη τι άλλο γουστάρει να αθλείται, να δώσει την ίδια ευκαιρία και στον τελευταίο Ελληνα πολίτη, είτε αυτός είναι ένας ατάλαντος 16άρης που δεν υπάρχει πιθανότητα να έχει μέλλον στον πρωταθλητισμό είτε ένας τελειωμένος 60άρης –ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε– που έχει ακόμα τη διάθεση να κυνηγάει μπαλάκια.
Αρκετά με τους εισαγόμενους, τους φουσκωμένους και φαρμακωμένους και τους βαρεμένους που απομύζησαν εκατομμύρια πείθοντας τον κόσμο ότι αθλητισμός είναι να τους θαυμάζει από τον καναπέ. Ο Γιωργάκης μπορεί στη γενική νοοτροπία να βρίσκεται ακόμα κάπου έξω από το New England, αλλά στην αθλητική νοοτροπία είναι στη σωστή γραμμή. Καλύτερα με σπασμένο το πόδι επειδή δοκιμάσαμε να ξεμπλοκάρουμε τις ταχύτητες του ποδηλάτου εν κινήσει, παρά με μοβ και με εγκεφαλικό στον καναπέ επειδή η τελευταία φορά που κουνηθήκαμε ήταν για να πάμε στην πόρτα και να παραλάβουμε την πίτσα.
Είπαμε ότι οι τράπεζες έχουν σφίξει τους όρους για τη χορήγηση δανείων, αλλά να χρειάζεται να έχεις και περίστροφο και πιστόλι για ένα δάνειο που πριν από τέσσερα χρόνια φτάνανε μερικά πλαστά πιστοποιητικά πάει πολύ. Φαίνεται από την περίπτωση του αξεπέραστου Μικάλι Μισούνοφ, ο οποίος πριν από τέσσερα χρόνια είχε συλληφθεί μαζί με δύο άλλα άτομα για χρήση πλαστών πιστοποιητικών και πιστωτικών καρτών και τώρα πιάστηκε έχοντας στην κατοχή του ένα πιστόλι, ένα περίστροφο και δύο αντιαρματικούς εκτοξευτές RPG.
Τι είναι οι RPG; Είναι ειδικοί εκτοξευτές που χρησιμοποιείς σε Role Playing Games, τα γνωστά RPG, και μπορείς να εξολοθρεύσεις με remote shot τον αντίπαλό σου και να φτάσεις εύκολα στο 60ό level του WoW. Φυσικά κάνω πλάκα, όπως και της πλάκας είναι όσοι μεταδώσανε την είδηση της σύλληψης του Μισούνοφ στο Ιnternet. Γιατί δεν μπήκαν καν στον κόπο να κοιτάξουν τι στο διάολο είναι οι αντιαρματικοί εκτοξευτές RPG, σαν κάθε αναγνώστης να έχει την υποχρέωση να τους ξέρει.
Τέλος πάντων, είναι ρουκέτες που σε διάφορες μορφές υπάρχουν από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και χρησιμοποιούνταν από τον σοβιετικό και αργότερα τον ισραηλινό στρατό για επιθέσεις σε θωρακισμένα ή μη οχήματα, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς που χρησιμοποιούσαν μπαζούκας και τους Γερμανούς που χρησιμοποιούσαν το PzK.
Σε αυτό το σημείο το θέμα αποκτά ενδιαφέρον. Γιατί το ένα περίστροφο και το ένα πιστόλι δεν σημαίνουν και πολλά. Ο μέσος κρητικός έχει περισσότερα όπλα και ας πούμε ότι ο Μισούνοφ τα γούσταρε και τα μάζευε. Ακόμα και το ένα RPG, άντε να το δικαιολογήσεις. Εχω γνωρίσει Κρητικό που στη συλλογή του είχε βαρύ πολυβόλο με τρίποδα, να πούμε και εδώ ότι ο Μισούνοφ αντί για πολυβόλα γούσταρε τα αντιαρματικά.
Εκεί που η ιστορία μπλέκεται είναι στο δεύτερο αντιαρματικό. Ακόμα και σε ανακοίνωση της αστυνομίας, που για να δημιουργούνται εντυπώσεις στα επικίνδυνα αντικείμενα βάζουν τις γραφομηχανές και τα μαχαίρια της κουζίνας, το «δύο αντιαρματικά» πέφτει βαρύ. Και να υπήρχαν για επιχειρήσεις δολοφονίας ή για εκβιασμούς καταστημάτων όπως οι εκθέσεις αυτοκινήτων, πάει να πει ότι ο Μισούνοφ είχε προχωρήσει σε ανώτερες σπουδές.
Η είδηση για τη σύλληψη του Μισούνοφ μου επισημάνθηκε από τον αναγνώστη Ν.Ι. με την υποσημείωση ότι ελπίζει να μη γράψω και για τη δική του μάνα. Γιατί από σατανική σύμπτωση και χωρίς το όνομα του Μισούνοφ να είναι από εκείνα που κάποιος αναφέρει καθημερινά, χθες έγραφα για τη Μισούνοβα, που όταν το παιδί της έπαιζε μπάσκετ είχε εκπομπή προπαγάνδας στο ραδιόφωνο των Σκοπίων για την καταπίεση των «Μακεδόνων» στη Βόρεια Ελλάδα. Με το θέμα της ονομασίας του FYROM να παίρνει έκταση μετά το ματς της Εθνικής μπάσκετ με την ομάδα των γειτόνων, χάρη και στη γελοιότητα της ΕΡΤ.
Κατ’ αρχάς να γράψουμε ότι το «Macedonia» του φωτεινού πίνακα καταλογίζεται περισσότερο ως επιλήψιμη κίνηση των διοργανωτών παρά των Σκοπιανών. Γιατί η κάθε χώρα μπορεί να ζητήσει από τους διοργανωτές να γράψουν στον φωτεινό πίνακα την ονομασία που γουστάρει, αλλά οι διοργανωτές -που είναι η ευρωπαϊκή ομοσπονδία- έχουν την τελική κουβέντα.
Οπως λοιπόν το επίσημο όνομα της Αμερικής είναι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αλλά ο περισσότερος κόσμος τη λέει Αμερική και ησυχάζει, το ίδιο και το επίσημο όνομα των γειτόνων είναι FYROM, με το τελευταίο Μ να είναι αυτό που ξέρετε. «Macedonia», και γουστάρουμε-δεν γουστάρουμε δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε κανέναν να λέει το μακρινάρι.
Ματσεντόνια τη λένε όλοι τη χώρα, παλικάρια, και γουστάρουμε-δεν γουστάρουμε, ξίδι για να μας περάσει. Το πολύ να βάζει η τηλεόραση άσπρα και μαύρα στους φωτεινούς πίνακες για να παραμυθιάζουνε τον κόσμο ότι χάρη στην άτεγκτη στάση των πολιτικών μας κανένας δεν λέει τους γείτονες Μακεδόνες ενώ οι μόνοι που δεν τους λένε είμαστε εμείς και για παίζουμε στα διεθνή τουρνουά πρέπει να κάνουμε τα στραβά μάτια.
Την προηγούμενη Παρασκευή ένας φίλος με πήρε τηλέφωνο ρωτώντας με αν θα ήθελα να γράψω ότι η Εθνική κουφών κατόρθωσε να αναγκάσει τους Σκοπιανούς να αλλάξουν το όνομα στον φωτεινό πίνακα. Δεν ήθελα. Οχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή πίσω από κάθε πατριωτική χειρονομία κρύβεται μια ελπίδα για κρατική χορηγία. Αν νιώθεις ότι δεν ανέχεσαι να παίζεις με ομάδα που δηλώνει ότι η χώρα της ονομάζεται Μακεδονία με γεια σου και χαρά σου, αλλά η πράξη σου είναι και η αμοιβή.
Από την άλλη, δεν ξέρω πώς αντιμετωπίζει η ομοσπονδία του μπάσκετ τα πανό με τις υβριστικές αναφορές, αλλά το Hell-Ass που σηκώσανε οι Σκοπιανοί στο γήπεδο αν είχε σηκωθεί στο ποδόσφαιρο, το ματς θα είχε σταματήσει μέχρι να κατέβει. Στο μπάσκετ, όμως, μια χαρά συνεχίστηκε το ματς και το μόνο συμπέρασμα είναι ότι αν κάνεις την παλαβή όλα καταπίνονται.