Για το πρώτο μέρος κάντε κλικ εδώ
Για το δεύτερο μέρος κάντε κλικ εδώ
Είχαμε κάνει μόνο δυο βήματα βγαίνοντας από το γραφείο στο υπόγειο και είχαμε σταματήσει.
«Γιατί δεν προχωράμε;» ρώτησε ο νεαρός συνάδελφος.
«Έχουμε κόκκινο φανάρι. Τι γιατί δεν προχωράμε ρε; Σκέφτομαι προς τα πού θα πρέπει να πάμε» του απάντησα. Η αλήθεια ήταν ότι απλά είχα κοκαλώσει. Η ατμόσφαιρά ήταν βαριά και μπορούσες να μυρίσεις στον αέρα την αιματοχυσία που είχε προηγηθεί.
«Αφού μόνο προς τα πάνω πάει. Η άλλη επιλογή είναι να γυρίσουμε πίσω».
«Δεν γυρίζουμε πίσω. Τι στο διάολο άντρες είμαστε;» είπε ο Jesse James που είχε βολευτεί στον ώμο μου κρατώντας δυο παλούκια, από ένα στο κάθε χέρι.
«Αν είναι να απαρνηθούμε την αντρική μας ταυτότητα λόγω των περιστάσεων… δεν έχω κανένα πρόβλημα» είπε ο νεαρός συνάδελφος που έτρεμε από πίσω μας σαν το ψάρι.
«Εμείς οι δυο θα πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα αν βγούμε ζωντανοί από εδώ, γιατί δεν μας τα λες καλά τελευταία. Σε λίγο θα μας έρθεις και με μπλουζάκι Madonna»
«Γιατί τι έχει η Madonna;»
«Ακριβώς γι’ αυτό θα πρέπει να κάνουμε την κουβέντα». Στο μεταξύ συνειδητοποιήσαμε ότι το ρεύμα είχε κοπεί. Ευτυχώς στο γραφείο χρησιμοποιούσα εφεδρική γεννήτρια και γι αυτό υπήρχε ακόμη φως.
«Πήγαινε γρήγορα μέσα και φέρε ένα φακό. Είναι στο ράφι που κάθομαι» είπε ο Jesse James στον νεαρό συνάδελφο.
«Μα… φοβάμαι να πάω μόνος μου»
«Έχεις χαζέψει εντελώς; Δυο βήματα πίσω είναι. Τσακίσου». Με είχε φέρει στα όρια μου αλλά έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ο Jesse James ως συνήθως ήταν πιο ήρεμος. «Θα είσαι πίσω πριν το καταλάβεις. Έλα μην το σκέφτεσαι δεν είναι τίποτα»
«Δεν σκέφτομαι ούτως η άλλως» απάντησε ο νεαρός συνάδελφος.
«Γιατί;»
«Γιατί αν σκέφτομαι προβληματίζομαι. Και δεν μου αρέσει να προβληματίζομαι. Πάω και έρχομαι σε μισό λεπτό. Μην κουνηθείτε»
Είχα την αίσθηση ότι καθυστερούσαμε και χάναμε πολύτιμο χρόνο. Πολύτιμο χρόνο που τον εκμεταλλεύονταν τα Βαμπίρ. Τα Βαμπίρ που δεν θα έφευγαν από το κτίριο αν δεν έπιναν και την τελευταία σταγόνα αίμα. Την τελευταία σταγόνα αίμα που θα την αναζητούσαν σε εμάς τους τρείς. Εμάς τους τρείς που ξεκινούσαμε για τη μεγάλη μάχη. Τη μεγάλη μάχη…
Πάλι είχα την αίσθηση ότι καθυστερούσαμε, αλλά τουλάχιστον με αυτές τις σκέψεις γέμισα το χρόνο μέχρι να επιστρέψει ο νεαρός συνάδελφος με το φακό στο χέρι.
«Τον έφερα»
«Λοιπόν κράτα τον σταθερά και φώτιζε μου τις σκάλες»
«Μάλιστα» είπε ο νεαρός συνάδελφος.
«Είπαμε κράτα τον σταθερά. Μην κουνιέσαι»
«Δεν κουνιέμαι»
«Και γιατί το φως πάει λες και είμαστε κάτω από ντισκομπάλα;»
«Πάψτε και οι δυο» είπε ο Jesse James. «Ας προχωρήσουμε επιτέλους. Έχω βαρεθεί εδώ πάνω». Αρχίσαμε να προχωράμε και να ανεβαίνουμε ένα ένα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο ισόγειο. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος, εκτός βέβαια από τον ήχο που έβγαζε ένα κολιέ με μικρά ξυλάκια που φορούσε στο λαιμό του ο νεαρός συνάδελφος.
«Θα βγάλεις αυτή την αηδία από το λαιμό σου; Προδίδεις τη θέση μας» του είπα. «Καλά χαλάρωσε κι εσύ δεν μας στοχεύουν οι Βιετκόνγκ» είπε ο Jesse James που κουνούσε πέρα δώθε τα παλούκια που του είχα δώσει.
«Πρόσεξε εσύ μη μου βγάλεις κανά μάτι με τα παλούκια» του είπα.
Φτάσαμε στο ισόγειο που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένας μικρός διάδρομος με την είσοδο του κτιρίου και την πόρτα του ασανσέρ δεξιά όπως μπαίνεις. Ακριβώς μετά την πόρτα του ασανσέρ ξεκίναγαν οι σκάλες που οδηγούσαν στο υπόλοιπο κτίριο.
«Λέω να περιμένουμε το ασανσέρ, είμαι κουρασμένος για να ανεβαίνω σκαλιά» είπε ο νεαρός συνάδελφος.
«Πόσες πιθανότητες έχουμε να έρθει το ασανσέρ τώρα που δεν έχει ρεύμα ρε κουτορνίθι. Κράτα το φακό ίσια σου είπα»
«Ίσια τον κρατάω»
«Ίσια μπροστά μου, όχι ίσια στο ταβάνι». Μπαίναμε πλέον στην τελική ευθεία. Ανεβήκαμε σιγά σιγά τα σκαλιά που οδηγούσαν στον ημιώροφο και από εκεί στον πρώτο όροφο, στην εφημερίδα. «Μου θυμίζει κάποιος, ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε ο Jesse James.
«Νόμιζα ότι εσύ ξέρεις» του απάντησα. «Όχι. Είπαμε να κάνουμε ένα σχέδιο αλλά δεν το κάναμε ποτέ. Τώρα είμαστε απλά τρεις τύποι που ανεβαίνουν σκαλιά με παλούκια και μόλοτοφ στο χέρι»
«Χμμμμ… Έχεις ένα δίκιο»
«Σου είπα κόψε αυτό το Χμμμμμ… Με εκνευρίζει. Και όταν εκνευρίζομαι δεν σκέφτομαι καθαρά. Λοιπόν τι κάνουμε;».
«Φαντάζομαι ότι όταν τα πετύχουμε, θα αρχίσουμε να τους πετάμε τις μολότοφ και μόλις πάρουν φωτιά θα κατέβεις εσύ να τα παλουκώσεις».
«Εγώ; Και γιατί δεν τα παλουκώνεις εσύ;»
«Εγώ θα προσέχω μήπως ξεφύγει κανένα»
«Ναι αμέ, γιατί δεν πας καλύτερα να πιείς ένα τσάι και να μας περιμένεις να τελειώσουμε;» είπε ο Jesse James.
«Εγώ λέω να συζητήσουμε μαζί τους. Μπορεί να τους έχει απομείνει κάποια λογική» είπε ο νεαρός συνάδελφος.
«Ναι να τους προσφέρουμε και κουλουράκια. Ρε συγκεντρωθείτε γιατί δεν μας βλέπω καλά. Εγώ ψηφίζω παλούκωμα. Ποιός είναι μαζί μου;» είπε ο Jesse James και σήκωσε το χέρι του.
«Κι εγώ μέσα είμαι»
«Κι εγώ παλούκωμα θέλω..» είπε ο νεαρός συνάδελφος.
«Άμα σου φέρω το παλούκι στο κεφάλι θα σου πω εγώ που θες παλούκωμα».
Ήταν από τις λίγες φορές που καταλήξαμε σε συμφωνία. Φτάσαμε στον πρώτο όροφο και είδαμε την λευκή πόρτα σπασμένη. Κρεμόταν μόνο από τον κάτω μεντεσέ, ενώ αναποδογυρισμένο ήταν ένα μεγάλο σταχτοδοχείο που βρισκόταν στην είσοδο.
«Ακούω βήματα στον πάνω όροφο» ψιθύρισε ο Jesse James…
«Είναι ακόμα εδώ λοιπόν… Είμαστε έτοιμοι;»
«Μόνο μη ζητήσεις να κάνουμε ΖΝΤΟ» είπε ο Jesse James.
«Λίγη ομοψυχία που και που δεν βλάπτει» απάντησε ο νεαρός συνάδελφος.
«Σταμάτα να γλύφεις» του είπα και τσέκαρα τις τσέπες μου για να δω αν ήταν καλά στερεωμένα τα παλούκια. «Βγάλε από την τσάντα τις μολότοφ ξεκινάμε».
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα από εκεί και πέρα. Φτάσαμε με γρήγορο βήμα στον δεύτερο όροφο και πιάσαμε από μια μεριά. «Κρατιέσαι καλά;» είπα στον Jesse James.
«Μην ανησυχείς για μένα. Με το που θα μπούμε θα πηδήξω κάτω και θα κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα»
«Θα πιείς μπύρες μέχρι να λιποθυμήσεις δηλαδή;»
«Είναι πολλά πράγματα που δεν ξέρεις για μένα και θα είναι καλύτερα να μην χρειαστεί να τα μάθεις κιόλας».
«Με το τρία ξεκινάμε. Ένα… Δυο…»
«Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Πως θα ανάψω τις μολότοφ;» ρώτησε ο νεαρός συνάδελφός.
«Τσάκω το φλόγιστρο, αλλά θα μου το επιστρέψεις» είπε ο Jesse James και του πέταξε έναν Zippo που είχε σκαλισμένη τη φάτσα ενός ινδιάνου.
«Λοιπόν» ξαναείπα… «Με το τρία ξεκινάμε. Και φωνάξτε όσο πιο δυνατά μπορείτε για να τα αποπροσανατολίσουμε. Ένα, δύο, τρία»
Τώρα που το ξανασκέφτομαι η είσοδος μας ήταν πραγματικά εντυπωσιακή με τον νεαρό συνάδελφο να πετάει με άψογο συγχρονισμό τις μολότοφ, τον Jesse James να τρέχει σαν μανιασμένος κραδαίνοντας τα παλούκια του και εμένα να φωνάζω σαν μανιακός. Το πρόβλημα ήταν ότι στα λίγα δευτερόλεπτα που κράτησε η αρχική μας επίθεση κανένα Βαμπίρ δεν ήταν στην κεντρική αίθουσα. Το καταλάβαμε όταν ηρεμήσαμε λίγο από την ένταση της μάχης ….που δεν είχαμε δώσει.
Γύρισα προς τον νεαρό συνάδελφο που προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά που είχε αρπάξει το παντελόνι του. Ο πυκνός καπνός είχε κάνει το έργο μας ακόμα πιο δύσκολο, με το ζόρι αναπνέαμε.
Μια διαπεραστική μπάσα φωνή έσκισε τον αέρα και μας έκανε να ανατριχιάσουμε. «Καλώς ήλθατε» είπε η φιγούρα που στεκόταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ήταν άντρας και ήταν πανύψηλος… «Σας περιμέναμε εδώ και ώρα. Ποιος θα μιλήσει μαζί μου;»
«Πες μας πρώτα εσύ ποιος είσαι και τι δουλειά έχεις στο κτίριο μας. Είναι δικό μας» είπα προσπαθώντας να κρύψω την τρομάρα μου. Και μόνο μια ματιά του αρκούσε για να σου παγώσει το αίμα.
«Μιλάω εκ μέρους της Βασίλισσας Σιμόνα. Και σας ζητάω να έρθετε μαζί μας»
«Που θα πάτε;» είπε ο νεαρός συνάδελφος.
«Πάψε, μην ανοίγεις το στόμα σου. Άσε να μιλήσω εγώ». Ο Jesse James ήταν άφαντος.
«Πες στη Βασίλισσα σου ότι δεν ερχόμαστε πουθενά και απαιτούμε να φύγετε αμέσως»
«Δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να γίνει. Διαλέξατε τον δύσκολο δρόμο. Τον δρόμο του θανάτου σας και από εδώ και πέρα…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του αφού o Jesse James που ήταν κρυμμένος από πίσω του πήδηξε πάνω του και του κάρφωσε το ένα παλούκι στην καρδία. Οι κραυγές του πρέπει να ακούστηκαν πολλά χιλιόμετρα μακριά ενώ ο Jesse James εξακολουθούσε να τον καρφώνει. Η πόρτα που βρισκόταν από πίσω τους άνοιξε και τα Βαμπιρ ξεχύθηκαν στην αίθουσα. Ο Jesse James σηκώθηκε και με το άλλο χέρι κάρφωσε το πρώτο βαμπίρ που βγήκε.
«Σου έχουν μείνει μολότοφ;» είπα στον νεαρό συνάδελφο. «Δυο». «Πέτα τη μία τώρα και την άλλη όταν σου πω».
«Jesseeeeee. ΣΚΥΨΕ!!!»
Ο νεαρός συνάδελφος πέταξε τη μόλοτοφ προς τα Βαμπίρ που ερχόντουσαν κατά πάνω μας ενώ ο Jesse James που ήταν πιο μικρός και ευέλικτος τους ξέφυγε με σχετική ευκολία. Τουλάχιστον πέντε από αυτά πήραν φωτιά και έγιναν στάχτη μέσα σε δευτερόλεπτα.
Αν οι υπολογισμοί μας ήταν καλοί πρέπει να είχαν μείνει τουλάχιστον δέκα ακόμα. Μερικά από αυτά Βγήκαν από την πόρτα και είδαν τους όμοιους τους να μετατρέπονται σε στάχτη. Η λύσσα τους μετατράπηκε οργή.
«ΤΩΡΑ! ΠΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΤΩΡΑ». Ο νεαρός συνάδελφος πέταξε και την δεύτερη μόλοτοφ. Δύο Βαμπίρ κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το μέρος μας. Ο νεαρός συνάδελφος άρχισε να τρέχει πανικόβλητός φωνάζοντας βοήθεια. Κατάφερα να παλουκώσω το ένα Βαμπίρ ενώ το άλλο είχε πάρει στο κυνήγι τον νεαρό που έκανε κύκλους τρέχοντας στην αίθουσα. Από ένα σωλήνα του air condition που βρισκόταν στο ταβάνι ο Jesse James πήδηξε πάνω στο βαμπιρ που κυνηγούσε τον νεαρό συνάδελφο και το παλούκωσε.
Φαινόταν πια ότι βρισκόμασταν πολύ κοντά στη νίκη όταν στην πόρτα εμφανίστηκε η Βασίλισσα με τα τρία Βαμπίρ που είχαν απομείνει ζωντανά. «Σιμόνα». Έτσι μας την είχε ονομάσει ο πρώτος που συναντήσαμε.
«Είστε γενναίοι πρέπει να το ομολογήσω» είπε με μια σαγηνευτική και αισθησιακή φωνή. Και από παρουσιαστικό όμως δεν πήγαινε πίσω. Αν δεν ήταν Βαμπίρ θα δεχόμουν ευχαρίστως να κάτσω κάτω από τα τακούνια στις δερμάτινες μπότες της.
«Σιμόνα, ώρα να την κάνεις. Και τι όνομα είναι αυτό; Ξέρω μια στριπτιτζού που την λένε έτσι» είπε ο Jesse James.
Με μια κίνηση του χεριού της η Σιμόνα πέταξε τα παλούκια από τα χέρια μας. Ο νεαρός συνάδελφος είχε χωθεί σε μια γωνία και κλαψούριζε. «Αν αυτό θέλετε να είναι το τέλος σας …δεν μπορώ να σας χαλάσω χατίρι» είπε η Σιμόνα με την αισθησιακή φωνή της.
«Μου φαίνετε γλυκιά μου ότι χρειάζεσαι και εσύ ένα παλούκωμα..αν καταλαβαίνεις τι εννοώ..» είπε ο Jesse James.
«Σιωπή. Ασεβή. Πως τολμάς να μιλάς έτσι στη Βασίλισσα Σιμόνα» είπε μια από τους φρουρούς της που δεν πήγαινε πίσω σε εμφάνιση.
«Αν θες μωρό μου μπορείς να συμμετάσχεις και εσύ στο παλούκωμα» είπε ο Jesse James.
«Σταμάτα μωρέ. Τι σε έχει πιάσει μην τα αγριέυεις» του είπα.
Λίγα πράγματα είναι ξεκάθαρα στο μυαλό μου από αυτά που ακολούθησαν αφού η θλίψη της απώλειας έχει αφαιρέσει πολλές εικόνες από το μυαλό μου.
Τα τρία βαμπίρ όρμησαν καταπάνω μας, ενώ η Σιμόνα ερχόταν με αργό βήμα από πίσω τους. Θυμάμαι τον Jesse James να τρέχει σαν παλαβός. Θυμάμαι τα δυο Βαμπίρ να πέφτουν πάνω μου φανερώνοντας τα σουβλερά τους δόντια…. Και μετά θυμάμαι μια λάμψη… Ο νεαρός συνάδελφος είχε βγάλει μέσα από το πουκάμισο του έναν τεράστιο σταυρό. Στην όψη του τα Βαμπίρ τρελάθηκαν.. το ένα μετά το άλλο άρχισαν να μετατρέπονται σε στάχτη…
«Ούτε ράπερ στην δυτική ακτή δεν έχει τόσο μεγάλο σταυρό» σκέφτηκα και παρατήρησα ότι η Σιμόνα έμενε ανεπηρέαστη από το σταυρό.
«Από εμένα δεν γλυτώνετε» είπε και κινήθηκε προς το μέρος μας. Έπιασε έμενα και τον νεαρό συνάδελφο από το λαιμό και μας σήκωσε ψηλά. Το σημάδι της στο λαιμό μου μένει ακόμα και σήμερα για να αποδείξει την εξωπραγματική της δύναμη. Ήμουν σίγουρος ότι κάπου εκεί είχε φτάσει το τέλος όταν…
«Κάτι ξέχασες γλύκα» φώναξε ο Jesse James που εμφανίστηκε από πίσω της. «Ποτέ μην υποτιμάς έναν λούτρινο σκύλο» είπε και φανέρωσε ένα από τα ξύλινα παλούκια. Η Σιμόνα δεν πρόλαβε να αντιδράσει αφού όταν μας πέταξε κάτω… ο Jesse James την κάρφωσε στο στήθος με μανία. Έπεσε κάτω αδύναμη. Ξεψυχούσε.
«Την παλούκωσα την καριόλα» είπε ο Jesse James που είχε γυρίσει προς το μέρος μας και χοροπηδούσε… Η Σιμόνα φαινόταν τώρα σαν φάντασμα που χάνεται …αλλά κάτι προσπαθούσε να πει. Ο Jesse James συνέχιζε να χοροπηδάει μπροστά μας με το πιο χαρούμενο βλέμμα του κόσμου ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.
«Αφού χάνομαι εγώ…. θα χαθείς κι εσύ» ψιθύρισε η Σιμόνα…
«Jesseeeeeeeee» φώναξα την ώρα που άπλωνε το χέρι της και τον άρπαζε… Χάθηκαν και οι δυο μαζί σαν να μην υπήρξαν ποτέ…
«Jesseee» φώναζα ξανά και ξανά μέχρι που η φωνή μου έκλεισε… Ο νεαρός συνάδελφος έκλαιγε με λυγμούς σε μια γωνία…
Μια ώρα μετά
«Σε μισή ώρα θα είναι εκεί οι δικοί μου για να καθαρίσουν. Κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα το πρωί» είπε η Ειρήνη από το τηλέφωνο. Την ειδοποίησα αμέσως μόλις συνήλθα. Δεν της είπα τι συνέβη στον Jesse James, δεν είχα το κουράγιο.
«Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς…» είπα στον νεαρό συνάδελφο. «Ή μάλλον γιατί δεν πας στον Βέρτη, 4 είναι ακόμα προλαβαίνεις»
«Δεν νομίζω να ξαναπάω στα μπουζούκια για αρκετό καιρό» μου απάντησε.
«Να που βγήκε και κάτι καλό από όλη αυτή την ιστορία» του είπα και ξεκίνησα για να κατέβω στο γραφείο μου στο υπόγειο.
«Θα είσαι καλά εσύ;» με ρώτησε.
«Όλα κάποτε τελειώνουν. Το έχω μάθει με τον πιο σκληρό τρόπο πλέον» του απάντησα και κατέβηκα τις σκάλες.
Μπήκα στο γραφείο μου στο υπόγειο. Τίποτα δεν έμοιαζε το ίδιο. Έβαλα σε ένα ποτήρι ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα και έκατσα στην πολυθρόνα μου.
«Θα μου λείψεις παλιόφιλε…» είπα και κοίταξα στο ράφι που καθόταν συνήθως ο Jesse James. Τώρα ήταν άδειο. Ήπια μια γουλιά από το ουίσκι μου…
ΤΕΛΟΣ
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube