Οταν ο Αλεξ Φέργκιουσον σου κάνει πρόταση να συνεργαστείς μαζί του ως βοηθός του ενώ είσαι μόλις ένα χρόνο προπονητής και εσύ απορρίπτεις την πρόταση, δεν βελτιώνεις καθόλου αυτό που ονομάζεται «προοπτικές καριέρας». Αυτό μπορεί να ισχύει για πολλούς, αλλά όχι για τον προπονητή των πρωταθλητών Γαλλίας.
Ο Λοράν Μπλαν, που στη μεγάλη καριέρα του φόρεσε στα 35 του τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τη δεύτερη κιόλας χρονιά του στον πάγκο της Μπορντό την οδήγησε στον τίτλο. Πέρυσι στην πρώτη χρονιά του στον πάγκο της γαλλικής ομάδας την οδήγησε στη δεύτερη θέση. Και αρνήθηκε την πρόταση του Φέργκιουσον να αναλάβει βοηθός του στη θέση του αποχωρήσαντος Κάρλος Κεϊρός. Ξεροκέφαλος; Πεισματάρης; Φαντασμένος; Ανθρωπος με τρομερή αυτοπεποίθηση;
'Η μήπως ένας πολύ προσγειωμένος άνθρωπος που ξέρει τι θέλει, τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει; Μάλλον αυτό είναι ο Λοράν Μπλαν. Ενας από τους καλύτερους και πιο δημοφιλείς ποδοσφαιριστές της γενιάς του, στον οποίο οι συμπαίκτες του είχαν δώσει το προσωνύμιο «πρόεδρος». Μπορεί η παγκόσμια πρωταθλήτρια του 1998 να είχε στη βιτρίνα της τον Ζινεντίν Ζιντάν, αλλά ο Μπλαν ήταν η άγκυρά της.
Η παρουσία του στο «Ολντ Τράφορντ», αγωνιστικά, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αξιόλογη, αλλά η επιρροή του εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου, στα αποδυτήρια, ήταν πολύ μεγάλη. Ο Φέργκιουσον, που είχε προσπαθήσει να τον φέρει στη Γιουνάιτεντ άλλες τρεις φορές πριν από το 2001, οπότε και εντάχθηκε ως ελεύθερος στους «κόκκινους διαβόλους», συζητούσε μαζί του αρκετές φορές θέματα τακτικής και εκτιμούσε τη βοήθεια που έδινε στους νέους ποδοσφαιριστές, όπως έκανε με τον Φέρντιναντ.
Η κατάκτηση του γαλλικού πρωταθλήματος έκανε τον Μπλαν τον πιο πετυχημένο «μαθητή» του Φέργκιουσον. Μπορεί τόσο ο Μακλίς όσο και ο Στράχαν να κέρδισαν πρωτάθλημα στη Σκωτία -πράγμα που δεν κατάφεραν άλλοι «μαθητές» του «Φέργκι», όπως ο Χιουζ, ο Κιν ή ο Στιβ Μπρους-, αλλά το γαλλικό πρωτάθλημα έχει άλλο βάρος. Και να σκεφτεί κάποιος ότι τέσσερα χρόνια αφότου είχε κρεμάσει τα παπούτσια του ο Μπλαν δεν είχε βρει ομάδα ούτε στις μικρότερες κατηγορίες, μέχρι που το 2007, ξαφνικά, ήρθε η πρόταση της Μπορντό. Ο Μπλαν, που ήξερε τι ήθελε, είχε πίστη στον εαυτό του και όρεξη για δουλειά, έπιασε την ευκαιρία από τα μαλλιά.
Οπως είχε πει σε μία παλιότερη συνέντευξή του «θέλω, φυσικά, η ομάδα μου να κερδίζει, αλλά με ενδιαφέρει να παίζει και ωραίο ποδόσφαιρο. Είναι θέμα νοοτροπίας που όταν την υπηρετείς πιστά και για καιρό μπορεί να γίνει παράδοση, όπως συμβαίνει στην Μπαρτσελόνα και τη Γιουνάιτεντ». Ο προκάτοχός του στον πάγκο της Μπορντό ήταν ο Βραζιλιάνος Ρικάρντο που είχε υιοθετήσει μία καθαρά αμυντική προσέγγιση και η ομάδα δεν πήγαινε άσχημα, αλλά δεν ξεχώριζε κιόλας. Ηταν πολύ βαρετή και προβλέψιμη.
Ο Μπλαν έχει υιοθετήσει την αγγλοσαξονική προπονητική παράδοση. Ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στον τύπο του manager που έχει τον αποκλειστικό έλεγχο στην τακτική και τις μεταγραφές και αφήνει σε κάποιον άλλο την ευθύνη της εκγύμνασης. Εχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον βοηθό του, Ζαν Λουίς Γκασέ, που 24 χρόνια πριν ήταν ο προπονητής του Μπλαν στην Μονπελιέ.
Ο λόγος που η Μπορντό κατέκτησε το πρωτάθλημα δεν είναι τόσο ότι είχαν αποδυναμωθεί οι βασικοί ανταγωνιστές της, αλλά ότι ήταν η πιο πεινασμένη ομάδα για διάκριση. Μία «πείνα» που ο Μπλαν μετέδωσε στην ομάδα. Ενδεικτικό αυτής της «πείνας» ίσως είναι το γεγονός ότι η Μπορντό ήταν η μόνη ομάδα του Σαμπιονά που τερμάτισε αήττητη στο γήπεδό της και μετά την ήττα της 3-0 από την Τουλούζ τον Μάρτιο κέρδισε τα επόμενα 9 παιχνίδια της με ένα στυλ παρόμοιο με αυτό της Γιουνάιτεντ.
Κέρδισε παιχνίδια στα οποία ήταν πίσω στο σκορ, αλλά τα πάλευε μέχρι το τελευταίο λεπτό. Σχεδόν όλες οι επιλογές ποδοσφαιριστών που έκανε ο Μπλαν του βγήκαν, αλλά το μεγάλο κόλπο του ήταν ο Γκουρκίφ, και η Μίλαν που τον άφησε να επιστρέψει στην Μπορντό το μετάνιωσε ήδη. Δεν γνωρίζω πόσες δυναστείες έφτιαξε ο Τεν Κάτε, αλλά ο Μπλαν ήδη χτίζει μία εκεί στην κοιλάδα των κρασιών στη νοτιοδυτική Γαλλία.
Η Αμερική γίνεται Ευρώπη (... και το αντίθετο)
Πολλές φορές η ιστορία κινείται ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις ή τις επιδιώξεις μας. Τα γεγονότα αρκετές φορές μας υπογραμμίζουν με έμφαση τα στοιχεία μιας πραγματικότητας που δεν θέλαμε να δεχθούμε. Η παγκόσμια οικονομική κρίση ανάγκασε την Αμερική να αναρωτηθεί για πάρα πολλά από εκείνα που ο νεοφιλελευθερισμός είχε στείλει στο «πυρ το εξώτερον».
Σε μία χώρα στην οποία 45 εκατομμύρια άνθρωποι είναι ανασφάλιστοι (και 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι στη Νέα Υόρκη καθημερινά τρέφονται στα συσσίτια), ενώ αρκετά ακόμα εκατομμύρια, παρ' όλο που καταβάλλουν υψηλές εισφορές, έχουν ανεπαρκή ασφάλιση, πολλοί άρχισαν να θέτουν το ερώτημα «γιατί εμείς να μην έχουμε κοινωνική ασφάλιση, όπως οι Ευρωπαίοι;».
Είναι μια πραγματικότητα. Το σύστημα ιδιωτικής νοσοκομειακής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που υπάρχει στις ΗΠΑ είναι το πιο ακριβό, σπάταλο, περίπλοκο και γραφειοκρατικό στον κόσμο. Το ομολογούν και οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Σχεδόν 60 εκατομμύρια Αμερικανοί, πολλοί από αυτούς ασφαλισμένοι, δεν έχουν πρόσβαση σε κάποιο ιατρικό κέντρο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι τους και περίπου 18 χιλιάδες άτομα πεθαίνουν κάθε χρόνο από αρρώστιες που θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν.
Βέβαια, ένα τέτοιο σύστημα απαιτεί δημόσιες επενδύσεις, αλλά τα χρήματα του προϋπολογισμού πηγαίνουν στη σωτηρία των τραπεζών. Ο Ομπάμα, καταλαβαίνοντας τη σπουδαιότητα του θέματος, το έβαλε ψηλά στην προεκλογική ατζέντα του, αλλά τώρα που άρχισε να κάνει τις πρώτες κινήσεις για την αναμόρφωσή του συναντά ισχυρές αντιδράσεις. Κυρίως από τις ασφαλιστικές εταιρείες, που τόσα χρόνια εκείνο που τις ενδιέφερε δεν ήταν η παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υγείας, αλλά το κέρδος.
Από το 2003 μέχρι το 2007 τα συνολικά κέρδη των μεγαλύτερων αμερικανικών ασφαλιστικών εταιρειών του κλάδου υγείας αυξήθηκαν κατά 170%. Δεν έχουν σκοπό να αφήσουν το δημόσιο να τους πάρει κομμάτια αυτής της πίτας και η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη. Την ίδια ώρα η Ευρώπη ετοιμάζεται να παραδώσει την κοινωνική ασφάλιση στα χέρια των ιδιωτών, με τις ευλογίες της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, την ώρα που οι Ευρωπαίοι πολίτες μένουν απαθείς. Ακόμα...
Χρυσάφι που χάνεται
Υπάρχουν αθλήματα που «πηγαίνουν» σε ένα λαό; Δυστυχώς θα πληγώσω κάποιους που πιστεύουν το αντίθετο. Κάποιους που πιστεύουν στην «ελληνική αθλητική παράδοση του DNA» που δοξάστηκε μαζί με τα τελευταία επιτεύγματα της αθλητικής φαρμακολογίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Εκείνο που υπάρχει είναι κράτη που καλλιεργούν σε βάθος ένα άθλημα, που δημιουργούν αθλητικές εγκαταστάσεις, που έχουν ανθρώπους οι οποίοι αγαπούν το άθλημα και ασχολούνται με αυτό, που έχουν πρόγραμμα, στόχους, ασχολούνται με τις υποδομές, δημιουργούν αθλητικές παραστάσεις, κάνουν επιτυχίες, δίνουν κίνητρα.
Τα περισσότερα από αυτά συμβαίνουν στο ελληνικό μπάσκετ. Και γι' αυτό υπάρχουν συνεχώς επιτυχίες σε πανευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Εκείνο που δεν συμβαίνει στο ελληνικό μπάσκετ είναι άλλο. Οι ομάδες δεν εμπιστεύονται τα νέα παιδιά. Και δεν εννοώ τους δύο μεγάλους, που επενδύουν υπερβολικά ποσά σε ξένους παίκτες για να τα βγάλουν πέρα με τον ανταγωνισμό, αλλά μιλώ για τους μικρότερους. Επιτέλους, τι είδους αρρώστια είναι αυτή;