ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ
Ακουγα στο ραδιόφωνο μια καλή συζήτηση για τις αγκυλώσεις και την υποκρισία που έχουν στερήσει από τον κόσμο του ποδοσφαίρου μας μια σειρά από ανθρώπινες στιγμές. Οτι είναι περίπου έγκλημα να διασκεδάζουν στην ίδια παρέα ο Γκαλέτι με τον Μπλάνκο. Δύο άνθρωποι νέοι και ενδιαφέροντες, προικισμένοι αθλητές, τι πιο απλό και φυσιολογικό να τα λένε πού και πού, να συζητούν για τη χώρα που τους φιλοξενεί, για τις χαρές της δικής τους πατρίδας, τις οποίες στερούνται λόγω της εργασίας στην ξενιτιά, για τα ωραία αλλά και τις δυσκολίες και τα απρόοπτα της Αθήνας.
Δηλαδή, τι λέτε ότι κάνουν ας πούμε οι ευρωβουλευτές μας, όλων των κομμάτων, στο Στρασβούργο; Οταν τελειώνει η δουλειά στα ημικύκλια και στις επιτροπές, τα λένε το βράδυ σε μεγάλες παρέες, στην Πλαζ Κλεμπέρ και στη Γκούτενμπεργκ, με Ελληνες κοινοτικούς υπαλλήλους και δημοσιογράφους. Τι πιο φυσικό να συναναστρέφεται κάποιος τα πατριωτάκια του στην ξενιτιά;
Διότι στην Ελλάδα ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ούτε για κοινωνικούς λόγους, εκτός Βουλής, να έχουν πολλά πολλά οι νεοδημοκράτες με τους Πασόκους. Αφήστε το τι ισχύει για Συνασπισμένους και Κουκουέδες.
Τα ίδια και χειρότερα στην μπάλα. Λες και θα πείραζε να κάνουν παρέα σε μια ξένη χώρα όπου εργάζονται ο έμπειρος και μεγαλύτερος Ζιλμπέρτο Σίλβα με τον πολλά υποσχόμενο επίσης Βραζιλιάνο Ντουντού. Οπου, όμως, κι αν τους δουν δημοσίως, από το «Μολ» μέχρι μια συναυλία του Χατζηγιάννη και μέχρι ένα μπαράκι στη Γλυφάδα, θ' αρχίσουν η μουρμούρα και οι θεωρίες συνωμοσίας.
Οταν σ' αυτή τη χώρα, όμως, η «σύμβαση» σε θέλει «εχθρό» με τον αντίπαλο, δεν μπορείς παρά να την τηρείς σαν όρο πανάκριβου συμβολαίου. Ετσι είναι αυτά τα πράγματα εδώ και χρόνια. Δεν μπορούσαν να πίνουν καφέ και να συζητάνε ο Νικοπολίδης με τον επιστήθιο φίλο του Δημήτρη Παπαδόποπουλο, όπως δεν μπορεί η νύφη να φοράει μαύρα, η νοικοκυρά να βάφει αυγά τα Χριστούγεννα και να φτιάχνει μελομακάρονα το Πάσχα.
Κι ύστερα αναρωτιόμαστε πώς γιγαντώνονται τα στερεότυπα της άρνησης και του μίσους και πώς θεριεύει η θεωρία πως για… όλα φταίνε οι άλλοι και ποτέ εμείς.
Σε όλη τη γηραιά ήπειρο, σε περιοχές με μεγάλη ανεργία, φτώχεια και αποβιομηχανοποίηση –κυρίως αν παλιά στα ίδια μέρη υπήρχε ανθούσα οικονομία, γιατί ήρθε μετά η παγκοσμιοποίηση για να τους αλλάξει τα φώτα– ανθεί η ξενοφοβία.
Εκεί, τα δύο... περίοπτα και παραθαλάσσια «οικόπεδα», για ένα λαϊκιστή ηγέτη που θέλει να... τοκίσει στη δυστυχία, είναι ο εθνικισμός και η θρησκοληψία. Οπως και στην μπάλα, για όλα φταίνε οι ξένοι και οι αλλόθρησκοι.
Η σκέψη είναι απλή όσο κι αν «πυροβολεί» την κοινή λογική: «Μπορεί να μην έχω να φάω, ούτε να σπουδάσω ούτε ν' αγοράσω ένα ρούχο της προκοπής, αλλά και συ δεν έχεις τον Μαραντόνα στην ομάδα σου».
Ισχύει και το αντίστροφο, που λέγαμε στα μαθηματικά: και γιατί να μοχθήσω, να μπλεχτώ με τις δυσκολίες, τους συμβιβασμούς και τις ταπεινώσεις της ζωής όταν είμαι ένας πρωταθλητής, την ώρα που ο βιοτέχνης δίπλα μας είναι… Πανιώνιος και βλέπει την πλάτη μου;
Μίλησα με τέτοιους ανθρώπους ψηλά στους λόφους της Νάπολης πηγαίνοντας για την Πομπηία, στα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν εκεί μεσουρανούσε το άστρο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Νωπή ήταν ακόμα σε μας η μεταπολίτευση και τα «τσιτάτα» της, είπα κι εγώ να «ανοίξω» τα μάτια αυτών των παιδιών που μας την έπεσαν στο βενζινάδικο: «Κάντε κάτι, μην ξεγελιέστε με το ποδόσφαιρο, σας την έφερε το κατεστημένο, χρειάζονται ταξικοί αγώνες».
«Επιασε σούρουπο και όχι μόνο δεν τους είχαμε πείσει, αλλά βλέπαμε και να σκοτεινιάζει όχι μόνο ο ουρανός, αλλά και το βλέμμα τους. Ο πιο πρακτικός της παρέας μας, ο Δεξιός, που χασμουριόταν κάθε φορά που άνοιγε κουβέντα για το «μέλλον της Ανανεωτικής Αριστεράς», το 'πιασε πρώτος το υπονοούμενο:
«Μάγκες, φράγκα θα θέλουν και τσιγάρα και όχι συζήτηση για την μπάλα».
Αφήσαμε, έτσι απλά και φιλικά, μια κούτα Μάρλμπορο και λίγες λιρέτες με άνετο και ταπεινό ύφος για να μην τους προσβάλουμε, ακούσαμε τα «γκράτσιε» μας, κάναμε κυριλάτη χειραψία και την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια.
Φεύγοντας, μάλιστα, για να μη μείνουμε παραπονεμένοι, ένας από τους νεαρούς Ναπολιτάνους φίλαθλους θυμήθηκε ότι ο Αναστόπουλος πέρασε από την Αβελίνο:
«Εϊ, γκρέκο αμίκο, ρικόρντα Αναστόπουλος; Ερα μπουόνο τζιοκατόρε… Ε, βέρο».
Ξεφύγαμε, όμως. Και είναι πολλά τα κουσούρια του σύγχρονου ελληνικού ποδοσφαίρου όσο κι αν έχουν γίνει καλύτερα τα γήπεδα. Οσο κι αν έχει επιβληθεί ο «επιστημονικός» επαγγελματισμός.
Δεν καταλαβαίνω, για παράδειγμα, γιατί θα πρέπει να μη συναντώνται ο Μάντζιος και ο Κλέιτον με τους υπόλοιπους συμπαίκτες τους, παρά να προπονούνται χώρια άλλες ώρες και σε άλλα μέρη σαν καταδιωγμένοι μέχρι να βρουν ομάδα. Ή γιατί είναι θέμα σεκιουριτάδων το αν θα συζητήσει με τον Παναθηναϊκό ο Νέρι.
Μου λείπουν τα ντέρμπι της πολυχρωμίας με Παναθηναϊκούς στο Καραϊσκάκη και με Ολυμπιακούς στο ΟΑΚΑ.
Πάνω απ' όλα, όμως, μου λείπει ένα φιλικό ματς Αρης – ΠΑΟΚ, ΑΕΚ – Ολυμπιακός, σαν εκείνα τα παλιά –χμ, εντάξει, τα… πολύ παλιά-, τα οποία ομόρφαιναν το τέλος του καλοκαιριού μας.
Διότι γίνονταν και τέτοια ματς πριν αρχίσει το πρωτάθλημα και κανένας δεν φοβόταν μην τυχόν ο αντίπαλος προπονητής και το επιτελείο του μάθουν τα… μυστικά των δικών μας παικταράδων. Λες και υπάρχει ντέρμπι που να κρίθηκε από προβλέψιμες φάσεις και κατασκοπεία και όχι από τη θεά Τύχη ή τη μαγική στιγμή και την έκπληξη, που πάντα θα κρέμεται από μια κλωστή.