Διάβαζα τα παρατσούκλια των παικτών του ΠΑΟΚ. Και μπορώ να δηλώσω ότι δεν εντυπωσιάστηκα από τη φαντασία των νονών. Το να φωνάζεις τον Φωτάκη «Foti» και τον Αμπουμπακάρι «Αμπού» είναι το συνηθέστερο φαινόμενο των γηπέδων, όπου οποιοδήποτε τρισύλλαβο όνομα δεν βολεύει στη διάρκεια του παιχνιδιού. Οπως πολύ σωστά είπαν: «Μέχρι να τον φωνάξεις με όλο του το όνομα, πάει, την έχασε την μπάλα». Αυτό όμως που χωρίς να το θέλουν βγάζει γέλιο είναι ότι τα ισπανικά στον ΠΑΟΚ -όπως και στις περισσότερες ελληνικές ομάδες της Σουλί- έχουν γίνει η επίσημη γλώσσα.

Σε σημείο να φωνάζουν τον Σνάουτσερ «Πολάνο» και να αναρωτιέσαι αν αυτό σημαίνει σε κάποια νοτιοαμερικανική γλώσσα «Πολωνός» στη λογική του αγγλικού Polack ή αν έχει σχέση με κάτι πιπεριές που χρησιμοποιούν για μαγείρεμα. Τέλος πάντων, ο Τζόρτζεβιτς πάντα θα γίνεται «Τζόλε», ο Γεωργέας «Φούλης» και μόνο στον γραπτό λόγο θα υπάρχουν παίκτες που υποτίθεται ονομάζονται «Κολοσσός» ή «Τρομοκράτης». Μπορεί ένας παίκτης να μισεί το όνομα που προκύπτει από το κόψιμο του κανονικού του, όπως ο Κυργιάκος σιχαίνεται το Sotis -που και σε μένα θυμίζει τη Σώτη Τριανταφύλλου- αλλά οι συμπαίκτες του χρειάζονται πάντα κάτι δισύλλαβο. Και το Kyrgis δεν είναι πολύ καλύτερο από το Sotis.

Αντίθετα, οι δημοσιογράφοι και ο κόσμος δεν χρειάζεται να φωνάζουν στον παίκτη «έρχεται» και τα τρισύλλαβα και τετρασύλλαβα παρατσούκλια φοριούνται μια χαρά. Εξ απ’ ανέκαθεν και πολλές φορές, από το παρατσούκλι μπορείς να καταλάβεις την εποχή που έπαιξε ο παίκτης. Χρειάστηκε να το σκεφτώ τη στιγμή που γράφω το κείμενο ότι το παρατσούκλι του Ανδρέα Μουράτη (Μισούρι) δεν ήταν μια κουφή επιλογή ενός τυχαίου αμερικανικού πλοίου του πολεμικού ναυτικού, αλλά βασιζόταν στην επικαιρότητα, αφού την εποχή που άρχιζε την μπάλα υπογραφόταν η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας επάνω στο θωρηκτό «Μισούρι».

Επίσης, αμφιβάλλω αν οι ελάχιστοι που θυμούνται το παρατσούκλι του Τζουνάκου του Παναθηναϊκού, που ήταν «Κασέλας», αν το έλεγαν σήμερα ο ακροατής θα καταλάβαινε το γιατί. «Κασέλα» συνήθιζαν να φωνάζουν τον άνθρωπο με το μεγάλο κεφάλι, αλλά έχω να το ακούσω τέσσερις δεκαετίες. Αντίθετα, μια χαρά καταλαβαίνει κάποιος σήμερα το παρατσούκλι του Νεμπίδη που ήταν «Καουμπόης». Μόνο που για να το πεις σωστά πρέπει να φας το «ου», αφού εκείνη την εποχή -στον Πειραιά τουλάχιστον- τους λέγανε «καμπόηδες».

Το πιο obscure παρατσούκλι όμως που θυμάμαι είναι ενός ξεχασμένου σέντερ μπακ του Εθνικού που για ένα-δυο χρόνια έπαιξε στην ΑΕΚ. Του Κλικόπουλου, που οι θαυμαστές του για να τον κολακεύσουν του είχαν δώσει το ψευδώνυμο «Καμπανάλ» από έναν ισπανό σέντερ μπακ της εποχής. Αναρωτιέμαι σήμερα αν είναι περισσότεροι αυτοί που θυμούνται τον Κλικόπουλο ή τον Καμπανάλ.


Με τη μεταγραφή του Φερνάντες από την Μπεϊτάρ στον Αρη δημοσιεύτηκε και ο λόγος που την προκάλεσε. Η ισραηλινή ομάδα έχει μπατιρίσει, με τη «SportDay» να δημοσιεύει ότι ο υπεύθυνος της σελίδας της Μπεϊτάρ στο Internet έχει να κάνει ενημέρωση τέσσερις μήνες επειδή είναι απλήρωτος ένα χρόνο. Η Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ, λοιπόν, αναγκάζεται να εκποιήσει ό,τι έχει στην κατοχή της, περιλαμβανομένου και του Φερνάντες στον Αρη, που τον δανείζει με 55 χιλιάδες ευρώ. Too bad, αλλά έτσι είναι ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα στις show biz. Αμα δεν σου κάτσει, πας καλιά σου…

Στην αμέσως επόμενη σελίδα της «SportDay», σταυροπόδι σαν τη Μαρίκα Νίνου στου Τζίμη του Χοντρού, πρώτη μούρη στο Καβούρι, ο illustrious υφυπουργός Αθλητισμού, Γιάννης Ιωαννίδης, παρακολουθεί την «παναπολλωνιστική συγκέντρωση» που οργάνωσε η Καλαμαριά για τη σωτηρία του συμπαθούς σωματείου. Παρών φυσικά και ο μακεδονομάχος Παναγιώτης Ψωμιάδης, που ελπίζω πριν να έγινε τσεκ στην αίθουσα μπας και είχαν εισχωρήσει Αλβανοί και τον μαγάριζαν, όπως και ο δήμαρχος Καλαμαριάς, Χριστόδουλος Οικονομίδης, που ήταν και ο μόνος που είχε λόγο να παρευρίσκεται, αφού χωρίς Καλαμαριά το γήπεδο είναι άχρηστο.

Ακολούθησε ομιλία των νυν ιδιοκτητών της ομάδας, αδελφών Σολομωνίδη, που είπαν ότι δεν πήραν τις μετοχές για να διοικήσουν, αλλά για να βοηθήσουν τον κόσμο να βάλει χρήματα στην ομάδα –υποθέτω χωρίς τους αδελφούς δεν θα έβαζε– λέγοντας ότι τώρα δεν υπάρχουν δικαιολογίες και μετά μπαίνοντας στο ψητό. «Η ομάδα χρειάζεται 500 χιλιάρικα για να παίξει στο πρωτάθλημα και έχει τρία εκατομμύρια χρέη».

Ζητώντας από τον κόσμο να στρατευτεί στο πλευρό τους, αλλά επειδή τι εμπιστοσύνη να έχεις στους φαντάρους, παίρνοντας επίσης «διαβεβαιώσεις» από τους πολιτειακούς παράγοντες πως μέσα «στις επόμενες μέρες θα γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να βοηθηθεί η ομάδα». Επειδή η πρακτική σε αυτά τα ρεπορτάζ είναι οι εκάστοτε «Σολομωνίδηδες» να δηλώνουν μετά τις συγκεντρώσεις ότι πήραν διαβεβαιώσεις, οι εκάστοτε «Ψωμιάδηδες» και «Ιωαννίδηδες» να μη λένε τίποτα επειδή πολύ τους βολεύει να φαίνεται ότι θα βάλουν τα μέσα για να βρεθούν λεφτά και σχεδόν πάντα αυτές οι ιστορίες να καταλήγουν σε παρεξηγήσεις, μία ερώτηση.

Επειδή λοιπόν είναι πολύ βολικό να λένε «δεν έχουμε την υποχρέωση να διαψεύδουμε τα δημοσιεύματα», μήπως αυτή τη φορά οι πολιτικοί παράγοντες που παρευρέθηκαν στη συγκέντρωση να κάνουν μία εξαίρεση και να πουν αν υποσχέθηκαν κάτι και, αν ναι, τι; Η ερώτηση γίνεται ως οπαδού της Μπεϊτάρ αλλά και ως πολίτη μιας χώρας που πριν από δύο μέρες δημοσιεύτηκαν στατιστικές ότι η ανεργία από το 7% πάει φουλ για διψήφια νούμερα.

Επίσης, ένα άλλο ερώτημα, αυτή τη φορά προς τους εκλεκτούς θεατράνθρωπους της χώρας, είναι «τα έργα που κάθε καλοκαίρι παίζετε στα δημοτικά θέατρα θα τολμούσατε να τα ανεβάσετε σε αθηναϊκή αίθουσα τον χειμώνα;». Βλέποντας τις αφίσες που οι δήμοι βάζουνε στις κολόνες, νομίζω ότι τα έργα διαιρούνται σε δύο κατηγορίες. Στα «Θυμάσαι, ρε, τα λόγια από τους "Πέρσες" που είχαμε δώσει εξετάσεις στη σχολή; Αν ψήσω τον δήμαρχο του Ποδονίφτη να μας δώσει τα λεφτά που θέλουμε, πάμε να το παίξουμε;».

Και στα «Χρόνια τώρα το έχω καψούρα να παίξω την Αννυ Σάλιβαν και δεν βρίσκεται άνθρωπος να βάλει τα λεφτά να το ανεβάσουμε. Ευτυχώς όμως που βρέθηκε αυτός ο άγιος άνθρωπος, ο δήμαρχος της Λακκούβας και θα μου φύγει η καψούρα». Τέλος πάντων, ας πούμε ότι είναι μια συνέχεια των παραδοσιακών μπουλουκιών, που μέχρι τη δεκαετία του ’60 γυρνάγανε στην επαρχία και παίζανε τη «Μαρία την Πενταγιώτισσα» και τα «Μυστήρια των Παρισίων», με μόνη διαφορά ότι τώρα γυρνάνε στην Αθήνα και αντί για «Πενταγιώτισσα» ξηγιούνται «Θεσμοφοριάζουσες» και Ιψεν.

Αντίθετα, το καπέλο μου στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας. Διοργανώνεται για 15ο χρόνο, δεν έχει πέσει στην παγίδα της μούχλας να φέρνει μόνο σιγουράντζες, μαζεύει κόσμο που διαφορετικά δεν θα πήγαινε και προβάλλει την πόλη ως πολιτιστικό κέντρο.

Ούτε Καραγκιόζης ούτε «Θεσμοφοριάζουσες» ούτε Δόμνα Σαμίου και μακάρι οι δήμαρχοι και το Υπουργείο Πολιτισμού να κινούνταν σε αυτή τη λογική. Καλές είναι οι παραδόσεις και οι αρχαίοι, αλλά είναι για μία στις τόσες. Τα φεστιβάλ και τα αρχαία θέατρα υπάρχουν για το σήμερα, όταν φυσικά το σήμερα δεν είναι να μεταφέρουμε τον «Διογένη» από τη Συγγρού στα μάρμαρα.

Χρειάστηκε η ίδια η διοργανώτρια εταιρεία της συναυλίας της Βίσση να κάνει πίσω πριν η Αννούλα ξηγηθεί Μάνο Λοΐζο στο Ηρώδειο. Οπότε δεν έγινε η οριστική ζημιά. Γιατί το πολυτιμότερο περιουσιακό στοιχείο ενός χώρου είναι το πρεστίζ του. Ο κάθε μεγάλος καλλιτέχνης κολακεύεται να παίξει στο θέατρο που εμφανίστηκε ο Καζάλς και ο Ροστρόποβιτς, αλλά δεν ισχύει το ίδιο επειδή τραγούδησε το «Δώδεκα» η Βίσση.

Χωρίς να έχω την πρόθεση να θεοποιήσω τον Μάνο Χατζιδάκι, ευχαριστώ τον αναγνώστη που μου σύστησε να δω τον «Kyr – Antonis» στο Youtube με τον Μάνο να τραγουδάει και τη Μελίνα να μεταφράζει στα γαλλικά. Η αυταρέσκεια πάντα βγάζει γέλιο και το βίντεο είναι ξεκαρδιστικό.


«Το θαύμα της Αννυ Σάλιβαν». Τοπ δημοτικό θεατρικό. Η ιστορία της Ελεν Κέλερ που ως παιδί έχασε την όραση, τη φωνή και την ακοή της, βγάζοντας μια σειρά από ανέκδοτα τύπου: «Πώς τιμωρείς την Ελεν Κέλερ; Της δίνεις μια μπάλα του μπάσκετ και της λες να τη διαβάσει», αλλά για καλοκαιρινό θεατρικό ρεπερτόριο σταματάει το μυαλό του ανθρώπου.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube