Mπορεί η είδηση του καλοκαιριού, τουλάχιστον μέχρι τώρα, να είναι η μεταγραφή του Κριστιάνο Ρονάλντο στη Ρεάλ αντί του ποσού των 94 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά στην Ελλάδα η κορυφαία –κατά την προσωπική μου άποψη– είδηση ήταν η αποκάλυψη της «SportDay» για το «άνοιγμα» του ταμείου του Ολυμπιακού. Η είδηση προκάλεσε αίσθηση για δύο λόγους.
Ο πρώτος αφορά τη δημοσιοποίηση των οικονομικών στοιχείων των ομάδων, μια διαδικασία την οποία αποφεύγουν σχεδόν όλες οι ομάδες, πέραν της συμβατικής τους υποχρέωσης για τη δημοσίευση του ισολογισμού τους (ενέργεια στην οποία δεν δίδεται δημοσιότητα με την ευθύνη και του αθλητικού Τύπου), και ο δεύτερος λόγος αφορά τη σχηματική και γενική αντίληψη –μάλλον «άγνοια» είναι ο πιο σωστός χαρακτηρισμός– που έχει η πλειονότητα των φιλάθλων για το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει την οικονομική λειτουργία των ομάδων.
Ο πρώτος λόγος νομίζω ότι θέτει επιτακτικά το ζήτημα της διαφάνειας και θα έπρεπε η Σούπερ Λίγκα να το κοιτάξει με λίγη περισσότερη προσοχή, μια και κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην αναβάθμιση του «προϊόντος» που ονομάζεται ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Βέβαια, από την άλλη, μπορεί να ενοχλήσει και αρκετούς στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου, οι οποίοι όταν ακούν τη λέξη «διαφάνεια» νομίζουν ότι πρόκειται για θανατηφόρο μεταδοτικό ιό. Και κάνουν το παν για να τον αποφύγουν.
Αλλού, φυσικά, είναι διαφορετικά. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ολοι έχουν εικόνα για τα οικονομικά στοιχεία των ομάδων, γεγονός που πρέπει να οφείλεται στην παράδοση του αγγλικού καπιταλισμού –που φυσικά δεν αποτελεί κώδικα «ηθικής»– και στην αντίληψη που έχουν οι Αγγλοι για την οικονομική λειτουργία των ομάδων και τα χαρακτηριστικά τους. Εδώ οι άνθρωποι έχουν ολόκληρη κοινοβουλευτική επιτροπή που ασχολείται με το ποδόσφαιρο και παίρνει μέρος στην εκπόνηση μιας σχετικής ετήσιας έκθεσης για την κατάσταση του ποδοσφαίρου στο νησί.
Εκεί όλοι γνωρίζουν το χρέος των ομάδων και είναι χαρακτηριστικό πως το χρέος των 4 μεγάλων φτάνει τα 3 δισ. ευρώ. Η Λίβερπουλ, λόγω των χρεών που της «φόρτωσαν» οι Χικς και Τζίλετ, οι οποίοι δανείστηκαν για να την αγοράσουν, δεν έχει ρυθμίσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην τράπεζα και δεν μπορεί να κάνει μεταγραφές. Η Αρσεναλ έχει ένα χρέος που είναι λίγο μεγαλύτερο από τα 400 εκατομμύρια ευρώ.
Το χρέος αυτό δημιουργήθηκε όταν η ομάδα δανείστηκε για να φτιάξει το υπερσύγχρονο «Emirates» –τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων για τους «κανονιέρηδες»– και παράλληλα δεν μπόρεσε να πουλήσει, λόγω της οικονομικής κρίσης, τα υπερπολυτελή διαμερίσματα και γραφεία που έχτισε η ίδια στον χώρο του παλιού γηπέδου, του «Χάιμπουρι». Παρά το χρέος της, η οικονομική δυναμική της είναι πολύ καλή, αλλά δεν έχει αρκετά χρήματα να ξοδέψει για μεταγραφές, διότι πρέπει να δίνει για εξυπηρέτηση των δανειακών της υποχρεώσεων κάθε χρόνο 25 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που καταφέρνει να δίνει από τα κέρδη της, για να μη δημιουργήσει μεγαλύτερα χρέη.
Ετσι, της μένουν πολύ λίγα για μεταγραφές. Πριν από λίγο καιρό ο δεύτερος –πλέον– μεγαλομέτοχος της Αρσεναλ, ο Ουζμπέκος Αλιστερ Ουσμάνοφ, έκανε μια πρόταση να γίνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, έτσι ώστε η ομάδα να μπορέσει να καλύψει γρηγορότερα ένα μέρος των χρεών και παράλληλα να κάνει μεταγραφές. Υπενθυμίζω ότι εδώ και ένα χρόνο έχει ξεκινήσει ένας «πόλεμος» για τον έλεγχο της Αρσεναλ ανάμεσα στον Ουσμάνοφ και τον Αμερικανό πολυεκατομμυριούχο –και από την περασμένη Παρασκευή μεγαλύτερο μέτοχο με 28,58%– Σταν Κρένκε, ο οποίος θέλει περισσότερο να εμποδίσει τον Ουσμάνοφ παρά να αποκτήσει τον έλεγχο της ομάδας.
Ολοι θεωρούν ότι ο Ουσμάνοφ έκανε την πρόταση για να εκμεταλλευθεί μια ρευστότητα που έχει ώστε να ανεβάσει το ποσοστό του –το οποίο τώρα είναι στο 25,6%– στο 30% και να αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει πρόταση εξαγοράς της ομάδας. Κάτι που δεν θέλει κανείς. Ας σημειωθεί ότι οι μετοχές της Αρσεναλ που κυκλοφορούν στην αγορά είναι λίγες και πανάκριβες και ο Κρένκε πλήρωσε την Παρασκευή 2,2 εκατομμύρια δολάρια για 160 μόλις μετοχές. Ακριβός «πόλεμος»...
Φθινόπωρο με «μέτρα»
Η παγκόσμια οικονομική κρίση εξυπηρετεί την κυβέρνηση με τον καλύτερο τρόπο. Από τον περασμένο Νοέμβριο σε αυτή την κρίση –και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή– «φορτώνει» η κυβέρνηση όλες τις δυσάρεστες αποφάσεις για νέους φόρους. Φόρους που δεν θα χρησιμοποιήσει για τη χρηματοδότηση έργων και πολιτικών, αλλά για να καλύψει ένα μέρος από τη μαύρη τρύπα του δημόσιου χρέους, στην εντυπωσιακή αύξηση του οποίου συνέβαλε αποφασιστικά από το 2004 (χάρη και στην «εμπνευσμένη» οικονομική πολιτική που άσκησε ο προηγούμενος υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο οποίος τώρα γράφει βιβλία για να μας «διαφωτίσει» για τα αίτια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης).
Ολο το χρονικό διάστημα από το 2004, όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Κ. Καραμανλής και η οικονομική του πολιτική αποδείχτηκε ότι ήταν αποσπασματική, ανεπαρκής, πρόχειρη, κοντόφθαλμη και ταξική. Ευνοούσε όλους εκείνους που υποτίθεται ότι έπρεπε να ελέγχει και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τα όποια οφέλη υπήρχαν από τον μεγάλο ρυθμό ανάπτυξης πήγαν σε πολύ λίγες τσέπες.
Παράλληλα, ο διακηρυγμένος προεκλογικός στόχος για τη μείωση των δημοσίων δαπανών πήγε περίπατο, μια και έπεσαν σαν ακρίδες τα «γαλάζια» στελέχη στον κρατικό μηχανισμό. Ετσι, τώρα που «έσφιξαν τα γάλατα» κόβονται δαπάνες αδιακρίτως. Από πυροσβεστικά ελικόπτερα μέχρι πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Και, βέβαια, εξαπολύεται κυνήγι στους φοροφυγάδες.
Τόσα χρόνια δεν υπήρχαν κότερα και προμηθευτές του Δημοσίου. Δεν υπήρχαν off shore εταιρείες και ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Δεν υπήρχαν μεγαλοεργολάβοι και τραπεζίτες με υπερκέρδη. Τώρα ανακάλυψε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ότι η Ελλάδα είναι από τις πιο δραστήριες χώρες –παγκοσμίως– στον τομέα της υπεράκτιας οικονομίας.
Οτι οι περισσότεροι από τους 10 χιλιάδες και πλέον ιδιοκτήτες off shore εταιρειών τις χρησιμοποιούν ως όχημα φοροδιαφυγής. Μιας φοροδιαφυγής το ύψος της οποίας μπορεί κάποιος να φανταστεί, αν μάθει ότι μέσω αυτών των εταιρειών διακινούνται 500 δισ. ευρώ. Κατά τ' άλλα, η «επανίδρυση» του κράτους και οι «μεταρρυθμίσεις» συνεχίζονται και το κόστος τους θα πληρώσουν τα συνήθη κορόιδα. Μισθωτοί και συνταξιούχοι.
Παράδοξο καλοκαίρι
Οταν πέρυσι το φθινόπωρο η παγκόσμια οικονομική κρίση άνοιξε την πόρτα της Ευρώπης, οι περισσότεροι πιστεύαμε ότι η κρίση θα ταλαιπωρούσε ιδιαίτερα τον κόσμο του ποδοσφαίρου. Μια εκτίμηση που φαινόταν να ενισχύεται από τον πάρα πολύ χαμηλό μεταγραφικό τζίρο την περίοδο του Ιανουαρίου πανευρωπαϊκά. Κι όμως. Το καλοκαίρι διέψευσε αυτή την αρχική εκτίμηση με δύο ομάδες –κυρίως– στην Ευρώπη να σέρνουν τον χορό και να ανεβάζουν τις τιμές. Τη Ρεάλ και τη Μάντσεστερ Σίτι.
Ομως, ακολουθούν και κάποιες ακόμα ομάδες, όπως η Γιούβε, ενώ μέχρι το τέλος της μεταγραφικής περιόδου είναι δεδομένο ότι ο τζίρος θα μεγαλώσει, παρά το γεγονός ότι οι 3 μεγάλοι του αγγλικού ποδοσφαίρου (Αρσεναλ, Λίβερπουλ και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), ο καθένας για τους δικούς του λόγους, φαίνεται να μένουν εκτός παιχνιδιού.
Θα πρέπει να ξεχωρίσει κάποιος τις ιδιαιτερότητες της Ρεάλ και της Σίτι αλλά και της Ελλάδας, της οποίας οι ομάδες κάνουν μεταγραφές υπολογίζοντας και στα έσοδα –κυρίως– από τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Εκείνο που μένει να δούμε είναι αν η ελληνική αγορά θα δείξει ενδιαφέρον για το ποδοσφαιρικό προϊόν και αν η τηλεόραση έχει τη δυνατότητα να αποσβέσει αυτό το κόστος.