Ο Παναθηναϊκός είχε θεωρητικά τη δυνατότητα να πάρει τον Ολοφ Μέλμπεργκ, αλλά προτίμησε -ή αναγκάστηκε, μετά την απόκτησή του από τον Ολυμπιακό- να πάρει τον «νέο Μέλμπεργκ», ή αλλιώς τον Ματίας Μπιέρσμιρ, στον οποίο εύχομαι να έχει καλύτερη τύχη στη ζωή του και στον Παναθηναϊκό από τον προηγούμενο αμυντικό με όνομα-γλωσσοδέτη, τον Γιάκουμπ Βαβρζίνιακ, που ήρθε γυμνασμένος και φιλόδοξος κι έφυγε στιγματισμένος και παχουλός.
Την απόκτηση του νέου εισηγήθηκε ο παλιός Ρενέ Χένρικσεν. Γιατί να μην πούμε λοιπόν τον Μπιέρσμιρ «νέο Χένρικσεν»; Διότι απλά δεν υπάρχει πλέον αμυντικός τύπου Ρενέ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά ίσως στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο γενικώς.
Οσοι θυμούνται τις πρώτες μέρες που ήρθε ο Ρενέ Χένρικσεν στην Ελλάδα σίγουρα θα κουβαλάνε πολλές τύψεις για τα όσα ξεστόμισαν τότε, βλέποντας έναν 29χρονο παίκτη με σουλούπι μοναχού στο τέλος της Σαρακοστής κι όχι ψηλό, τον οποίο η εθνική Δανίας, η δική του εθνική, έκανε πως δεν ήξερε έως τότε.
«Αυτός θα μας σώσει;», αναρωτηθήκαμε με ύφος Μουρίνιο έπειτα από κοπάνα του Αντριάνο. «Αυτός αν δεν φάει δυο μπουκιές ψωμί ούτε το τομάρι του δεν μπορεί να σώσει». Ολα αυτά μέχρι να μπει στο γήπεδο ο Ρενέ, να πατήσει το «ΟΝ» του υπολογιστή που είχε στο κεφάλι του και να παίξει την μπάλα που τον έκανε σημείο αναφοράς μέχρι σήμερα στο ελληνικό ποδόσφαιρο:
ένας παίκτης που πήγαινε εκ των προτέρων εκεί που πήγαινε η μπάλα εκ των υστέρων, ένα μοντέρνο λίμπερο που δεν σκαρφάλωνε στην πλάτη του επιθετικού για να τον ψαρώσει ούτε του έδινε τα καλάμια στο χέρι για να δείξει ποιος είναι το αφεντικό, αλλά του έσπαγε τα νεύρα με το αλάνθαστο παιχνίδι του και την απλότητα των κινήσεών του. Μια κινεζική παροιμία λέει «αν μπορείς να κάθεσαι, γιατί να στέκεσαι όρθιος κι αν μπορείς να περπατάς, γιατί να τρέχεις;». Κι ο Ρενέ ήταν της φιλοσοφίας «αν μπορείς να διώξεις με μια απλή προβολή, γιατί να κάνεις ανάποδο ψαλίδι κι αν μπορείς να είσαι εκεί που πρέπει πριν φτάσει η μπάλα, γιατί να τρέχεις σαν τρελός να προλάβεις τον αντίπαλο;».
Τέλος πάντων, τα χρόνια πέρασαν, ο Ρενέ είχε έρθει ήδη σιτεμένος, έπαιξε όσο έπαιξε, πρόσφερε πολλά κι αποστρατεύτηκε. Από τότε ψάχνουμε τον «νέο Χένρικσεν», όπως ψάχνουμε ακόμα τον «νέο Βαζέχα» και λέμε μήπως αυτός είναι ο Σισέ, όπως πιστέψαμε ότι βρήκαμε τον «νέο Σαραβάκο» στο πρόσωπο του Σωτήρη Νίνη και περιμένουμε να δούμε αν υπάρχει ελπίδα ή τον κάψαμε πρόωρα, όπως βαφτίσαμε «νέο Γιούρκα» τον Βύντρα, για να καταλάβουμε αρκετά χρόνια μετά ότι η καλή του θέση είναι μάλλον αυτή του στόπερ κι όχι του δεξιού μπακ -δεν ξεχνώ: παραλίγο να βαφτίσουμε «νέο Γιούρκα» και τον Αλέν Ραγκουέλ, διότι κάθε Ναπολέων έχει το «Βατερλώ» του.
Κι όσο εμείς ψάχναμε για τον «νέο Χένρικσεν» έκλεισε το εργοστάσιο που έβγαζε τους Ρενέδες τους Χένρικσεν πανευρωπαϊκά και τους αντικατέστησε με την GTi έκδοση: τους ψηλούς, σωματώδεις και αλτικούς σέντερ μπακ, που αντί να κάνουν βηματάκια μέσα-έξω για να βγάλουν οφσάιντ τον αντίπαλο, έπεφταν πάνω του με τσαμπουκά. Τέρι και Καρβάλιο, Φέρντιναντ και Βίντιτς, Λούσιο και Φαν Μπούιτεν ή Ντε Μικέλις, Μιλίτο και Πουγιόλ, Σκρτελ και Κάραχερ, Πέπε (σκέτος, ο Καναβάρο απουσίαζε για δουλειές). Κανένας τους ντελικάτος, κανένας τους στο δίλημμα «να τον βγάλω οφσάιντ ή να τον βγάλω νοκ άουτ;» δεν επέλεγε το πρώτο.
Εφόσον λοιπόν το εργοστάσιο που έβγαζε Ρενέδες έκλεισε, ψωνίσαμε από το εργοστάσιο που βγάζει Μέλμπεργκ. Με την ελπίδα ο Ματίας να θυμίσει Ολοφ όχι σε 5 χρόνια, αλλά σε 5 εβδομάδες. Να είναι αρχοντικός και σίγουρος στις μεταβιβάσεις του. Ανίκητος ψηλά και αξιόπιστος χαμηλά. Εγώ συμπληρώνω και να είναι καλύτερος απ’ αυτούς που έχουμε. Κι απ’ αυτούς που τελικά δεν ήρθαν ή δεν θα έρθουν. Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά θα το πω: να είναι καλύτερος ακόμα κι απ’ τον Σεντρίκ Καντέ. Αλλιώς η ποιότητα που προστέθηκε από τη μέση και μπροστά θα βουλιάξει από την αστάθεια των μετόπισθεν.