Στο ποδόσφαιρο, συνήθως, κάθε καλοκαίρι είναι ένα καλοκαίρι που θα το θυμάσαι. Η αγωνία για τις μεταγραφές και μετά η αναμονή μέχρις ότου φανεί τι μπορεί να καταφέρει η ομάδα σου στο πρωτάθλημα. Ενα χρονικό διάστημα μοναδικό μέσα στην αντιφατικότητά του, μια και επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Το καλοκαίρι για όλους τους φίλους των ομάδων είναι η περίοδος της ελπίδας και του ονείρου.
Στο φετινό ποδοσφαιρικό καλοκαίρι, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν δύο μεγάλες διοργανώσεις, το Κύπελλο Συνομοσπονδιών στη Ν. Αφρική και το Πανευρωπαϊκό Ελπίδων στη Σουηδία, άλλα είναι τα γεγονότα που -μέχρι τώρα- έχουν αποσπάσει το ενδιαφέρον και την προσοχή μου. Και αρκετών άλλων. Πρόκειται για δύο γεγονότα του κόσμου του ποδοσφαίρου τα οποία παρά τις διαφορές τους έχουν πολλές ομοιότητες.
Το πρώτο αφορά τη Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μείνει μακριά από το κέντρο της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής σκηνής, γεγονός ασύμβατο με την ιστορία, τις δυνατότητες, τη δυναμική και την απήχηση του ισπανικού συλλόγου. Ενός συλλόγου ο οποίος βρίσκεται στην κορυφή του καταλόγου των 20 ευρωπαϊκών ομάδων με τα μεγαλύτερα έσοδα. Για την περασμένη αγωνιστική περίοδο τα έσοδα της Ρεάλ ξεπέρασαν τα 400 εκατομμύρια ευρώ (τα χρέη της ομάδας είναι μια άλλη ιστορία και καθόλου ευχάριστη).
Η αλλαγή στην προεδρία έφερε και τις μεγάλες και εντυπωσιακές μεταγραφές. Ανάμεσα σ' αυτές –που δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα-, η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Του Πορτογάλου Ρονάλντο, ο οποίος άλλαξε τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με αυτή της Ρεάλ αντί του εξωφρενικού ποσού των 94 εκατομμυρίων ευρώ. Ενα ποσό που δείχνει ακόμα μεγαλύτερο, διότι ξοδεύεται μέσα σε μια βαθιά, παγκόσμια οικονομική κρίση.
Τα χρήματα αποτελούν ένα μέρος των εντυπώσεων που προκαλεί η μεταγραφή. Το άλλο είναι το πλήθος των 80 χιλιάδων ανθρώπων που βρέθηκαν στο «Μπερναμπέου» για να δουν τον Ρονάλντο να περπατάει σε μία πασαρέλα, φορώντας τη φανέλα της Ρεάλ με το «9» στην πλάτη. Μόνο γι' αυτό. Από τη Ρεάλ και τη Μαδρίτη στη Θεσσαλονίκη. Γιατί εκεί συμβαίνει το δεύτερο γεγονός του καλοκαιριού που έχει τραβήξει την προσοχή μου.
Η παρουσία του κόσμου στην πρώτη προπόνηση του ΠΑΟΚ και του Αρη ήταν εντυπωσιακή όπως και όλη την προηγούμενη χρονιά. Παρουσία που στην ουσία είναι περισσότερο ενεργητική από όσο πολλοί πιστεύουν. Σε αντίθεση με τις ομάδες της Αθήνας, κυρίως, οι οποίες στηρίζονται πρώτα στην οικονομική δύναμη του ιδιοκτήτη τους, στη Θεσσαλονίκη τη διοίκηση του Αρη την εκλέγουν τα μέλη του συλλόγου, ενώ στον ΠΑΟΚ η ομάδα θα είχε μπει σε μεγάλες περιπέτειες δίχως την ενεργή συμπαράσταση του κόσμου.
Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσαν να καταφέρουν τόσο ο ΠΑΟΚ όσο και ο Αρης αν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες. Ο κόσμος, όμως, αναπληρώνει αυτή την έλλειψη. Φαντάζομαι ότι κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί πού βρίσκω τις ομοιότητες ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει με τον κόσμο του ΠΑΟΚ και του Αρη και σε αυτό που συνέβη με την παρουσίαση του Ρονάλντο στο «Μπερναμπέου».
Πιθανόν οι ομοιότητες να εξηγούνται από τη διαπίστωση κάποιων κοινωνιολόγων, οι οποίοι θεωρούν ότι σε μια τέτοια εποχή, η οποία λατρεύει και προωθεί την ατομικότητα, οι κοινωνίες διψούν για εκδηλώσεις που δίνουν την αίσθηση της συλλογικότητας. Η απαξία της πολιτικής και της θρησκείας, οι οποίες μπορούσαν να εμπνεύσουν και να οργανώσουν συλλογικότητες σε παλιότερες εποχές, έδωσε χώρο στα Μedia, τα οποία άρχισαν να κατασκευάζουν σύμβολα με εμπορική αξία και χρήση.
Το ποδόσφαιρο μπορεί και να εμπνεύσει και να οργανώσει συλλογικότητες οι οποίες, όμως, πάντα μπορούν να χάσουν το παιχνίδι και να γίνουν η πελατεία στην οποία οι επιτήδειοι θα πουλήσουν σαν ένα... άδειο πουκάμισο. Και το να είσαι κοντά στην ομάδα σου, όπως οι φίλοι του ΠΑΟΚ και του Αρη, είναι ένα είδος προστασίας του παιχνιδιού που μπορεί ακόμη να εμπνέει συλλογικότητες.
Η ίδια εμμονή
Ενα από τα αρνητικά στοιχεία που έφερε η τηλεόραση αγκαλιάζοντας το ποδόσφαιρο είναι η υπερπροβολή. Μια παγίδα στην οποία πέφτουν όλα τα σπορ που προκαλούν το ενδιαφέρον σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Η υπερβολική τηλεοπτική κάλυψη των ποδοσφαιρικών παιχνιδιών -αποτέλεσμα των τεχνολογικών εξελίξεων και της τάσης για μεγαλύτερο κέρδος- δίνει τη ψευδαίσθηση σε όσους παρακολουθούν ότι γνωρίζουν τους κώδικες και τις ιδιαιτερότητες του παιχνιδιού σε βάθος. Μια γνώση που αποκτούν μόνο μέσα από τον τηλεοπτικό δέκτη ή διαβάζοντας ένα site ή μια αθλητική εφημερίδα.
Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι και ο καθένας μπορεί να έχει άποψη γι' αυτό, μια και -στο κάτω κάτω της γραφής- για διασκέδαση πρόκειται και δεν καθορίζεται η ζωή μας απ' αυτό. Ομως, εκείνο που δεν μπορώ να αντέξω είναι η γκρίνια των φιλάθλων-οπαδών, που ξεκινάει από τα φιλικά του καλοκαιριού για την απόδοση της ομάδας.
Τα φιλικά του καλοκαιριού είναι η περίοδος κατά την οποία ο προπονητής μπορεί να κάνει όποιον πειραματισμό θέλει, προκειμένου να διαμορφώσει ένα σύνολο που θα είναι ικανό να υπηρετήσει τους στόχους που βάζουν οι ιδιοκτήτες και τις φιλοδοξίες που έχουν οι οπαδοί και οι φίλαθλοι.
Ο προπονητής έχει τη δυνατότητα -στην περίοδο της προετοιμασίας αλλά και κατά τη διάρκεια της χρονιάς- να έχει πρόσβαση σε στοιχεία που δεν έχουμε οι υπόλοιποι. Αποτελέσματα εργομετρικών τεστ, αναφορές ιατρικού επιτελείου, βλέπει την απόδοση του ποδοσφαιριστή στο γήπεδο και την ανταπόκριση που έχει στις οδηγίες του. Ομως, ειδικά για την περίοδο της προετοιμασίας ισχύει ό,τι λέγεται για τον έρωτα και τον πόλεμο.
Ολα επιτρέπονται. Οι προπονητές και οι ομάδες δεν κρίνονται ποτέ από τον τρόπο που ενεργούν στην περίοδο της προετοιμασίας, αλλά από τα αποτελέσματα που σημειώνουν στα πρωταθλήματα. Τα φιλικά, σε ό,τι αφορά τους φιλάθλους–οπαδούς, είναι μια καλή αφορμή για να δουν τα νέα αποκτήματα της ομάδας τους, ιδίως εκείνα για τα οποία δεν είχαν εικόνα. Μέχρις εκεί. Οταν αρχίσει ο «πόλεμος», τότε θα μπορέσουμε να κρίνουμε στις αληθινές «μάχες» τις ικανότητες του προπονητή-στρατηγού και την επάρκεια της ομάδας-στρατεύματος.
Υπερβολές
Ισως να συνέβαιναν και άλλες χρονιές αυτά και απλώς να τα έχω λησμονήσει. Και μιλάω για τις υπερβολές στον κόσμο των σπορ. Η υπερβολή της Ρεάλ και των 94 εκατομμυρίων για έναν ποδοσφαιριστή που υπολείπεται σε ικανότητες -αλλά όχι σε προβολή- από αρκετούς άλλους.
Ο Μπερλουσκόνι παραχωρεί τον Κακά στη Ρεάλ αντί 67 εκατομμυρίων και μετά «διαπιστώνει» ότι πρέπει να σταματήσουν να ξοδεύονται μεγάλα ποσά στο ποδόσφαιρο. Ο Ριμπερί παίρνει τουλάχιστον 6 εκατομμύρια τον χρόνο από τη μεγαλύτερη γερμανική ομάδα και θέλει να πάει στη Ρεάλ για να παίρνει 2-3 εκατομμύρια παραπάνω.
Το καλοκαίρι του 2004 ζήσαμε τον εφιάλτη του ντόπινγκ και του κατασκευασμένου αθλητικού δήθεν θαύματος, ακούσαμε πολλά για την αντιμετώπισή του, αλλά ακόμα και σήμερα συζητάμε τα ίδια ακριβώς πράγματα με την ίδια βερμπαλιστική υπερβολή του τότε.
Ενας νέος μπασκετμπολίστας συμφωνεί νέο συμβόλαιο με την ομάδα του αντί 1,6 εκατομμυρίων τον χρόνο, δηλώνει «ευτυχής» και παράλληλα μας διαβεβαιώνει ότι «πάντα» ήθελε να μείνει στην ομάδα του. Προφανώς η υπερβολή είναι τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, την οποία ο γράφων δεν μπορεί να ακολουθήσει.