Σε πρώτη προσέγγιση μοιάζει παράδοξο. Να ξοδεύονται τόσα χρήματα στο ποδόσφαιρο σε εποχή οικονομικής κρίσης. Αλλά δεν είναι και τόσο. Πρώτον, γιατί ξοδεύονται από ανθρώπους που έχουν και οι οποίοι την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης κέρδισαν αρκετά. Δεύτερον, γιατί είναι χρήματα που ξοδεύονται τώρα, με την προοπτική να αποδώσουν –και οικονομικά– αργότερα. Τρίτον, γιατί είναι χρήματα που δαπανώνται μέσω μιας εταιρείας, γεγονός που σημαίνει ότι αυτός που έχει βάλει χρήματα στην εταιρεία τις περισσότερες φορές έχει διασφαλίσει αυτό το κεφάλαιο.
Ειδικά στην Ελλάδα δεν είναι και πολλοί αυτοί που ξοδεύουν. Ο ΠΑΟ είναι η ομάδα που έχει ξοδέψει τα περισσότερα μέχρι στιγμής και προφανώς θα ακολουθήσει ο Ολυμπιακός σε ποσό χρημάτων. Ομως, σε αυτή την περίπτωση, πράγμα που φαίνεται ήδη, δημιουργείται μια τεράστια απόσταση από τις υπόλοιπες ομάδες, κατάσταση που προσδιορίζει τον χαρακτήρα του ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού.
Οπως έχει δείξει η πραγματικότητα που έχει λίγο-πολύ διαμορφωθεί και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, εκείνοι που έχουν τα περισσότερα χρήματα είναι και αυτοί που διεκδικούν τις διακρίσεις και κατ' ουσίαν τα έσοδα. Στην Αγγλία τα τελευταία χρόνια οι θέσεις που οδηγούν στο Τσάμπιονς Λιγκ είναι υπόθεση 4 ομάδων, εκείνων που έχουν και τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Ιταλία και στην Ισπανία, στη Γαλλία και λίγο-πολύ στη Γερμανία, που είναι μία πιο ιδιαίτερη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι εκεί υπάρχει η Μπάγερν, η οποία ως οικονομικό μέγεθος βρίσκεται πολύ μπροστά από τους υπόλοιπους. Η Γερμανία έχει πολλές διαφορές σε σχέση με άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, όπως, ας πούμε, την απαγόρευση που δεν επιτρέπει σε κάποιον που δεν είναι Γερμανός να ελέγχει ποσοστό μεγαλύτερο του 49% σε μία ομάδα, πράγμα που περιορίζει τις οικονομικές περιπέτειες για τις ομάδες.
Η κατάσταση αυτή, που εκ των πραγμάτων μεταφέρεται στην Ελλάδα, περιορίζει τους διεκδικητές των θέσεων για το Τσάμπιονς Λιγκ και παράλληλα παγιώνει και τον όμιλο των ομάδων που θα διεκδικούν τη συμμετοχή στο Europa Cup. Αρκετοί πιθανόν να θεωρήσουν ότι αυτό θα περιορίσει το ενδιαφέρον των φιλάθλων για το ελληνικό πρωτάθλημα. Ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός αλλά είναι ένας μελλοντικός κίνδυνος που μπορεί να προκύψει υπό προϋποθέσεις. Οι άμεσοι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει το ελληνικό επαγγελματικό πρωτάθλημα της μεγάλης κατηγορίας είναι άλλοι.
Θεωρώ δεδομένο ότι το πείραμα της κεντρικής διαχείρισης –με τις ιδιομορφίες που έχει συγκρινόμενο με το αγγλικό, που είναι σαφώς πιο δίκαιο και ολοκληρωμένο– θα ισχύσει από φέτος. Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, κάποιες ομάδες, θέλοντας να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις ανταγωνισμού, να μην μπορέσουν να ελέγξουν τις δαπάνες τους και να υποθηκεύσουν το αγωνιστικό και οικονομικό τους μέλλον.
Ενας δεύτερος κίνδυνος αφορά τη δυνατότητα της ελληνικής αγοράς να υποστηρίξει οικονομικά το πρωτάθλημα της μεγάλης κατηγορίας. Μπορεί το κάθε παιχνίδι που δείχνει η τηλεόραση με την κεντρική διαχείριση να κοστολογείται 225 χιλιάδες ευρώ, αλλά δεν είναι ακόμα σίγουρο ότι το ενδιαφέρον του πρωταθλήματος θα είναι τέτοιο που να υποστηρίξει τέτοιες τιμές.
Ολοι το ελπίζουν, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος. Ενας τρίτος κίνδυνος αφορά την καθαρότητα των όρων του ανταγωνισμού μες στο γήπεδο. Αυτά που διακυβεύονται πλέον είναι πολλά και είναι λογικό όλοι να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν ότι τουλάχιστον δεν θα αδικηθούν. Οπότε, η πίεση στη διαιτησία που θα υπάρξει φέτος θα είναι μεγαλύτερη από άλλες χρονιές.
Και με δεδομένη την πόλωση, τον φανατισμό, την έλλειψη αθλητικής παιδείας και τον ρόλο μιας μερίδας του αθλητικού Τύπου, μπορεί η βία να παρουσιάσει έξαρση. Η Σούπερ Λίγκα μπορεί να ενδιαφέρθηκε για την οικονομική ενίσχυση των ομάδων, αλλά δεν έκανε τίποτα ουσιαστικό για την καταπολέμηση της βίας. Αυτό, όμως, δείχνει και το επίπεδο ωριμότητάς της.
Οι αλλαγές που δεν έγιναν
Δεν ξέρω πόσοι θυμάστε τις συζητήσεις που έγιναν σε μεγάλη έκταση στην Ευρώπη κυρίως αλλά και στις ΗΠΑ πέρυσι, το τελευταίο δίμηνο της χρονιάς, όταν η οικονομική κρίση άρχισε να χτυπάει και την Ευρώπη. Μία Ευρώπη που παρουσιάστηκε τελείως απροετοίμαστη, γεγονός που το ξεχνάμε όταν στρέφουμε το βλέμμα μας στις Βρυξέλλες, όπου κοιμόνταν οι τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ξύπνησαν από τις πτωχεύσεις των τραπεζών.
Το ζήτημα, εν προκειμένω, δεν είναι η ανετοιμότητα της Ευρώπης, αλλά οι συζητήσεις που γίνονταν τότε με θέμα την αλλαγή της παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μιλούσαν για τη σύγκληση ακόμα και ενός νέου Bretton–Woods, μιας νέας παγκόσμιας διάσκεψης που θα έβαζε τους νέους όρους στη λειτουργία των αγορών και την κυκλοφορία του χρήματος.
Αυτή η συζήτηση ποτέ δεν έγινε και όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, με την κρίση να δείχνει σημάδια υποχώρησης, δεν πρόκειται να γίνει. Το αντίθετο μάλιστα. Πριν από λίγο καιρό, ακόμα και ο Ομπάμα, που προεκλογικά μιλούσε για τον τερματισμό της κυριαρχίας της Wall Street, ανακοίνωσε τη νέα εικόνα του αμερικανικού οικονομικού οικοδομήματος, που περιορίζεται σε κάποιους επιπλέον και αυστηρότερους –λέγεται– ελέγχους του τραπεζικού συστήματος.
Καμία αλλαγή. Και για ποιο λόγο άλλωστε; Το παλιό σύστημα εξυπηρετούσε τις τράπεζες μια χαρά και θα εξακολουθήσει να το κάνει, αφού ουσιαστικά οι τράπεζες δεν ελέγχονται. Οι τράπεζες ξέρουν ότι μπορούν να κερδοσκοπούν χωρίς να τιμωρούνται, δανειζόμενες από το κράτος στο όνομα της «σωτηρίας του συστήματος». Αντί να ενισχύεται η κοινωνική προστασία, το κράτος περιορίζει αυτό το δίκτυο κοινωνικής προστασίας και ενισχύει επιχειρηματίες, τράπεζες και μεγάλους βιομηχανικούς τομείς, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.
Η κοινωνική προστασία ισχύει μόνο για τους πλούσιους όποτε το έχουν ανάγκη. Και για τους ενδεείς; Γι' αυτούς ισχύουν οι κάμερες, η παραβίαση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η άρση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής, η ένταση της καταστολής. Εκείνοι που δεν μπορούν και δεν έχουν είναι πια ένοχοι.
Αυτή είναι κατάντια
Είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι με τεράστια οικονομική επιφάνεια να έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους κάτω από το μοντέλο της πολυμετοχικότητας για να «βοηθήσουν» την επαγγελματική ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟ –διακηρύσσοντας την «αγάπη» τους για την ομάδα με κάθε ευκαιρία– και ο Ερασιτέχνης Παναθηναϊκός να πηγαίνει στο πρωτοδικείο για τον ορισμό διοίκησης; Για το φανόμενο αυτό υπάρχει μία και μόνο λέξη. ΝΤΡΟΠΗ.
Τι να υποθέσει κάποιος; Οτι όλοι αυτοί που «αγαπούν» το ποδόσφαιρο το κάνουν επειδή εκεί υπάρχουν η μεγάλη προβολή και το μεγάλο κέρδος; Οτι όλοι αυτοί οι «Παναθηναϊκάρες» είναι απλοί υποκριτές που ενδιαφέρονται μόνο και μόνο για να κάνουν το «κομμάτι τους»; Μήπως έχει έρθει η ώρα οι φίλοι και οι οπαδοί του ΠΑΟ να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους;
Γιατί οι ομάδες δεν είναι οι οπαδοί που πάνε στα αεροδρόμια με τα καπνογόνα για να πανηγυρίσουν τις μεγάλες μεταγραφές. Οι ομάδες είναι πάνω απ' όλα τα ερασιτεχνικά τους τμήματα. Εκεί είναι η ψυχή τους. Στην οποία ψυχή πάντα μπορεί να μπει μία τιμή και να πουληθεί στον πρώτο τυχόντα ακόμα κι αν αυτός είναι ο «διάολος».