Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ
Πήρε φωτιά το Κορδελιό και καίγονται τα μορτάκια στα μπλογκς. Γίνονται εντυπωσιακές μεταγραφές και το τρόπαιο του ενός δεν αφήνει τους άλλους να κοιμηθούν από τη ζήλια. Μόνο που πολλά από αυτά που γράφονται είναι όχι μόνο υβριστικά, αλλά και αντιαισθητικά. Θέλεις, κύριέ μου, να απαξιώσεις τη μεταγραφή του αντιπάλου;
Το μόνο εύκολο. Πρώτο βήμα: ψάξε στο Διαδίκτυο τις εποχές εκείνες της καριέρας του, όταν έκανε «κοιλιά» ο παίκτης. Και ο Μπεστ υπήρξε κάποτε ντεφορμέ και ο Ζιντάν και ο Πλατινί. Ο Σισέ και ο Μέλμπεργκ θα γλίτωναν;
Δεύτερο βήμα: ψάξε και για τραυματισμούς. Λίγο «ανφέρ» είναι βέβαια να υπαινίσσεσαι με κάτι ανειλικρινή σχολιάκια –«βέβαια, ευχόμαστε να είναι εντελώς καλά το παιδί (σ.σ.: εμένα μου λες; Ενδόμυχα ελπίζεις να μη βγει η μεταγραφή, διότι τα παλιά τραύματα έχουν κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στον αθλητή).
Τρίτο βήμα και πιο επαγγελματικό για δημοσιογραφικό «σαμποτάζ»: βρίσκεις έναν παλιό προπονητή ή συμπαίκτη του νέου μεταγραφικού αποκτήματος του «εχθρού», προσέχοντας μόνο να είναι σε διαμάχη με τον τελευταίο ή να είχαν έντονες αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμούς όσο συνεργάζονταν εις τας Ευρώπας. Ολο και κάποιο «πάρθιον βέλος» θα ρίξει: «Δεν λέω, μεγάλος παίκτης, αλλά ταλαιπωρημένος από τραυματισμούς, μη συνεργάσιμος στα αποδυτήρια, αργός ή άτεχνος ή χωρίς εκρηκτικότητα ή χωρίς "γεμάτες σεζόν", χωρίς σταθερότητα στην απόδοση, χορτάτος πια από διακρίσεις και χρήμα, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση για παρουσία στο ανυπόληπτο ελληνικό πρωτάθλημα».
Ο,τι θες έχει ο μπαξές…
Ελεγα, όμως, για αντιαισθητικές, στερεότυπες εκφράσεις. Το «παλτό» ας πούμε ότι το συνηθίσαμε εδώ και μερικά χρόνια. Εκείνο, όμως, που είναι ιδιαίτερα προσβλητικό για κάθε αθλητή που μόχθησε στα γήπεδα, ξεθεώθηκε, πάλεψε, προπονήθηκε σκληρά και έφτασε κάπου με τον ιδρώτα του, ανεξάρτητα από το αν είναι μεγάλης ή μικρότερης αγωνιστικής αξίας, είναι το «σάπιος» και το «σαπάκι». Ειδικά όταν χρησιμοποιούνται για αθλητές που δέχτηκαν αντιαθλητικά χτυπήματα, που κόντεψαν να τους κόψουν την καριέρα ή για άλλους που είχαν ατυχίες, μια και το σύγχρονο εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο με τα συχνά ασφυκτικά μαρκαρίσματα είναι γεμάτο παγίδες. Σήμερα είσαι «Θεός» και με μια στραβοκλοτσιά γίνεσαι… σαπάκι.
Η περίοδος των μεταγραφών είναι διαχρονικά –για όσους γνωρίζουν από ιστορία του ποδοσφαίρου– μια συναρπαστική περίοδος, που τροφοδοτεί τη συλλογική φαντασίωση των φιλάθλων. Η μεταγραφή που θα κάνει την ομάδα μας πανίσχυρη είναι το όνειρο της ατέλειωτης θερινής μας νύχτας Το νέο αστέρι το βλέπουμε να είναι μούρλια, να είναι τρέλα με τη δική μας τη φανέλα. Το μετατρέπουμε σε δικό μας αυτοβιογραφικό έμβλημα. Αυτό γίνεται εδώ και δεκαετίες όσο κι αν είναι γεγονός ότι παλιότερα δεν υπήρχαν ο κυνισμός, ο οπαδικός φανατισμός και η τυφλή μισαλλοδοξία του καιρού μας.
Θυμάμαι εκείνο το συναρπαστικό καλοκαίρι του 1969, σαράντα χρόνια πάνε πια, όταν ο Αρης πήρε από τον Παναθηναϊκό τον Νεοτάκη Λουκανίδη, ο οποίος τα είχε σπάσει με τον Στέφαν Μπόμπεκ, ενώ του την είχαν φέρει και κάποιοι μέσα από την ίδια την ομάδα του «τριφυλλιού» στα ταραγμένα χρόνια της «ανανέωσης». Η είδηση συζητήθηκε στη Θεσσαλονίκη όσο και το συγκλονιστικό γεγονός εκείνων των ημερών, που δεν ήταν άλλο από το ότι ο Νιλ Αρμστρογκ και ο Μπαζ Ολντριν πάτησαν στο φεγγάρι.
Τότε δεν υπήρχε το έθιμο της υποδοχής στο αεροδρόμιο, ούτε είχαν τη δυνατότητα οι ελληνικές ομάδες να φέρουν στη χώρα μας διεθνή αστέρια, όπως έγινε δεκαετίες αργότερα με τους Τζιοβάνι, «Ρίμπο», Σισέ, Γκαρσία κ.ά.
Ενθουσιασμένοι οι φίλαθλοι του Αρη, δεν άφησαν παραπονεμένο τον Δραμινό άσο. Εσπευδαν κάθε απόγευμα στις καυτές τσιμεντένιες κερκίδες του «Χαριλάου». Απολάμβαναν τις επινοήσεις και τα κόλπα του 32χρονου τότε Λουκανίδη, ο οποίος, φιλότιμος ων, ιδρωκοπούσε ανεβοκατεβαίνοντας τροχάδην τα σκαλιά του γηπέδου για να χάσει τα περιττά κιλά.
Μαθητής Δημοτικού ακόμα, θυμάμαι κάτι σχόλια όπως «δες τι σπεσιαλίστας είναι. Δεν καταδέχεται να κοντρολάρει την μπάλα. Στον αέρα τη μοιράζει, όπως κι αν του έρθει»!
Ανέφερα την ηλικία, διότι αυτό ακριβώς ήταν που επικαλούνταν δήθεν αθώα οι φίλοι του ΠΑΟΚ.
- «Καλός, βρε παιδί μου, αλλά να, μεγαλούτσικος είναι...».
Για την ιστορία, ο Τάκης Λουκανίδης και τα άλλα αστέρια εκείνου του Αρη, ο Χρηστίδης, ο Αλεξιάδης, ο Σπυρίδωνας και ο Πάλλας οδήγησαν σε λίγους μήνες την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος το 1970.
Ο «Τάκα-Λούκα», όπως τον αποκαλούσαν ο Ποζάνης και ο ηγέτης των «κιτρινόμαυρων του Βορρά», ο Νίκος ο Καμπάνης που τον υπεραγαπούσε, έκανε το καλύτερο ματς του σε εκείνο τον ημιτελικό Ολυμπιακός – Αρης 0-1 στο Καραϊσκάκη την άνοιξη του 1970. Επαιξε και στο Κύπελλο Κυπελλούχων εναντίον της Τσέλσι το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στο Λονδίνο, αντιμετωπίζοντας τον φορ-θωρηκτό, τον μακαρίτη Πίτερ Οσγκουντ.
Ο Τάκης Λουκανίδης υμνήθηκε από συμπαίκτες και αντιπάλους, αλλά και από τους αθλητικούς συντάκτες ως ο πιο πλήρης ποδοσφαιριστής που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα. Επαιζε καλά σε όλες τις θέσεις. Ακόμα και για τερματοφύλακας καλός ήταν!
Εκτός από το Κύπελλο του 1970 με τον Αρη, κατέκτησε τρία πρωταθλήματα με τον Παναθηναϊκό (1962, 1964 και 1965) και ένα Κύπελλο το 1967.