Yπάρχουν μερικά πράγματα που οι άνθρωποι δεν πρέπει να κάνουν μετά τα 50. Για παράδειγμα, οι γυναίκες να κουνάνε το αλάτι με κοντομάνικο και οι άντρες να κάνουν τους DJ. Παρά λοιπόν τα δημοσιεύματα ότι θα παίξω μουσική στα εγκαίνια του «Floral» στην πλατεία Εξαρχείων, συγκρατήθηκα, κάθισα στο σκαμπό μου, ήπια το Jack μου (και το Jack, Jack μου και το Jack, Jack, Jack μου) και παρακολούθησα τον κόσμο που είχε μαζευτεί για την περίσταση. Το πρώτο που εντυπωσίαζε ήταν ο αριθμός. Κάτι περισσότεροι από όσους θα μάζευε ο Θρασύβουλας αν έπαιζε στον τελικό του Τσουλού. Το δεύτερο που εντυπωσίαζε ήταν η πολιτική σύνθεση του κοινού.

Ετσι και έστηνες κάλπη, ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαζε αυτονομία, στα έδρανα της αντιπολίτευσης καθόταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι υπόλοιποι θα ήταν τροτσκιστές της 4ης Διεθνούς, 5η Πανσπουδαστική, 6η Διάσπαση του ΚΚΕ ΜΛ και μπόλικοι ανένταχτοι που πάντα σου δίνουν την υποψία ότι είναι ανένταχτοι όχι επειδή έτσι αποφάσισαν, αλλά επειδή κανένας δεν θέλει να τους εντάξει. Μία ώρα μετά τον ερχομό του τελευταίου καλεσμένου, με look «το σύστημα χτυπιέται μόνο από μέσα» εμφανίστηκε ξυρισμένος ο Γρηγόρης Ψαριανός. Εριξε μια γρήγορη ματιά στο μετερίζι των πλατό που είχε κατσικωθεί ο Μουχταρίδης, δέχτηκε τις εκδηλώσεις λατρείας των Sexoletes της τρίτης ηλικίας και προχώρησε στα ενδότερα κρατώντας απόσταση ασφαλείας από το βάθος του μαγαζιού, που οι αναγνώστες των Εκδόσεων Οξύ μιλούσαν για το αν ο George Pelecanos έρχεται την άνοιξη στον Βοτανικό. Λίγα για το «Floral».

Μαζί με την παραδιπλανή καφετέρια στην πλατεία, τη «Μαρονίτα», ήταν οι δύο παλιές καφετέριες της πλατείας Εξαρχείων την εποχή που η συνηθισμένη παραγγελία ήταν το κασάτο παγωτό και ο κόσμος χτύπαγε τον νεσκαφέ στο φλιτζάνι. Στα τέλη της δικτατορίας το «Floral» άρχισε να πολιτικοποιείται. Αρχισαν να συχνάζουν αντιστασιακοί, ενώ στη «Μαρονίτα» μαζεύονταν μυστικοί από την Ασφάλεια στην Μπουμπουλίνας. Οι δύο κόσμοι μπορούσαν να συμβιώνουν μια χαρά, μόνο που κάθε τρίμηνο η ηγεσία της αστυνομίας είχε πρόβλημα.

«Πάτε και πίνετε τους φραπέδες, αλλά το μόνο που κάνετε είναι να μιλάτε ο ένας με τον άλλον», τους έβαζε χέρι ο διοικητής. Οπότε τι να κάνουνε οι χαφιέδες της «Μαρονίτας»; Αλλαζαν στέκι και πήγαιναν στο «Floral». Κάποια στιγμή οι αντιστασιακοί το καταλαβαίνανε ότι το μαγαζί είχε γεμίσει χαφιέδες. Οπότε για να είναι άνετοι πηγαίνανε στη «Μαρονίτα». Φυσικά και οι χαφιέδες ήταν πια άνετοι αφού αντί να κάθονται να κρυφακούν αν έχει δίκιο ο Μάο ή ο Εμβέρ Χότζας, μπορούσαν να μιλάνε για σοβαρότερα θέματα, όπως πότε πέφτει του Αγίου Πνεύματος και αν θα αναγνωρισθεί ο στρατός στη σύνταξη. Μέχρι που ο διοικητής καταλάβαινε ότι και πάλι πίνανε τα φραπέ τσάμπα και τους έστελνε να κρυφακούν στη «Μαρονίτα».

Με το volkwanderung των αριστερών και των χαφιέδων πέρασαν τα χρόνια, ήρθε η άνοιξη, ήρθαν τα πρεζόνια, ήρθε το AIDS, ήρθαν τα δακρυγόνα (ακόμα φρέσκα) και το «Floral» άρχισε να έχει πρόβλημα. Είχε φυσικά την πλάκα του, αλλά πόσες φορές μπορείς να πεις «ρε Γιώργο, ζήτα από το παιδί παραδίπλα να σου δώσει ένα χαρτάκι με ζάχαρη. Το ξέρω, ρε παιδί μου, ότι μπορούμε να ζητήσουμε και από το γκαρσόνι, αλλά βαριέμαι να περιμένουμε και τα παιδιά έχουνε πολλά. Τι σου λέει; Θέλει λεφτά; Καλά πες του "συγγνώμη, δεν είχαμε καταλάβει ότι ήτανε τεταρτάκια και τα κόβανε με σόδα"».

Το πρόβλημα δεν το είχε το «Floral», αλλά ολόκληρη η πλατεία. Μπορεί να πήγαινες να δεις σινεμά στο «ΒΟΞ» και εκεί που κοίταγες το έργο να έτρωγες μπουκάλι στο κεφάλι γιατί κάποιο μαλακισμένο από την πλατεία έκανε αντίσταση πετώντας μπουκάλια της Amstel στον πρώτο όροφο. Μπορεί να έδινες ραντεβού στο «Tsaf» και αντί για γκαρσόνια να έβλεπες πυροσβέστες επειδή του είχανε βάλει φωτιά. Μπορεί να καθόσουν για σουβλάκι και όπως περίμενες, να σε πέρνανε τα κλάματα από τα δακρυγόνα. Ενώ στη μέση της πλατείας κάποιοι έβαζαν φωτιά σε καφάσια δημιουργώντας ατμόσφαιρα, κάτι ανάμεσα σε Mad Max και surf ταινίας του '60 σε πάρτι στην παραλία.

Το καλό με το «Floral» είναι ότι δεν προσπάθησαν να το ξαναφτιάξουν όπως ήταν. Αυτά τα κολλήματα «εκεί βρισκόταν ο πάγκος του μπαρ, εκεί είχε ένα λεκέ και εκεί καθόταν ο σκύλος. Ρίξε μια κλοτσιά του κόπρου να πάει λίγο πιο πέρα γιατί τον θυμάμαι να είναι κοντά στην πόρτα» είναι ό,τι πρέπει για να τελειώσει το μαγαζί και να περιμένεις να λέγεται «ο βασιλιάς της μούχλας».

Επίσης, καλό είναι ότι είναι αεράτο (το παλιό «Floral» ήταν σαν αμπρί του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), ότι έχει μεγάλη μπάρα (για να πέφτει η σχετική επαφή), αρκετό φως (για να αποφεύγονται οι εκπλήξεις όταν βγαίνεις με την επαφή έξω από το μαγαζί) και αξιοπρεπή ήχο (για να μη λες «τι είναι αυτό που ακούμε Nivo ή Andrew Lloyd Weber;»). Επίσης, θετικό είναι ότι καθαγιάστηκε με την παρουσία του Ψαριανού, που σε εγκαίνια μπαρ είναι τόσο απαραίτητος όσο ο αρχιεπίσκοπος στις εκκλησίες.

Το θετικότερο, όμως, είναι η συνεισφορά που μπορεί να έχει το μαγαζί στη γαλήνη των Εξαρχείων. Κάθε πιτσιρικάς που συλλαμβάνεται στην πλατεία για τσαμπουκάδες, να υποχρεώνεται να βλέπει ένα βίντεο από τα εγκαίνια. Και ο ανακριτής να του λέει: «Ο δρόμος που πήρες, παιδί μου, δεν βγάζει πουθενά. Τους βλέπεις αυτούς; Πριν από 35 χρόνια σαν και εσένα ήτανε...». Ο πιτσιρικάς θα βγαίνει από το τμήμα και θα πηγαίνει γραμμή να αγοράσει δίσκο της Βανδή και να βρει μέσον να τον βάλει στο Δημόσιο.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube