Kάποτε, πριν από αρκετά χρόνια, το ποδόσφαιρο της ενωμένης –τότε– Γιουγκοσλαβίας αποτελούσε μια από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές σχολές του κόσμου. Κοιτώντας τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, ψάχνοντας τους ποδοσφαιρικούς μου ήρωες, ανακάλυψα ότι ο Ντράγκαν Ντζάιτς είναι ακόμη ζωντανός δίπλα στον Κρόιφ, αλλά πόσοι τον γνωρίζουν ή έχουν τη δυνατότητα να χαζέψουν στιγμιότυπα με τη δράση του;
Και ο Ντζάιτς δεν είναι ο μόνος μεγάλος ποδοσφαιριστής που ανέδειξε η πρώην Γιουγκοσλαβία, η οποία αποτελούσε πάντα μια τεράστια δεξαμενή ταλέντου. Ακόμα και όταν μέσα στα μέσα της δεκαετίας του '80 η δυναμική του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου άρχισε να υποχωρεί σε επίπεδο συλλόγων, οι οποίοι δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους για να ακολουθήσουν τη φάση ανάπτυξης του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, οι ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές από την πρώην Γιουγκοσλαβία έφευγαν συνεχώς για να στελεχώσουν ευρωπαϊκές ομάδες.
Τελευταία αναλαμπή σε επίπεδο συλλόγων, το Κύπελλο Πρωταθλητριών που πήρε το '91 ο Ερυθρός Αστέρας όταν νίκησε τη Μαρσέιγ 5-3 στα πέναλτι με κορυφαίους του Ντάρκο Πάντσεφ και Ντέγιαν Σαβίσεβιτς. Ιταλία, Γερμανία και Γαλλία κατά πρώτο λόγο ήταν οι χώρες υποδοχής του γιουγκοσλαβικού ταλέντου. Και δεν επρόκειτο μόνο για ποδοσφαιριστές, αλλά και για προπονητές.
Ο Μπράνκο Ζέμπετς είναι από τους προπονητές που επηρέασαν όσο λίγοι το γερμανικό ποδόσφαιρο και συνεχίζοντας μπορώ να αναφέρω μια σειρά ονομάτων από τον γυρολόγο Μπόρα Μιλοντούνοβιτς μέχρι τον Οσιμ. Αν κάποιος προσπαθούσε να δει το σημερινό πρόσωπο του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου ή ό,τι έχει μείνει απ' αυτό μετά τη διάλυση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, θα απογοητευθεί.
Ο πιο ιστορικός σύλλογος της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ο Ερυθρός Αστέρας, είναι ένα φάντασμα που μόνο κατ' όνομα έχει σχέση με την εικόνα του παρελθόντος, η ποιότητα του πρωταθλήματος της Σερβίας που ταλανίζεται από σκάνδαλα και δωροδοκίες είναι πολύ κακή, αλλά, παρ' όλα αυτά, η εθνική τους ομάδα είναι ήδη πρώτη στον προκριματικό όμιλό της για το Μουντιάλ, με τους Γάλλους στη δεύτερη θέση, 8 βαθμούς διαφορά και 3 παιχνίδια λιγότερα. Κι όλα θα κριθούν στο μεταξύ τους παιχνίδι στις 14 Σεπτεμβρίου.
Βέβαια, είχαν δώσει το «παρών» και στο προηγούμενο Μουντιάλ, αλλά, όπως πολλοί θυμούνται, η εικόνα τους στη Γερμανία ήταν απογοητευτική, μια και έχασαν και τα τρία ματς του ομίλου με Αργεντινή, Ολλανδία και Ακτή Ελεφαντοστού. Καβγάδες, τραυματισμοί αληθινοί και σκοπιμότητας –όπως λέγεται ότι ήταν του Μάρκο Βούσινιτς–, παντελής έλλειψη πειθαρχίας και η αδυναμία του Πέτκοβιτς να διαχειριστεί εγωισμούς, ανασφάλειες και ταλέντο είχε ως αποτέλεσμα την απογοητευτική αγωνιστική εικόνα της ομάδας.
Μια εικόνα που φαίνεται ότι αποτελεί ένα κακό και μακρινό όνειρο, μια και ο Αντιτς, ο οποίος διαδέχθηκε τον Πέτκοβιτς, έχει καταφέρει να φτιάξει ένα σύνολο που βασίζεται στην καλή χημεία και την ομαδικότητα. Προφανώς η εμπειρία του Αντιτς στον χειρισμό των προσώπων, μια και έχει περάσει από πάγκους ομάδων όπως η Ρεάλ, η Μπάρτσα και η Ατλέτικο Μαδρίτης, έχει παίξει τον ρόλο της.
Εκτός, όμως, από την αίσθηση της ομαδικότητας που έχει καταφέρει να εμφυσήσει στην ομάδα του ο Αντιτς –οι συγκρούσεις εγωισμών ήταν η μεγαλύτερη πληγή αυτής της ομάδας– έχει επιδείξει και μια αξιοσημείωτη ελαστικότητα στον καταρτισμό της ενδεκάδας, διότι ακόμα και αν υπάρξει ένας τραυματισμός βασικού ποδοσφαιριστή, η ομάδα δεν αποδιοργανώνεται, όπως συνέβη στο Μουντιάλ της Γερμανίας.
Ο Αντιτς έχει χτίσει την ομάδα του πάνω σε μερικούς ποδοσφαιριστές, οι οποίοι δεν διαθέτουν μόνο ποδοσφαιρικό ταλέντο αλλά και συμπαγή προσωπικότητα, όπως ο Ιβάνοβιτς της Τσέλσι ή ο Γιοβάνοβιτς που ήθελε ο ΠΑΟ, ο Βίντιτς, ο Γιάνκοβιτς ή ο Στάνκοβιτς.
Ο Αντιτς είπε στις αρχές της χρονιάς ότι «οι φιλοδοξίες μου είναι μεγαλύτερες από την πρόκριση». Πολλές φορές η ομάδα του Αντιτς στα Παγκόσμια Κύπελλα και γενικά στις μεγάλες διοργανώσεις μεταφέρει μια προσδοκία ανάλογη με εκείνη της Ολλανδίας. Οτι τώρα «να, θα μπούνε μέσα, θα παίξουν την μπάλα που ξέρουν και θα τους χαζέψουν όλους». Κι αυτή η προσδοκία είναι σαν τον Γκοντό, που ποτέ δεν έρχεται. Ακόμη και αν νικήσουν τους Γάλλους τον Σεπτέμβριο, θα πρέπει να περιμένουμε ένα χρόνο σχεδόν για να δούμε αν ο Γκοντό θα έρθει τελικά.
Ρευστότητα στις αγορές
Η ρευστότητα στην ψυχολογία των οπαδών στη διάρκεια της μεταγραφικής περιόδου είναι μοναδική. Από τα Ιμαλάια στα Τάρταρα η απόσταση δεν είναι καθόλου δύσκολο να καλυφθεί. Και αντίστροφα, φυσικά. Αν κάποιος συγκρίνει ποια ήταν η ψυχολογική κατάσταση των οπαδών του ΠΑΟ το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, όταν επιβεβαιώθηκε το «ναυάγιο» στην υπόθεση Ενχελάαρ και ποια ήταν χθες το βράδυ, όταν έγινε γνωστή η μεταγραφή του Σισέ, θα διαπιστώσει το εύρος της διαδρομής.
Ομως, ειδικά στην περίπτωση του ΠΑΟ και του Ολυμπιακού, ο αντίκτυπος μιας μεταγραφής αξιολογείται όχι μόνο από την αξία του ποδοσφαιριστή αλλά και από το «γκελ» που κάνει στους οπαδούς του αντιπάλου. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ξεκίνησε από προχθές σε ραδιόφωνα και κάποιες εφημερίδες η οπαδική ανοησία «για τη μεγαλύτερη μεταγραφή» που έγινε ποτέ στην Ελλάδα. Μια συζήτηση που έχει ως βασικό στόχο ο ένας να εντοπίσει ελαττώματα στην ηχηρή μεταγραφή που έκανε ο άλλος, λες και τα «παράσημα» τα δίνουν οι εκτιμήσεις και όχι το γήπεδο.
Εκεί που κρίνονται όλα. Και ο Κονσεϊσάο και ο Ζάχοβιτς ήταν πολύ μεγάλα ονόματα, αλλά στο γήπεδο– πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Το πρώτο αξιοσημείωτο γεγονός στις περιόδους των μεταγραφών για τους οπαδούς –ειδικά των δύο μεγάλων- είναι η απαίτησή τους να πάρουν το πρωτάθλημα των εντυπώσεων το καλοκαίρι. Αλλιώς θα αρχίσει μια γκρίνια, η οποία θέλει ένα-δύο ατυχή αποτελέσματα μόλις για να στρογγυλοκαθίσει στις κερκίδες και τις εφημερίδες.
Το δεύτερο αξιοσημείωτο γεγονός έχει να κάνει με τις απαιτήσεις των οπαδών, οι οποίοι ανάμεσα σε μια αποτελεσματική ομάδα και μια ομάδα αστέρων προτιμούν το δεύτερο. Τέλος, ένα τρίτο αξιοσημείωτο –και το πιο ανησυχητικό– γεγονός έχει να κάνει με τις «επενδύσεις» των δύο μεγάλων, που γίνονται όχι γιατί οι δύο ομάδες θέλουν να κυνηγήσουν τη διάκριση έξω από τα ελληνικά σύνορα, αλλά γιατί θέλουν να διασφαλίσουν την πρωτιά εδώ, ώστε τα εκατομμύρια του Τσάμπιονς Λιγκ να βρουν τη «θέση» τους. Και μέχρις εκεί.
Τύπος και εξουσία
Μου αρέσει που κάποιοι από εκείνους που απείχαν «από άποψη» στις Ευρωεκλογές το έκαναν για να στείλουν ένα μήνυμα στην εξουσία. Και το τραγικό αυτής της τάσης οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που επέλεξαν αυτή τη στάση έχουν την ψευδαίσθηση πως η εξουσία θα μπορέσει να το κατανοήσει και να αντιδράσει ανάλογα. Εδώ κοτζάμ υφυπουργός Τύπου και δημοσιογράφος, ο κ. Γκιουλέκας, δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς υπάρχει ροή κρατικού χρήματος σε συγκεκριμένες εφημερίδες με πολύ μικρή κυκλοφορία, οι οποίες κατά σύμπτωση στηρίζουν την κυβέρνηση.
Πρακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη σε όλες τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. Οταν, λοιπόν, ο Τύπος αγκαλιάζεται τόσο στενά με τις κυβερνήσεις, «αυτοκτονεί» ευχάριστα, χορεύοντας το τανγκό της αναξιοπιστίας. Εδώ αναγγέλλουν τα μέτρα για τους ημιυπαίθριους με τον όρο ρύθμιση –αφού μία παρανομία δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί–, έτσι ώστε, όπως με την εφορία, όποτε θέλουν να μας «χαρατσώσουν», να μας καλούν να πληρώσουμε για μια νέα ρύθμιση.