Τα βράδια του καλοκαιριού δύσκολα μπορείς να κάτσεις μέσα στο σπίτι για να δεις ποδόσφαιρο. Βέβαια, αν υπάρχει καλή παρέα και το παιχνίδι αξίζει το ρίσκο, ε, τότε το συζητάς. Σε αντίθεση με τα παιχνίδια του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών, που δεν αξίζουν όλα τον κόπο –και τον εκνευρισμό από τις κόρνες στις κερκίδες- τα παχνίδια των πιτσιρικάδων στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Σουηδίας νομίζω ότι έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Με την έννοια ότι κάποιος έχει την ευκαιρία να δει τα αστέρια του αύριο και να παρατηρήσει την εξέλιξη κάποιων ποδοσφαιριστών, που ήδη χαρακτηρίζονται πρώτης γραμμής. Ετσι κι αλλιώς οι ομάδες στο Παγκόσμιο Κύπελλο, που θα γίνει σε ένα χρόνο, θα είναι τελείως διαφορετικές. Με τους πιτσιρικάδες είναι αλλιώς. Μία πρώτη διαπίστωση, που δεν ενέχει και κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, είναι ότι οι θεωρούμενοι πιο ταλαντούχοι από αυτούς είτε αγωνίζονται σε κάποια μεγάλη ομάδα είτε κάποιοι μεγάλοι σύλλογοι της Ευρώπης τούς έχουν ήδη κλείσει. Δηλαδή, το να στείλεις κάποιον σκάουτερ εκεί για να εντοπίσει έναν ποδοσφαιριστή είναι μάλλον χαμένη ενέργεια.
Tο σωστό σκάουτινγκ εντοπίζει τον στόχο σε προγενέστερο χρόνο, πριν αυτός εκτεθεί σε πολλά μάτια. Δεν είναι, όμως, απίθανο να βρει κάποιος ένα νεαρό ποδοσφαιριστή, να τον αποκτήσει και να του βγει. Αλλά η περίπτωση είναι μάλλον σπάνια, επειδή τα «ταλέντα» είναι ήδη γνωστά. Δεύτερη διαπίστωση, που υποθέτω πως ούτε και αυτή απαιτεί κάποια ιδιαίτερη σοφία, είναι ότι σχεδόν σε όλες τις ομάδες των μικρών που παρακολουθώ -σε αυτό το πρωτάθλημα τουλάχιστον- το κοινό στοιχείο είναι η δύναμη, η προσοχή στην άμυνα πρώτα και μετά έρχεται η τεχνική κατάρτιση και αυτό που οι θεωρητικοί του ποδοσφαίρου ονομάζουν forward thinking.
Ενα ποδόσφαιρο επιθετικού προσανατολισμού. Μάλλον ένα τέτοιο ποδόσφαιρο ή, πιο σωστά, το πώς λειτουργεί κάποιος ποδοφαιριστής σε ένα τέτοιο τρόπο παιχνιδιού, είναι κάτι που θα το μάθει στον σύλλογό του, αν και δεν υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σύλλογοι σήμερα. Μία τρίτη διαπίστωση έχει να κάνει με τη δυναμικότητα των ομάδων. Οι περισσότεροι, του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου, περίμεναν τους Ισπανούς να δώσουν μία ακόμη ποδοσφαιρική παράσταση, με δεδομένες τις επιδόσεις και την παράδοση που έχουν στις μικρές εθνικές ομάδες αλλά και την αξία των ποδοσφαιριστών που μετέχουν σε αυτήν.
Από την άλλη, η έκπληξη βρίσκεται στη μεριά των Αγγλων που πρέπει να έχουν κατεβάσει την πιο ταλαντούχα ομάδα που είχαν σε τουρνουά αυτού του επιπέδου, την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον. Προφανώς μία στροφή που έχει γίνει σε πολλές ομάδες στην Αγγλία τα τελευταία χρόνια, κυρίως σε ομάδες κάτω από την Πρέμιερ Λιγκ, να επενδύουν σε νεαρούς ποδοσφαιριστές προσπαθώντας να μειώσουν τα έξοδά τους –τα ποσά που δίνουν για μεταγραφές- μάλλον έχει αρχίσει να δίνει καρπούς.
Και είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να αποδώσει ακόμα περισσότερο. Θυμηθείτε μόνο τι συνέβη πριν από ένα τρίμηνο περίπου με την Τσέλσι. Η λονδρέζικη ομάδα διέλυσε τελείως το τμήμα σκάουτινγκ που είχε φτιάξει, διότι κόστιζε πολύ ακριβά, απασχολούσε πολύ κόσμο ενώ είχε φέρει νεαρούς ποδοσφαιριστές στον σύλλογο που είχαν «συμβόλαια» 100-120.000 τον χρόνο. Και όλα αυτά, δηλαδή η διεθνής επέκταση της Τσέλσι στην αναζήτηση ταλέντων, συνέβαινε ενώ οι «μπλε» είχαν 20 ποδοσφαιριστές σε διάφορες εθνικές ομάδες μικρών.
Ομως, εκτός από τους οικονομικούς λόγους είναι και οι ρυθμίσεις της ΟΥΕΦΑ για τους ποδοσφαιριστές από τα τμήματα υποδομής που αναγκάζουν τους συλλόγους να κάνουν στροφή στους μικρούς. Ενα στοιχείο που μου κάνει εντύπωση είναι ο τρόπος που λειτουργεί το σκάουτινγκ κάποιων ομάδων. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ παρακολουθούσε τον Σέρβο Τόσιτς 1 ½ χρόνο πριν τον αποκτήσει πέρυσι τον Δεκέμβριο.
Ενώ κάποιες άλλες έχουν ένα ταλέντο, όπως η Ιντερ αυτόν τον 18χρονο Μπαλοτέλι, που επενδύουν πάρα πολλά επάνω του και τον προσέχουν ως κόρην οφθαλμού. Ομως, όλα τα λεφτά εδώ είναι το know how της ωρίμανσης ενός ταλέντου. Μία διαδικασία που εδώ στην Ελλάδα αγνοούμε παντελώς.
Αρχή σκανδάλου
Σε αυτή την ιστορία των Μεσογειακών αγώνων, που διεκδικήσαμε και πήραμε, δεν έχουμε δώσει την προσοχή που χρειάζεται. Και ίσως πρέπει να το κάνουμε από τώρα, διότι σε όλες αυτές τις διοργανώσεις αυτής της μορφής η διαφθορά κάνει πάρτι. Αυτό, φυσικά, το καταλαβαίνουμε μετά το πανηγύρι, όταν έρχεται το χαρτί για τον λογαριασμό. Κατ' αρχάς δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να αναλάβουμε μία τέτοια διοργάνωση που εξαιτίας της περιορισμένης της εμβέλειας δεν θα μας αποφέρει τίποτε και θα την πληρώσουμε χρυσή σε εποχές που το δημόσιο χρέος άρχισε να μας πνίγει. Τα περί ανάπτυξης της περιοχής είναι ανοησίες με γαρνιτούρα.
Μερικά λαμόγια θα τα κονομήσουν στον κατασκευαστικό τομέα και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Βέβαια, η ιστορία της διεκδίκησης έγινε για να χορταστεί η ματαιοδοξία κάποιων και να γεμίσουν μερικοί τραπεζικοί λογαριασμοί, κυρίως «δικών» μας ανθρώπων. Και αυτούς τους «δικούς» μας ανθρώπους, που θα τα «μαγκώσουν» κανονικά, πρέπει να τους προφυλάξουμε, για να μην τους τρέχουν μετά στα δικαστήρια για δυο τρεις «υπερτιμολογισούλες».
Ετσι λοπόν στο πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού, που κατατέθηκε στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής και προβλέπει την ίδρυση της ανώνυμης εταιρείας που θα οργανώσει τους Μεσογειακούς του 2013 στον Βόλο, υπάρχουν κάτι διατάξεις να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Οπως εκείνη που με το άρθρο 23 ουσιαστικά καταργεί την ελληνική νομοθεσία, αφού αναφέρει ότι προωθείται ρητά η κατάρτιση κανονισμών «για την ανάθεση εκπόνησης μελετών, τη διενέργεια προμηθειών, την κατασκευή έργων και εκτέλεση συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από κάθε διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης, εκτός από τους σχετικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Πόση κονόμα άραγε χωράει εδώ μέσα; Μετά είναι και άλλα όμορφα κα περιποιημένα αρθράκια όπως τα 45 και 46, που προσπαθούν να ανοίξουν τον δρόμο για την τσιμεντοποίηση του Ελληνικού. Το νομοσχέδιο θα συζητηθεί. Θα δούμε λοιπόν ποιοι θα καταγγείλουν την προετοιμασία για ένα ακόμη φαγοπότι και ποιοι όχι. Και αυτό πρέπει να το αξιολογήσουμε –όπως και πολλά άλλα- στις επόμενες εκλογές, αλλά όχι με την αποχή βέβαια.
Η κρίση του Τύπου
Η κρίση του Τύπου δεν είναι ένα απλό φαινόμενο που μπορεί να αναλυθεί μέσα σε 10 γραμμές. Ούτε είναι σημερινό φαινόμενο, μόνο που σήμερα έχει φτάσει ή τουλάχιστον πλησιάζει το απόγειό της. Και δεν μπορεί να τη δει κανείς αυτή την κρίση ξεκομμένη από τη γενικότερη εικόνα μιας κοινωνίας που έπαψε να διαβάζει, δεν έχει χρόνο για πολλά, έχει αλλάξει κλίμακα αξιών, αδιαφορεί για τον δημόσιο χώρο –στον οποίο καθρεφτίζεται ο Τύπος- και αποθεώνει τον ιδιωτικό. Μιας κοινωνίας που έχει αποδεχθεί την επιβολή του αξιώματος ότι η πληροφορία και κατ' επέκταση η ενημέρωση είναι προϊόν, έχει τιμή και αναλόγως δημοσιοποιείται.
Μιας κοινωνίας στην οποία τα ΜΜΕ είναι επιχειρήσεις που εξυπηρετούν πολλούς στόχους, πέρα από το κέρδος, όπως η χεραγώγηση των μαζών. Μάλιστα, από τον καιρό που η πολιτική εξουσία παραδόθηκε στην οικονομική και οι τεχνολογικές εξελίξεις δημούργησαν ένα νέο περιβάλλον στο οποίο ο Τύπος δεν προσαρμόστηκε, φαινόταν ότι Τύπος και Ενημέρωση έχαναν το παιχνίδι. Και ακόμη απάντηση στην κρίση δεν έχουμε, διότι ποτέ δεν την αντιμετωπίσαμε.