H τηλεόραση είναι ο σύγχρονος Μίδας. Ο,τι αγγίζει μπορεί να γίνεται χρυσός, αλλά χάνει την «ψυχή» του. Μάλιστα, έδειξε από πολύ νωρίς την προτίμησή της στα σπορ, χωρίς η πρώτη προσέγγισή της να είναι τόσο ασφυκτική όσο το αγκάλιασμα ενός βόα. Το ποδόσφαιρο, το πιο δημοφιλές παιχνίδι στον κόσμο, γρήγορα έγινε το αγαπημένο σπορ του μάρκετινγκ, το οποίο ήταν εκείνο που ανέδειξε τη «χρυσοφόρο» δυνατότητα της τηλεόρασης και εγκλώβισε μέσα της σχεδόν τα πάντα. Σήμερα τίποτα δεν μπαίνει στην τηλεοπτική οθόνη, σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο, αν δεν συνοδεύεται από μηδενικά χρηματικής αξίας και ποσοστά τηλεθέασης. Η τηλεθέαση σημαίνει προβολή και η προβολή φέρνει χρήμα.
Γι' αυτό, προφανώς, η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου είναι το ακριβότερο τηλεοπτικό προϊόν. Και οι πιο δημοφιλείς ομάδες είναι εκείνες που μαζεύουν τα περισσότερα έσοδα και έχουν τη μεγαλύτερη αξία. Επειδή τα τελευταία χρόνια το ποδόσφαιρο αναδείχτηκε σε προνομιακό χώρο της show business, πληθαίνουν συνεχώς οι διάφορες οικονομικές αποτιμήσεις ομάδων, διοργανώσεων και πρωταθλημάτων. Αυτές οι αποτιμήσεις, που συχνά είναι κάπως αυθαίρετες, καθοδηγούν επενδυτές και διαφημιστές. Η ετήσια έκθεση της Deloitte αποτιμά την αξία των ευρωπαϊκών ομάδων με βάση τα έσοδά τους και μόνο, μια αποτίμηση προφανώς μονομερής και κάθε άλλο παρά ολοκληρωμένη. Μία άλλη που πραγματοποιεί το αμερικανικό περιοδικό «Forbes» αποτιμά τη συνολική αξία των ομάδων, παρουσιάζοντας και τη σχέση της αξίας ενός συλλόγου ως προς τα χρέη του.
Το αμφιλεγόμενο στοιχείο αυτής της αξιολόγησης αφορά την αξιοπιστία των ποσών που οι ομάδες εμφανίζουν ως χρέη. Η διαφάνεια δεν είναι εκείνο που χαρακτηρίζει το σύγχρονο ποδόσφαιρο, αλλά και κανέναν τομέα της show business, που έχει αποδειχτεί ένας πολύ βολικός χώρος για να «ξεπλυθούν» χρήματα που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες. Πριν από λίγο καιρό ένα αμερικανικό περιοδικό –οι Αμερικανοί ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν το χρυσωρυχείο των σπορ και τη χρησιμότητα που έχουν για το μάρκετινγκ οι κάθε είδους οικονομικές αξιολογήσεις– πραγματοποίησε μια αξιολόγηση διαφόρων πρωταθλημάτων, διαφορετικών σπορ και ομάδων. Μια αξιολόγηση που κατατάσσει 200 διαφορετικά πρωταθλήματα και ομάδες σε διαφορετικά σπορ, με βάση τη δυναμική του λεγόμενου brand name.
Σύμφωνα με την αξιολόγηση του περιοδικού «SportsPro Magazine», στις πρώτες θέσεις του σχετικού καταλόγου βρίσκονται brand names από τις ΗΠΑ ενώ το πρώτο μη αμερικανικό brand name που εμφανίζεται στη σχετική λίστα είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, το οποίο βρίσκεται στην 5η θέση με αξία 1,7 δισ. δολάρια. Η πρώτη ομάδα οποιουδήποτε σπορ που βρίσκεται στον σχετικό κατάλογο είναι η Ferrari, η οποία εμφανίζεται στην 7η θέση και της οποίας το brand name αποτιμάται σε 1,595 δισ. δολάρια, ενώ η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ βρίσκεται μία θέση πιο κάτω, με την εμπορική αξία του σήματός της να φθάνει τα 1,495 δισ. δολάρια.
Το Τσάμπιονς Λιγκ ως brand name, σύμφωνα με τους Αμερικανούς, έχει αξία 1,1 δισ. δολάρια και βρίσκεται στη 13η θέση του σχετικού καταλόγου, ακολουθούμενο από το brand name της Ρεάλ, που κοστολογείται 1,75 δισ. δολάρια. Μέχρι την 55η θέση του σχετικού καταλόγου βρίσκονται τρεις ακόμα αγγλικές ομάδες: η Αρσεναλ στην 21η με αξία 910 εκατομμύρια δολάρια, η Λίβερπουλ στην 27η θέση με αξία 801 εκατομμύρια και η Τσέλσι στην 55η με αξία 634 εκατομμύρια. Η αξιολόγηση αφορά την αμερικανική αγορά των σπορ –που οι Αμερικανοί θεωρούν μεγαλύτερη του κόσμου– γεγονός που γίνεται φανερό από τις 3 πρώτες θέσεις του σχετικού καταλόγου, στις οποίες βρίσκονται κατά σειρά το αμερικανικό φούτμπολ με αξία 4,5 δισ. δολαρίων, το πρωτάθλημα του αμερικανικού μπέιζμπολ με αξία 3,936 δισ. και του NBA με αξία 2,344 δισ. εκατομμυρίων. Τα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα δεν περιλαμβάνονται στην αξιολόγηση, επειδή δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της «κλειστής λίγκας» που έχουν τα αμερικανικά πρωταθλήματα σε μπάσκετ, φούτμπολ και μπέιζμπολ.
Μάρμαρα και κοτρόνες
Tα εγκαίνια του μουσείου της Ακρόπολης, ενός πραγματικά εξαίρετου έργου, ήταν μία ακόμα ευκαιρία για να τονωθεί η εθνική αυταρέσκεια και να λουστούμε την υπερβολή και την αμετροέπεια. Ολο το πανηγύρι των εγκαινίων ερχόταν σε αντίθεση με τις αρετές που υποτίθεται ότι εκφράζουν τα έργα τέχνης του «χρυσού αιώνα» της αθηναϊκής δημοκρατίας. Την απλότητα, την ομορφιά και την αλήθεια. Η κυβέρνηση, όπως και κάθε άλλη στη θέση της, θέλησε να εκμεταλλευτεί την τηλεοπτική εικόνα, η οποία θα σκεπάσει πολλά κακώς κείμενα.
Την αποτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη σύνοδο κρυφής των Βρυξελλών, στην «πατάτα» του Υπουργείου Εξωτερικών με το αεροπλάνο του Μιλοσόσκι στην Κέρκυρα –που «περιέργως» τα μίντια έκαναν γαργάρα– τη συζήτηση για την τρομοκρατία και την καραμπινάτη ανικανότητα της κυβέρνησης. Ο κ. «Μαρκομιχελάκης», με περισσή άνεση, κάνει δηλώσεις δεξιά και αριστερά, την ώρα που ούτε τον Παλαιοκώστα δεν έχει συλλάβει η Αστυνομία, την οποία κάθε μέρα απαξιώνουν όλο και περισσότερο οι ίδιοι οι κυβερνητικοί χειρισμοί. Ολα αυτά προσπάθησε να τα σκεπάσουν η βερμπαλιστική και η τηλεοπτική υπερβολή των πολιτικών των δύο μεγάλων κομμάτων που ακόμα και ένα τόσο σημαντικό γεγονός κατάφεραν να το κάνουν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.
Την ίδια στιγμή που με μεγάλη ευκολία εκθείαζαν τον ελληνικό πολιτισμό, ξεχνώντας ότι πολιτισμός δεν είναι μόνο τα μουσεία, αλλά και ένα σωρό άλλα πράγματα, που έχουν να κάνουν από την καθημερινότητά μας μέχρι ζητήματα καθοριστικά για τη ζωή μας. Ας πούμε, η εικόνα της δημόσιας περίθαλψης είναι δείκτης πολιτισμού. Οπως η εικόνα που έχει πλέον το κέντρο της Αθήνας. Οπως η κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων ή των εργασιακών δικαιωμάτων. Πόσο κωμικό ήταν να βλέπω τον πρόεδρο της Βουλής να κάνει δηλώσεις για τα μάρμαρα, τον ίδιο που θεωρούσε την πρωτιά της Παπαρίζου εθνική επιτυχία, στην οποία συνέβαλε η κυβέρνηση. Αξιομνημόνευτο δείγμα αφέλειας και υποκρισίας. Ο Σεφέρης κάποτε έγραψε «τούτα τα μάρμαρα, τα σήκωσα όσο βάσταξα». Αλλά τότε, ως φαίνεται, ακόμα και οι λέξεις είχαν άλλο βάρος.
Διαπραγματεύσεις και αποτυχίες στις μεταγραφές
Είναι σαφές ότι μέχρι τώρα ο ΠΑΟ στις διαπραγματεύσεις για τις μεταγραφές τα έχει πάει πολύ άσχημα. Εχει κάνει μια σειρά από ανεπίτρεπτα λάθη, με πρώτο τη δημόσια ανακοίνωση του μεταγραφικού μπάτζετ, που του στερεί πολλά πλεονεκτήματα σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Κατόπιν, πέρα της προφανούς αξιολόγησης των μεταγραφικών στόχων –ποιος πρώτος, ποιος δεύτερος κ.λπ.– υπήρχαν και πρώιμες δηλώσεις του προέδρου του για τις ημερομηνίες άφιξης των μεταγραφικών στόχων, γεγονός που προκαλεί άσχημες επικοινωνιακές εντυπώσεις.
Ομως, πιστεύω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των «πρασίνων» έχει να κάνει με τον τρόπο και τις ικανότητες των ατόμων που κάνουν τις διαπραγματεύσεις της ομάδας. Η διαδικασία μιας διαπραγμάτευσης στο σύγχρονο ποδόσφαιρο που παίζονται εκατομμύρια, είναι μία πολύ απαιτητική υπόθεση, μια και χρειάζονται ειδικές γνώσεις, γνωριμίες και εμπειρία για να αποβεί αποτελεσματική, πέρα από τα χρήματα. Και στον ΠΑΟ εκείνο που φαίνεται να τους ενδιαφέρει πιο πολύ είναι το «καλοί και φτηνοί», που ναι μεν μπορεί να προσφέρουν λύσεις, αλλά είναι και περιορισμένων δυνατοτήτων, άρα και απαιτήσεων.