Περίεργο πράγμα η απεργία. Όταν την περιμένεις είναι όλα καλά. Όταν δεν την περιμένεις βγαίνεις από τους ρυθμούς σου. Κάπως έτσι έγινε από το απόγευμα της Δευτέρας μέχρι το απόγευμα της Τρίτης.

Τα καλά όμως ξεκίνησαν το μεσημεράκι όταν οι πρώτοι εργαζόμενοι κατέφθασαν στα πόστα τους με όρεξη για δουλειά. Πριν φτάσουμε όμως σε αυτά ας πάρουμε την ημέρα από την αρχή.

«Φιλαράκι μήπως έχεις φωτιά» μου είπε ένας τύπος στον δρόμο. Του έδωσα τον αναπτήρα αλλά προφανώς αυτό δεν του αρκούσε. «Μπορείς να μου πεις και τι ώρα είναι;». Του είπα και την ώρα. Η ίδια ακριβώς σκηνή επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές με διαφορετικό άτομο και στις δυο περιπτώσεις.

Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν κάποιος μου είχε κολλήσει ένα χαρτάκι στην μπλούζα που έλεγε « Ζητήστε μου φωτιά και ρωτήστε με τι ώρα είναι». Κάπως έτσι κύλησε η διαδρομή μέχρι να φτάσω στο γραφείο. Ή μάλλον για να το θέσω καλύτερα μέχρι να φτάσω στην παιδική χαρά. Γιατί έτσι θα το αποκαλούμε ειδικά σήμερα, «Παιδική χαρά». Και όποιος έχει αντίρρηση μπορεί να γράψει τα παράπονα του σε ένα χαρτί να μου το φέρει υπογεγραμμένο και εγώ με τη σειρά μου να το τσαλακώσω και να το πετάξω με μεγάλη ευστοχία στο καλαθάκι με τα σκουπίδια.

Φτάνοντας λοιπόν στο γραφείο. Είδα κόσμο να κααααααθεται. Είχαμε κάποια προβληματάκια με το δίκτυο και το internet. Αυτά ακριβώς τα προβληματάκια έδωσαν την ευκαιρία στους εργαζόμενους να αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο και να φερθούν φιλικά ο ένας στον άλλο. Κάποια στιγμή ένας νεαρός συντάκτης έλυσε τα κορδόνια από το παπούτσι του άλλου. Η κραυγή του νεαρού συντάκτη νούμερο 2 που είδε τα κορδόνια του να λύνονται ακούστηκε μέχρι την πλατεία Δαβάκη.

«Τι έπαθες ρε;» τον ρώτησα αφού από την ένταση της κραυγής του νόμιζα ότι κάποιος του είχε μπήξει ένα πολύ μικρό, αλλά πολύ κοφτερό, μαχαιράκι. «Μου έλυσε τα κορδόνια και δεν ξέρω να τα δένω» ήταν η απόπειρα που έκανε για να δικαιολογηθεί. Προσπάθησα να συγκρατήσω την ψυχραιμία μου και το μόνο που έκανα ήταν να του δώσω ένα βιβλίο με τα βασικά. «ΛΟΛΑ ΝΑ ΕΝΑ ΜΗΛΟ».

Τα προβλήματα στο δίκτυο δεν είχαν λυθεί όμως. Ένας γηραιότερος συνάδελφός, που είχε μεγαλώσει με μια γραφομηχανή στα γόνατα, προσπαθούσε απεγνωσμένα να μπει στο internet. Μάταια όμως. Για μια στιγμή ο explorer έδειξε να φορτώνει. «Μπαίνει, μπαίνει» φώναξε όπως θα φώναζε κάποιος που βρήκε πετρέλαιο. O explorer όμως ξεψύχησε ξανά. «Παπάρια μπαίνει» είπε πιο χαμηλόφωνα αυτή τη φορά φανερώνοντας την απογοήτευση του.

Μέσα στην αναμπουμπούλα που επικρατούσε από τους ανθρώπους που έμπαιναν και έβγαιναν στην αίθουσα με έναν καφέ στο χέρι η άφιξη ενός μουσάτου συναδέλφου ήταν αυτό που όλοι περίμεναν. «Super Gym» έγραφε η μπλούζα του αλλά τίποτα πάνω του δεν υποδήλωνε ότι έχει περάσει έστω και μια φόρα έξω από γυμναστήριο. Μια προσεκτικότερη ματιά στην μπλούζα έκανε τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα. «Τhe school of body buiding». Τίποτα παραπάνω δεν χρειάζεται να ειπωθεί για το συγκεκριμένο θέμα. Η ιστορία θα μας κρίνει όλους.

Η αλήθεια ήταν ότι βαρέθηκα στον δεύτερο όροφο. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια επίσκεψη στους συναδέλφους του διαφημιστικού που είχαν μετακομίσει στον τρίτο. Η κατάσταση και στα δικά τους γραφεία ήταν ίδια. No intertnet, no network. Όλοι είχαν μαζευτεί στον χώρο υποδοχής και πέταγαν μια μπαλίτσα ο ένας στον άλλον. «Τι κάνουμε εδώ;» ρώτησα με πληγωμένο ύφος αφού νόμιζα ότι δεν με παίζανε. «Έλα πετάμε την μπάλα ο ένας στον άλλο». «Ενδιαφέρον ακούγεται. Μέσα».

Αφού το πέταγμα της μπάλας συνεχίστηκε για κανά μισάωρο τα φώτα ξαφνικά χαμήλωσαν. Καπνοί βγήκαν κάτω από τις πόρτες και από τα ηχεία που δεν ήξερα ότι υπήρχαν στο κτίριο, ακούστηκε μια τρομακτική μουσική. Είχε κάνει την εμφάνιση του ο υπεύθυνος. Ξαφνικά όλοι πάγωσαν. Μας κοίταξε όλους από την κορυφή ως τα νύχια. Μια κοπελίτσα που είχε μείνει με την μπάλα στα χέρια δεν άντεξε το άγχος και λιποθύμησε. Ο υπεύθυνος έκανε δυο βήματα και σταμάτησε ξανά.

«Θα σας πρότεινα να το διαλύσετε» είπε με βραχνή και μπάσα φωνή που έκανε τα θεμέλια του κτιρίου να τρίξουν συθέμελα. Αμέσως όλοι εξαφανίστηκαν. Έμεινα μόνος μου αφου για κάποιο περίεργο λόγο δεν είχα τρομάξει. Έκανα ένα τσιγάρο και έφυγα μετά από λίγο αφού κανένας δεν είχε το θάρρος να βγει πάλι έξω για να πετάμε ο ένας την μπάλα στον άλλο.

Κατέβηκα ξανά στον δεύτερο την ώρα που γινόταν μια συζήτηση για τον Δημήτρη Παπαδόπουλο. «Που είναι αυτή η ψυχή» ρώτησα αφού είχα να ακούσω το όνομα του πολύ καιρό. «Μάλλον πάει στην Δυναμό Ζάγκρεμπ» ήταν η απάντηση που πήρα. «Σούπερ να πάει στη Ρωσία» είπε ένας νεαρός συνάδελφος με άριστη γνώση στη Γεωγραφία.

Η μέρα πέρασε και έδωσε τη θέση της στο σούρουπο. Ώ ναι, ήταν μια κουραστική μέρα! Ακόμα και ο Μιαούλης που έκανε την εμφάνιση του αργά το απόγευμα δεν είχε όρεξη για κερασόπιτα και αυτό ήταν που με ανησύχησε περισσότερο.

Κατέβηκα στο γραφείο μου στο υπόγειο και άνοιξα το παράθυρο. Έβαλα σε ένα ποτήρι ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα και κάθισα στην πολυθρόνα μου. «Σαν να έχεις γεράσει δέκα χρόνια φαίνεσαι» μου είπε ο Jesse James ο λούτρινος σκύλος που μιλάει. «Ναι άλλα ήταν ωραία δέκα χρόνια» του απάντησα και ήπια μια γουλιά από το ουίσκι μου. Ένα αεράκι φύσηξε έξω από το παράθυρο και τα φώτα άναψαν στους δρόμους…

*Η παραπάνω ιστορία είναι 100% αληθινή. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι τα πραγματικά γεγονότα που έχουν διαστρεβλωθεί εντελώς…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube