Το τραγικό και το δύσκολο με τους θανάτους κοντινών σου προσώπων: συγγενών, φίλων, συναδέλφων πέρα από την οδύνη της απώλειας είναι ότι καλείσαι να βρεις την δύναμη να αντιμετωπίσεις την καθημερινότητα η οποία δεν θρηνεί ποτέ, απλώς συνεχίζει αμείλικτη την πορεία της σαν έναν δοξασμένο στρατηγό το στήθος του οποίου στολίζουν παράσημα, ποτισμένα με το αίμα χιλιάδων νεκρών στρατιωτών. Πολλές φορές μάλιστα η καθημερινότητα διαβρώνει και με ύπουλο τρόπο την θλιμμένη ατμόσφαιρα. Πάντα όταν χάνω αγαπημένο μου πρόσωπο και τον τελευταίο καιρό μου συμβαίνει συχνά ρε γαμώτο, θυμάμαι μια σκηνή που περιγράφει σε διήγημα του ένας από τους κορυφαίους μεταπολεμικούς συγγραφείς αυτού του τόπου, ο Γιώργος Ιωάννου.
Σε ένα νοσοκομείο μια γυναίκα, μιλώντας σε ένα παλιό δημόσιο τηλέφωνο, αναγγέλλει μέσα σε αναφιλητά σε κάποιο συγγενή τον θάνατο ενός προσφιλούς προσώπου. Όταν κατεβάζει το ακουστικό, έστω και με δάκρυα στα μάτια, το χέρι της γυναίκας πάει ασυναίσθητα ψάχνοντας στην τρύπα της αποβολής των κερμάτων, μπας και γλίτωσε το κόστος του μοιραίου τηλεφωνήματος…
Φίλε Αντώνη, συγχώρα μας αν κάποια στιγμή μέσα στην θλίψη μας ψάξουμε και εμείς για αυτό το καταραμένο το κέρμα. Ότι και να γίνει, μετά από όσα περάσαμε και ζήσαμε μαζί η θύμηση σου θα είναι πάντα στο μυαλό μας, η εικόνα σου στην μνήμη μας και τα λόγια σου στα αυτιά μας. Και όταν κάποια στιγμή ξανανταμώσουμε θα σου πω όπως σου έλεγα πάντα:
- Ρε συ, έχω βαρεθεί να σε βλέπω!
Γιώργος Παπαθανασόπουλος