Είμαι στο αυτοκίνητο! Το ραδιόφωνο –για κάποιον περίεργο λόγο- είναι ανοικτό, αλλά με τον ήχο εντελώς χαμηλωμένο.
Σταματώ και ανεβάζω τη φωνή. Ακούω τραγούδια, αλλά σαν να υπάρχει κάτι περίεργο σε αυτά.
Κοιτώ την ώρα. 10 παρά! «Κάτι έγινε», λέω. «Ο Μάνος συνήθως δεν βάζει τέτοια τραγ….». Πριν προλάβω, τον ακούω με …τρομαγμένη φωνή να λέει τα κακά μαντάτα.
Δεν τον πιστεύω. «Δεν γίνεται», λέω. «Δεν είναι αλήθεια».
Δεν άργησα, όμως, να τον πιστέψω.
Τηλεφωνώ. Το σηκώνει ο Σταύρος. «Τι ακούω ρε μαλ…», του λέω. Δεν χρειάστηκε να μου πει τίποτα. Κατάλαβα, ότι ήταν αλήθεια μόλις τον άκουσα να κλαίει.
Στη διαδρομή μέχρι τον σταθμό, μου έρχονται όλα στο μυαλό.
Οι ατάκες σου. Τα πειράγματά σου. Η προσπάθειά σου να με κάνεις να νιώσω πιο χαλαρός όταν βρέθηκα για πρώτη φορά μπροστά από αυτό το μικρόφωνο. Ξέρεις! Εκεί στο παλιό μας στούντιο.
Τις εφημερίδες που σου φέρναμε για να κάνεις εκπομπή. Μία εκπομπή που είχαμε κάνει μαζί πολύ παλιά.
Να τρέχεις στην ταράτσα για να βάλεις μπρος τη γεννήτρια.
Την πρώτη φορά που μας κάλεσες σε ένα μαγαζί που έπαιζες την αγαπημένη σου μουσική.
Την συζήτηση που είχαμε πριν από λίγες ημέρες, αργά το βράδυ.
Πρώτα από όλα, όμως, και εγώ και οι άλλοι θυμηθήκαμε τον τρόπο που σε ξυπνάγαμε για να έρθεις να «ανοίξεις» στο παλιό κτήριο.
- «Έλα, ρε. Κοιμάσαι. Ξύπνα, Αντώνη. Παρά 20 η ώρα».
- «Ν.. Ναι». «Ναι, ρε ξύπνησα».
- «Αντώνη. Που είσαι;»
- «Έρχομαι, έρχομαι».
Μου έρχεται και πάλι αυτή η εικόνα.
Μόνο που τώρα, όσο και να σου τηλεφωνώ δεν θα ξυπνήσεις…
Υ.Γ: Ευχαριστώ, για όλα. Αντίο, φίλε μου!
Διονύσης Καππάτος