ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ
Τετάρτη 9 Ιουνίου 1976. Σχεδόν δύο χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα ήταν ακόμα συγκλονισμένη από τον θάνατο της κορυφαίας αντιδικτατορικής φυσιογνωμίας του Αλέκου Παναγούλη, ύστερα από εκείνο το πολυσυζητημένο τροχαίο της Πρωτομαγιάς επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης.
Η συγκυρία στο ποδόσφαιρο ήταν πρωτόγνωρη. Οι φίλαθλοι έβλεπαν να είναι όσο καμιά άλλη φορά πιθανό να γίνει πραγματικότητα το σύνθημα: «Πρωτάθλημα και Κύπελλο στον Πύργο τον Λευκό». Ο ΠΑΟΚ έπαιρνε τον τίτλο με τον Γκιούλα Λόραντ στον τιμόνι του και ο Ηρακλής με τον Λες Σάνον (!), τον προπονητή που συνδέθηκε με τους δύο πρώτους τίτλους του «Δικεφάλου» (τα Κύπελλα του 1972 και του 1974), διεκδικούσε το πρώτο του τρόπαιο, σε ένα γήπεδο πολύ γνωστό στον Αγγλο προπονητή. Αυτό της Νέας Φιλαδέλφειας, στο οποίο νίκησε το 1974 στα πέναλτι τον Ολυμπιακό, παίρνοντας τη δεύτερη «κούπα».
Η 9η Ιουνίου 1976 για τους παλαιότερους είναι «η νύχτα που χάθηκε η μπάλα».
Σαν σήμερα πριν από 33 ολόκληρα χρόνια η φίλαθλη Ελλάδα ανακάλυπτε μέσω τηλεόρασης -από που αλλού;- ένα μεγάλο ποδοσφαιρικό ταλέντο, την ίδια ώρα που δύο ιστορικές ομάδες χάριζαν στους 25.000 τυχερούς που βρέθηκαν στο γήπεδο αλλά και στα εκατομμύρια των τηλεθεατών του ασπρόμαυρου ΕΪΡΤ ένα συγκλονιστικό ματς, απίστευτο στην εξέλιξή του και άξιο να περάσει στις «χρυσές» σελίδες της ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ηταν ο 34ος τελικός Κυπέλλου Ελλάδος, με αντιπάλους τον Ηρακλή και τον Ολυμπιακό, ο οποίος έληξε 4-4 στην παράταση και στη συνέχεια 6-5 υπέρ του Ηρακλή στα πέναλτι, με εκείνο το υποδειγματικό σουτ στο «γάμα» του Κελσίδη από τον Μανώλη Τουμπόγλου.
Ηταν ο τελικός του Βασίλη Χατζηπαναγή. Του 21χρονου Ελληνόπουλου από την Τασκένδη που είχε έρθει με μεταγραφή στον Ηρακλή, από την εκεί ομάδα Παχτακόρ, επτά μόλις μήνες πριν!
Ο «Βάσια» με δύο προσωπικά γκολ, στα οποία με τις απίστευτες επινοήσεις του πριν στείλει την μπάλα στα δίχτυα, εξέθεσε ποδοσφαιρικά την πολύ καλή άμυνα των πέντε διεθνών τού Ολυμπιακού (Κελεσίδης, Κυράστας, Αγγελής, Σιώκος, Γκλέζος) και οδήγησε τον Ηρακλή στην κατάκτηση του τροπαίου. Ηταν πια μεσάνυχτα, όταν ο αρχηγός Γρηγόρης Φανάρας, συνοδευόμενος από εκστασιασμένους συμπαίκτες και υπό τις ζητωκραυγές 10.000 οπαδών του Ηρακλή, έπαιρνε από τον Αχιλλέα Καραμανλή το κύπελλο.
Ο Ηρακλής είχε προηγηθεί στο 25' με μια μοναδική ατομική προσπάθεια του Βασίλη Χατζηπαναγή, ο οποίος πέρασε διαδοχικά Κυράτσα και Κελεσίδη, απέφυγε τον Λάκη Γκλέζο και σούταρε περίτεχνα στην αριστερή γωνία. Ο Βασίλης Σιώκος στη γραμμή του τέρματος έκανε κίνηση προς την… αντίθετη πλευρά και δεν μπόρεσε αποτρέψει το γκολ, αλλά ήταν ο παίκτης που ισοφάρισε με δυνατή κεφαλιά στο 61' ύστερα από κόρνερ του Σταυρόπουλου.
Στο 72' ο Βαγγέλης Κουσουλάκης, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα έκανε μεγάλη καριέρα με τους «ερυθρολεύκους», έκανε με σουτ το 2-1 υπέρ του «Γηραιού», για να ισοφαρίσει εκ νέου ο Ολυμπιακός με τον Βιέρα στο 81', ύστερα από ωραίο συνδυασμό με τον Γαλάκο.
Ακολούθησε παράταση, στην οποία η αδρεναλίνη… χτύπησε κόκκινο. Ο Ηρακλής προηγήθηκε 4-2 (Χατζηπαναγής στο 101' -το πιο όμορφο γκολ του ματς- και Γκέσιος στο 110'), αλλά δεν άντεξε στο τελευταίο δεκάλεπτο την πίεση του Ολυμπιακού (Γαλάκος στο 113' και Γκλέζος στο 119' έκαναν το 4-4).
Το τελευταίο σφύριγμα του Λέλου Βαμβακόπουλου βρήκε τις ομάδες ισόπαλες και μοιραία το Κύπελλο κρίθηκε στη ρώσικη ρουλέτα των πέναλτι.
Κυράστας 1-0, Σεντελίδης 1-1, Καραβίτης 2-1, Αντωνίεβιτς 2-2, Σταυρόπουλος 3-2, Χριστοφορίδης 3-3, Βασιλόπουλος 4-3, Ποντίκης 4-4, Συνετόπουλος (απέκρουσε ο Φανάρας), Χατζηπαναγής (απέκρουσε ο Κελεσίδης), Γκλέζος 5-4, Κουσουλάκης 5-5, Σιώκος (απέκρουσε ο Φανάρας) και Τουμπόγλου 5-6!
Εκείνη τη ζεστή νύχτα και ενώ είχε μπει πια η 10η Ιουνίου, κατέβηκαν στον Λευκό Πύργο δεκάδες χιλιάδες φίλαθλοι για τον κλασικό πανηγυρισμό. Στη Βασιλίσσης Ολγας και στην Τσιμισκή είχε προκύψει κυκλοφορικό «έμφραγμα». Το σύνθημα «Ηρα-Κύπελλο» δονούσε την ατμόσφαιρα. Δεν ήταν βέβαια όλοι Ηρακλειδείς. Μαζί τους κατέβηκαν ενθουσιασμένοι και οπαδοί άλλων συλλόγων για να χαρούν την κατάκτηση ενός τίτλου από μια ιστορική ομάδα, αλλά και γιατί δεν ήθελαν να τελειώσει απότομα μια μαγική ποδοσφαιρική βραδιά.
Ακόμη πιο πολλοί βγήκαν στους δρόμους λίγες ώρες αργότερα για την υποδοχή της ομάδας του Ηρακλή και του Λες Σάνον τόσο στο αεροδρόμιο όσο και στους δρόμους. Από Μίκρα μέχρι το κέντρο της πόλης η θριαμβευτική πομπή χρειάστηκε τρεις ώρες!
Χρειάστηκε να περάσουν 33 χρόνια για να ζήσει η Ελλάδα ανάλογο «θρίλερ». Το ξανάζησε κατά κάποιον τρόπο στον τελικό Κυπέλλου 2009 Ολυμπιακός - ΑΕΚ 4-4, τον οποίο παρακολούθησαν με κομμένη την ανάσα εκατομμύρια φίλαθλων (15-14 στα πέναλτι!).
Είμαστε όμως σε άλλη εποχή. Από τα ασπρόμαυρα ΕΪΡΤ και ΥΕΝΕΔ φτάσαμε στα δεκάδες έγχρωμα, υψηλής ευκρίνειας κανάλια που μεταδίδουν «ζωντανά» τα αθλητικά γεγονότα, στα πανοραμικά ριπλέι και τις μεταδόσεις με 12 κάμερες. Κι αν βγει, λοιπόν, νέος Χατζηπαναγής –που δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει αυτό– δεν θα χρειαστεί ένας χρόνος για τον δει, να τον απολαύσει και να τον ξεχωρίσει ο φίλαθλος.
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής έπαιξε για πρώτη φορά με τη φανέλα του Ηρακλή στις 7 Δεκεμβρίου 1975 (Ηρακλής - Ατρόμητος 1-1) στο γήπεδο της Βέροιας, στο οποίο είχαν σπεύσει πάνω από 5.000 φίλοι της ομάδας για να δουν το νέο αστέρι.
Κρέμασε τη φανέλα του τον Οκτώβριο του 1991 σε ηλικία 37 ετών. Επαιξε μόνο στον Ηρακλή και σήμερα αποτελεί το πιο λαμπερό και διαχρονικό του είδωλο.