Οι Αγγλοι αρχίζουν να βλέπουν πια τι ακριβώς συμβαίνει με τις πλούσιες ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ. Η οικονομική κρίση λειτουργεί σαν ένα είδος μεγεθυντικού φακού και αποκαλύπτει ένα σημείο ιδιαίτερα σκοτεινό, το οποίο όλοι γνώριζαν, αλλά προτιμούσαν να το αγνοούν «για το καλό του παιχνιδιού», όπως έλεγαν κάποιοι από τους υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς στο ποδόσφαιρο. Μιας αγοράς που όρμησε μέσα στην πραγματικότητα του αγγλικού ποδοσφαίρου σαν ταύρος σε υαλοπωλείο το 1992 –με την πρώτη συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων ποδοσφαιρικών ομάδων– υποσχόμενη πολλά, πολλά πλούτη. Και όντως.

Τα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν στο αγγλικό ποδόσφαιρο τα τελευταία 16 χρόνια ήταν απίστευτα. Δημιούργησαν πλούσιους και φτωχούς. Αλλαξαν ισορροπίες. Καλλιέργησαν ανισότητες. Εδραίωσαν κυριαρχίες. Διεύρυναν αποστάσεις. Μίκρυναν ιστορίες και χλεύασαν παραδόσεις. Επνιξαν ομάδες και οπαδούς. Κάποτε, όταν γραφεί η ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, στο κεφάλαιο που θα αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από το 1992 και μετά, ιδιαίτερη θέση θα πάρουν οι ιστορίες ομάδων που εξαφανίστηκαν.

Και όχι τυχαίων ομάδων. Ομάδων που έχτισαν τον μύθο του αγγλικού ποδοσφαίρου, όπως η Νότιγχαμ και η Λιντς. Με τα πρώτα κεφάλαια που μπήκαν στο αγγλικό ποδόσφαιρο, οι ομάδες σιγά σιγά άρχισαν να μεταμορφώνονται σε επιχειρήσεις και να αποκτούν χαρακτηριστικά που δεν συμβάδιζαν με τη μέχρι τότε φυσιογνωμία τους. Αλλαξαν. Μπήκαν στο χρηματιστήριο, κινήθηκαν με όρους αυστηρά οικονομικούς, χωρίς πάντα να έχουν τους κατάλληλους ανθρώπους, αντιμετώπισαν την άνοδο και οι περισσότερες κατέληξαν στην πτώση.

Η απληστία έγινε σήμα κατατεθέν της πιο ακριβής λίγκας στον κόσμο –και συνεχίζει να είναι. Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που κερδίζουν πάνω από 600 χιλιάδες τον μήνα, ποσό που διπλασιαζόμενο θα μπορούσε να συντηρήσει μία ομάδα της Λιγκ 1 για έναν ολόκληρο χρόνο. Αλλά, όπως θα έλεγε κι ένας συνεπής νεοφιλελεύθερος, «έτσι λειτουργεί η αγορά». Η αλήθεια είναι πως η αγορά λειτουργεί και έτσι και αλλιώς. Και το αλλιώς είναι πολύ δυσάρεστο. Τα οικονομικά στοιχεία που αποκάλυψε η αγγλική εφημερίδα «Guardian» ήταν λίγο-πολύ γνωστά στους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ, δηλαδή το αγγλικό χρηματιστήριο και το αγγλικό κοινοβούλιο (το οποίο έχει ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για το ποδόσφαιρο), αλλά τώρα απέκτησαν τη σφραγίδα της επίσημης επιβεβαίωσης. Και τι λέει αυτή η επίσημη επιβεβαίωση;

Οτι οι 20 ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ έχουν συνολικά χρέη που ξεπερνούν τα 3,1 δισ. στερλίνες και ενώ –και παρά το γεγονός ότι– με τη νέα τηλεοπτική συμφωνία της τριετίας 2007-10 στα ταμεία τους μπαίνουν εκατομμύρια, οι 15 από τις 20 ομάδες συντηρούνται χάρη στις οικονομικές ενέσεις που τους κάνουν οι ιδιοκτήτες τους. Τι θα ήταν η Τσέλσι χωρίς τα δάνεια του Αμπράμοβιτς ή η Φούλαμ χωρίς τα 174 εκατομμύρια στερλίνες που έχει «επενδύσει» επάνω της ο Αλ Φαγέντ. Η τάση έχει γενικευθεί.

Οι περισσότερες ομάδες αναζητούν επενδυτές πρόθυμους να τις εξαγοράσουν και να επωμιστούν τα χρέη τους και την αναγκαιότητα να επενδυθούν σε αυτές αρκετά χρήματα, ώστε να μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τον ανταγωνισμό. Την περασμένη εβδομάδα δύο ακόμα αγγλικές ομάδες ανακοίνωσαν την εξαγορά τους. Η Σάντερλαντ, που εξαγοράστηκε από ένα αμερικανικό επενδυτικό ταμείο με ειδίκευση στα σπορ, και η Πόρτσμουθ, η οποία εξαγοράστηκε από τον Αραβα εκατομμυριούχο από το Αμπου Ντάμπι Αλ Φαχίμ. Τον άνθρωπο που στην ουσία ενορχήστρωσε την εξαγορά της Μάντσεστερ Σίτι. Στον ίδιο δρόμο θέλει απεγνωσμένα να βαδίσει και η Νιούκαστλ μετά τον υποβιβασμό της, διότι είναι ο μόνος που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωσή της.

Τα μεγάλα ονόματα με τις μεγάλες «τρύπες»

Tο προηγούμενο χρονικό διάστημα, λίγο πριν από την ολοκλήρωση των ημιτελικών του Τσάμπιονς Λιγκ, όλοι μιλούσαν και έγραφαν για το φαινόμενο της κυριαρχίας των αγγλικών ομάδων στον θεσμό την τελευταία εξαετία. Και δεν πρόκειται για τις αγγλικές ομάδες γενικά, αλλά για τέσσερις συγκεκριμένες, τις τέσσερις μεγάλες ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ. Τις ομάδες που έχουν τη δυνατότητα να ξοδεύουν ποσά που άλλοι ούτε να ονειρευτούν μπορούν. Λοιπόν, οι δύο πιο χρεωμένες ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Τσέλσι. Η πρώτη έχει χρέος που φτάνει τα 699 εκατομμύρια στερλίνες, ενώ το χρέος της Τσέλσι φθάνει τα 701 εκατομμύρια. Μία ειδοποιός διαφορά σχετικά με τα χρέη είναι σε ποιον οφείλονται τα ποσά.

Στις τράπεζες για τα δάνεια υπάρχουν επιτόκια, ενώ ο ιδιοκτήτης, εν προκειμένω ο Αμπράμοβιτς, δανείζει την ομάδα του άτοκα. Οταν όμως αγοράζει τους Μπάλακ και Σεβτσένκο, τα χρήματα που ξοδεύει γι' αυτές τις αγορές τα φορτώνει στην ομάδα –που είναι ιδιοκτησία του και μπορεί κάποια στιγμή να την πουλήσει– χωρίς να εξετάσει τις δυνατότητες της ομάδας αν μπορεί να αποπληρώσει τα ποσά των μεταγραφών από τα δικά της έσοδα. Επειτα από αυτούς τους δύο μεγάλους οφειλέτες ακολουθούν η Αρσεναλ, της οποίας τα χρέη φτάνουν τα 416 εκατομμύρια στερλίνες, και η Λίβερπουλ, με χρέη στα 280 εκατομμύρια. Αν εξαιρέσει κάποιος την Αρσεναλ, της οποίας το χρέος σε μεγάλο βαθμό προήλθε από την πραγματοποίηση μιας μακροπρόθεσμης επένδυσης, τόσο σημαντικής όσο το γήπεδο, στις άλλες τρεις ομάδες τα χρέη είναι επιλογές των ιδιοκτητών που φορτώθηκαν σε αυτές.

Εγραψα λίγο πιο πάνω για την περίπτωση του Αμπράμοβιτς, αλλά οι ιδιοκτήτες της Μάντσεστερ, όπως κι εκείνοι της Λίβερπουλ, φόρτωσαν στις ομάδες τα δανεικά που πήραν από τράπεζες για να τις αγοράσουν. Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτού του παραλογισμού ή του «θριάμβου της ελεύθερης αγοράς» είναι ότι η Μάντσεστερ την τελευταία τριετία μόνο σε τόκους για την εξυπηρέτηση του χρέους έχει πληρώσει 263 εκατομμύρια στερλίνες. Μπορεί ο μέσος όρος του ποσού των ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ που πηγαίνει σε μισθούς και συμβόλαια να φθάνει το 55% των εσόδων και αυτό το ποσοστό να είναι διαχειρίσιμο αλλά η «φούσκα» έχει φτάσει στα όριά της. Και όταν θα σκάσει...

Διάλογος για την Ευρώπη

Αλήθεια, αφού πηγαίνουμε προς τις ευρωεκλογές, για ποιο λόγο τα δύο μεγάλα κόμματα, τουλάχιστον αυτά που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις, δεν κουβεντιάζουν για ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη σχέση ανάμεσα στη χώρα και την Ε.Ε. Γιατί, ας πούμε, δεν μιλάμε για την κοινή αγροτική πολιτική, που το 70% των ενισχύσεων κατέληξε στα χέρια του 20% των μεγαλύτερων αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων.

Τα τελευταία 25 χρόνια οι Ευρωπαίοι αγρότες από 13 εκατομμύρια περιορίστηκαν σε 7 στις 15 χώρες-μέλη της Ενωσης πριν από τη διεύρυνση. Σε παραδοσιακά αγροτικές χώρες ο αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε στο 1/5 σε σχέση με αυτόν της δεκαετίας του '50. Στο σύστημα διανομής τροφίμων κυριαρχεί ένας μικρός αριθμός μεσαζόντων που έχει τεράστια δύναμη και καταδικάζει τους παραγωγούς στην ένδεια. Κι αυτά ευρωπαϊκά ζητήματα είναι. Γιατί δεν τα συζητάμε; Και να φανταστεί κάποιος ότι ο πρωθυπουργός θα πήγαινε –όπως έλεγε– στις Βρυξέλλες να υπερασπιστεί τους αγρότες, χα χα!

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube