Την άλλη Κυριακή οι Ευρωπαίοι πολίτες θα ψηφίσουν για μία «ενωμένη Ευρώπη», για την οποία η συντριπτική πλειοψηφία τους γνωρίζει ελάχιστα. Στην Ελλάδα, ειδικά, ο δημόσιος διάλογος για την Ε.Ε. γίνεται λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές και επειδή γίνεται με όρους εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης αφήνει την πραγματική συζήτηση για την Ευρώπη στο σκοτάδι.
Το περιεχόμενο της συνθήκης της Λισσαβώνας που υπέγραψαν οι ηγέτες των 27 χωρών της Ε.Ε. όπως επίσης και η πολιτική επιλογή τους να επικυρωθεί η νέα συνθήκη από τα κοινοβούλια των χωρών μελών -με την εξαίρεση της Ιρλανδίας- αποκαλύπτουν με τον πιο έντονο τρόπο το αδιέξοδο του ενωσιακού εγχειρήματος και τη βαθιά κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η Ε.Ε. Ενα αδιέξοδο που άρχισε να διαφαίνεται από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και μία κρίση η οποία άρχισε να βαθαίνει με πολύ γρήγορο ρυθμό από την «ενδιάμεση» συνθήκη της Νίκαιας.
Από τον Δεκέμβριο του 2000 η Ε.Ε. βρίσκεται και λειτουργεί σε ένα αφασιακό «ανάμεσα» που προσπάθησε να καλύψει η βεβιασμένη διεύρυνσή της, η οποία έπρεπε να λειτουργήσει μέσα σε περιβάλλον θεσμικής αναπηρίας. Η Ε.Ε. από την κατασκευή της ήταν ένα πολιτικό μόρφωμα που λειτουργούσε ερήμην των λαών και τα έντονα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά που είχε, τα οποία ενισχύθηκαν με το πέρασμα των χρόνων (δημιουργώντας παράλληλα ένα δίκαιο που υπεράσπιζε και κατοχύρωνε τα συμφέροντα μιας καπιταλιστικής ελίτ), καθιστούν σήμερα αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισής της.
Η νέα συνθήκη της Λισσαβώνας ήρθε να αντικαταστήσει το εξάμβλωμα του Ευρωσυντάγματος. Υιοθετεί σε πολύ μεγάλο βαθμό το περιεχόμενό του, με ηπιότερες διατυπώσεις και μεγαλύτερη ασάφεια. Αυτό το γεγονός επιτρέπει -και επιβάλλει- τις ερμηνείες που κάθε φορά θα επιλέγει ο σκληρός γραφειοκρατικός πυρήνας των Βρυξελλών και των κυβερνήσεων των χωρών του σκληρού πυρήνα που κινούνται με συνέπεια σε μια αιχμηρότατη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική.
Ενός πυρήνα, μάλιστα, που στην κορυφή του δεν έχει ούτε κατά διάνοια την προσχηματική συνοχή που πρόσφερε κάποτε ο γαλλογερμανικός άξονας. Η επικύρωση της νέας συνθήκης με δημοψηφίσματα θα οδηγούσε σε ένα ακόμα φιάσκο και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επιλέχθηκε η διαδικασία επικύρωσής της από τα κοινοβούλια, όπου κυριαρχεί η -γραφειοκρατικής αντίληψης- «κατασκευασμένη» πλειοψηφία. Σε μία ένωση κρατών με τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα δεν υπάρχει πιο ταιριαστός τρόπος νομιμοποίησης.
Τα εθνικά κοινοβούλια, όπως και το Ευρωκοινοβούλιο, αποτελούν το άλλοθι μιας δημοκρατίας που λειτουργεί όπου και όσο επιτρέπουν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Συμφέροντα που στηρίζονται από αντιδημοκρατικούς και ανεξέλεγκτους μηχανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Η Ε.Ε. που περιγράφεται στη συνθήκη της Λισσαβώνας είναι ένα φάντασμα που δεν έχει καμία σχέση με τα χαρακτηριστικά της διπλής ένωσης ευρωπαϊκών κρατών και λαών, με κοινούς στόχους και οράματα αλλά και συμπεφωνημένο τρόπο υλοποίησής τους.
Εχει να κάνει με μία τύποις «ένωση» που έχει υποταχθεί στις απαιτήσεις των ΗΠΑ και αποδέχεται τις εντολές της Ουάσιγκτον για τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων αλλά και την ταχύτατη αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Οι λαοί δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από μία τέτοια Ευρώπη. Ούτε από μία προοπτική «προοδευτικής μεταρρύθμισης» της φυσιογνωμίας της.
Η άλλη Ευρώπη που είναι εφικτή είναι μία Ευρώπη που θα κινείται σε μια κατεύθυνση ενίσχυσης της κοινωνικής προστασίας, μια Ευρώπη που θα διασφαλίζει το δικαίωμα στην πλήρη απασχόληση, στην εργασία για όλους, θα διασφαλίζει τη δωρεάν παιδεία και θα εγγυάται όλα τα βασικά και θεμελιώδη ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα. Μία τέτοια Ευρώπη, όμως, θα γεννηθεί μέσα από τον δρόμο των ρήξεων. Ρήξεις που θα προκληθούν με τη διατύπωση μιας σειράς αιτημάτων τα οποία θα αποτελέσουν το πλαίσιο των πολιτικών αγώνων μας ενώ παράλληλα θα αποκαλύπτουν και θα αμφισβητούν τη σημερινή δομή, λειτουργία και προοπτική της Ε.Ε.
Τα αιτήματα για μια άλλη Ευρώπη πρέπει να περιστρέφονται γύρω από τέσσερις άξονες.
1. Τη δημιουργία μιας Ευρώπης δημοκρατικής που πρέπει να εξαλείψει το δημοκρατικό έλλειμμα, να αποκαταστήσει τον θεσμικό παραλογισμό της διπλής νομιμότητας, να αποδώσει στο Ευρωκοινοβούλιο τις εξουσίες του και να επιτρέψει τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τον περιορισμό των εξουσιών της που εξυπηρετούν αποκλειστικά τις επιδιώξεις του μεγάλου πολυεθνικού κεφαλαίου. Αυτή η δημοκρατική Ευρώπη πρέπει να απαντά στο ερώτημα «ποιος αποφασίζει». Και αυτοί που πρέπει να αποφασίζουν είναι οι λαοί και οι εργαζόμενοι.
2. Τη θεμελίωση και την υπεράσπιση της κοινωνικής Ευρώπης που αρνείται την αναγόρευση των πάντων σε εμπόρευμα και την παράδοσή τους στην ανεξέλεγκτη αγορά με τα «αόρατα χέρια». Η κοινωνική Ευρώπη πρέπει να εγγυάται την εργασιακή ασφάλεια, να καταδικάζει και να αποκλείει την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δημιουργούν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, να διασφαλίζει το 35άωρο και να δημιουργεί θέσεις απασχόλησης, να αναβαθμίζει την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών και να διευρύνει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις ελευθερίες.
3. Τη δημιουργία μιας «πράσινης» Ευρώπης, μιας Ευρώπης οικολογικής, στην οποία η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να είναι πάνω από το κυνήγι των κερδών. Μιας Ευρώπης οικολογικής που δεν πρέπει να ιδιωτικοποιεί τους φυσικούς πόρους, να μη βασίζει την ανάπτυξή της στο πετρέλαιο και την πυρηνική ενέργεια, να ενισχύει τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και να απαγορεύει τη χρήση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών.
4. Τη δημιουργία μιας Ευρώπης της ειρήνης και της αλληλεγγύης που δεν μπορεί να αποτελεί τον συνεταίρο των ΗΠΑ στον ρόλο του χωροφύλακα του κόσμου.
Η επιλογή της αποχής
Η αποχή από τις εκλογές είναι βέβαια μία επιλογή, αλλά στη δική μου αντίληψη ταυτίζεται με την αυτοκτονία. Οπως ο αυτόχειρας αδιαφορεί για τη ζωή, έτσι αδιαφορεί και για την κοινωνία εκείνος που δεν ψηφίζει. Η αποδοκιμασία εκφράζεται εντονότερα με την ψήφο και τη συμμετοχή. Το γεγονός ότι κάποιοι προπαγανδίζουν την αποχή ως λύση αποδοκιμασίας του πολιτικού συστήματος δείχνει παραλογισμό και ανοησία διότι δεν φανερώνει διάθεση συμμετοχής. Δεν φανερώνει ενδιαφέρον.
Δεν αποδοκιμάζεις κάτι που σε αφήνει αδιάφορο. Αν μάλιστα οι Ελληνες πολίτες γνώριζαν ότι το 75% της ελληνικής νομοθεσίας αποφασίζεται στις Βρυξέλλες ίσως να αναθεωρούσαν την άποψή τους για αποχή, εφόσον ενδιαφέρονται για τη διακυβέρνηση και της χώρας αλλά και του υπερεθνικού οργανισμού μέσα στον οποίο είναι ενταγμένη η Ελλάδα. Ομως η άγνοια γεννάει εύκολα τσιτάτα που τα επαναλαμβάνουν τα παπαγαλάκια του life style και τα κάνουν μόδα. Μόδα αυτοκτονική.