Εξακολουθώ να πιστεύω, έχοντας παρακολουθήσει την τρομερή παράσταση ποδοσφαίρου που έδωσε στη Ρώμη την Τετάρτη το βράδυ η Μπαρτσελόνα του Πέπε Γκουαρντιόλα, ότι για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ο τελικός ήταν πιο εύκολο ματς. Για δύο λόγους: πρώτον, γιατί πριν από την έναρξη του παιχνιδιού είχε πολλά λιγότερα προβλήματα από την αντίπαλό της και δεύτερον, γιατί η Τσέλσι κι ο Χίντινκ είχαν δείξει στα ημιτελικά, σε δύο ματς, μάλιστα, με ποιον τρόπο μπορείς να σταματήσεις το πάσινγκ γκέιμ των Καταλανών. Μόνο που αυτού του τύπου τα δεδομένα ελάχιστα απασχόλησαν τον σερ Αλεξ Φέργκιουσον.

Eβλεπα στον τελικό τις αντιδράσεις των δύο τεχνικών στον πάγκο, μια και καθόμουν πίσω τους. Ο Γκουαρντιόλα είδε το ματς συνεχώς όρθιος, δίνοντας συμβουλές στον Τουρέ, τον Μπούσκετς και τον Μέσι. Από τον πρώτο ζητούσε να περνάει την μπάλα γρήγορα στους χαφ, από τον δεύτερο να μένει μπροστά από τους αμυντικούς και πίσω από τον Ινιέστα και τον Τσάβι και από τον τρίτο να αλλάζει θέσεις και να μη μένει στην περιοχή, ώστε να μην μπορούν να ασχολούνται μαζί του ο Βίντιτς και ο Φέρντιναντ, αλλά να τον βλέπουν να εμφανίζεται από το πουθενά, όπως στη φάση του υπέροχου δεύτερου γκολ.

Ο σερ Αλεξ από την άλλη σηκώθηκε για πρώτη φορά στο 64ο λεπτό για να πει στον Ρούνεϊ να συγκλίνει. Και το 'κανε μια φορά ακόμα για να καλμάρει τον Σκόουλς, όταν λίγο πριν από το τέλος έκανε το χειρότερο φάουλ του αγώνα. Ο σερ Αλεξ έζησε και έχασε το ματς χωρίς το παραμικρό άγχος, ακριβώς γιατί ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν χρειάζεται να αποδείξουν τίποτα και που μπορούν να αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο όχι σαν πόλεμο, αλλά ως ένα σπορ που παίζεται με καρδιά και εφαρμόσιμες στρατηγικές με στόχο τη νίκη.

Ακρη

Αν κάποιος σταθεί αποκλειστικά στο παιχνίδι, αφήνοντας στην άκρη την τεράστια καριέρα του Σκωτσέζου, θα μπορούσε αβίαστα να πει ότι αυτός έχασε το ματς κι ότι είναι ο μεγάλος υπεύθυνος της καταστροφής της πρώην πρωταθλήτριας Ευρώπης. Ο σερ Αλεξ δεν χτυπάει την Μπάρτσα στο αποδεκατισμένο κέντρο της άμυνάς της και παίζει με δύο πλάγιους μεσοεπιθετικούς (τον Γκιγκς και τον Κριστιάνο Ρονάλντο), που πρέπει να βγαίνουν ως κυνηγοί.

Αφήνει τον Μέσι να σουλατσάρει χωρίς να του έχει ετοιμάσει την παραμικρή παγίδα. Δεν κάνει τίποτα όταν ο Ανρί και ο Ετό επιλέγουν ή παίρνουν οδηγία να παίξουν πάνω στους ακραίους μπακ της ομάδας, αποφεύγοντας τις δαγκάνες του Βίντιτς και του Φέρντιναντ.

Στο δεύτερο ημίχρονο βγάζει τον Αντερσον για να βάλει τον Τέβες σε έναν παράξενο ρόλο έξω αριστερά, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να γιγαντωθούν τα κενά στη μεσαία γραμμή και να κάνουν πάρτι ο Τσάβι με τον Ινιέστα που οργίασαν. Το δε πέρασμα του Μπερμπάτοφ έκανε τη Μάν. Γιουνάιτεντ περισσότερο προβλέψιμη και γέμισε νεύρα τον Ρονάλντο, ο οποίος σταμάτησε να παίρνει μπάλα κατά μέτωπο και βρέθηκε να τσακώνεται με τον Πουγιόλ για τα πλάγια άουτ. Σε μια πρώτη ανάγνωση, του σερ Αλεξ δεν του έπιασε τίποτα –όμως, αυτή η ανάγνωση είναι σαν τις νεκροψίες: ασφαλέστατη μεν, πλην όμως άχρηστη, μια και έγινε όταν όλα τελείωσαν.

Εντύπωση

Η εντύπωση που είχε η ποδοσφαιρική Ευρώπη περιμένοντας το ματς είναι ότι ο Σκωτσέζος θα εφάρμοζε τη συνταγή του Χίντινκ με παίκτες πιο έμπειρους: την είχα κι εγώ και σας το έλεγα την Τετάρτη. Ομως, σε αυτή την περίπτωση ο σερ Αλεξ δεν θα ήταν ο σημαντικότερος προπονητής της εποχής μας, αλλά ένας ακόμα σκλάβος της ανάγκης που λέγεται αποτέλεσμα, ένας από τους εκατοντάδες που έχουν πουλήσει την ψυχή τους στον διάβολο που λέγεται σκοπιμότητα.

Ο Φέργκιουσον έπαιξε το ματς όπως επέβαλε η τεράστια καριέρα του, δηλαδή ανοιχτά και ψάχνοντας λύσεις που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με το επιθετικό κομμάτι του παιχνιδιού. Η Μπάρτσα κάνει μια καταπληκτική εμφάνιση και κερδίζει, γιατί στο ανοιχτό παιχνίδι είναι η καλύτερη ομάδα του κόσμου –σας το 'λεγα και χθες.

Ομως, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι αυτή που αναλαμβάνει την ευθύνη της θεαματικότητας του αγώνα –αυτή είναι που χάνει παίζοντας και παίζει με έναν τρόπο που δείχνει ότι δεν έχει να αποδείξει σε κανέναν τίποτα. Η πρωταθλήτρια Αγγλίας για εννέα λεπτά στην αρχή του ματς κάνει την Μπάρτσα να τρέμει: τα σουτ είναι 5-0, η πίεση απίστευτη, ο Ρονάλντο μοιάζει και είναι ασταμάτητος.

Εννέα λεπτά αληθινού επιθετικού παιχνιδιού απέναντι σε αυτή την Μπάρτσα είναι τελικά λίγα: δεν φτάνουν. Τα επόμενα 81 λεπτά η Μπάρτσα κάνει ό,τι θέλει και θα μπορούσε να έχει δώσει στη νίκη της διαστάσεις θριάμβου. Απέναντι, όμως, σε μια ομάδα που είχε τη θέληση να την κοιτάξει στα μάτια και να μην τη φοβηθεί, γιατί στην ψυχή είναι αληθινά μεγάλη: ίσως η πιο μεγάλη του καιρού μας.

Μάτια

Στα μάτια πολλών ο Φέργκιουσον την Τετάρτη το βράδυ μπορεί να έπεσε αρκετά. Δεν διαχειρίστηκε σωστά το ματς, δεν κατάλαβε ότι η μεσαία γραμμή χρειαζόταν υποστήριξη, δεν περιόρισε τους Ισπανούς. Ε, λοιπόν, στα δικά μου τα μάτια ανέβηκε γιατί έπαιξε. Μπορεί να πει κάποιος ότι το έκανε λάθος, ότι το επιχείρησε με λάθος πρωταγωνιστές, ότι έλειψαν από την ομάδα του οι τρόποι, ότι τελικά αυτό που παρουσίασε στο «Ολίμπικο» ήταν το χρονικό της (αυτο)καταστροφής του. Και λοιπόν; Οποιος έκανε την τύχη του παίζοντας ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, όποιος στήριξε τους θριάμβους του στη θετική σκέψη, όποιος αντιλαμβάνεται το ματς ως μια επίδειξη ικανοτήτων που θα επιβραβευτούν από ένα αποτέλεσμα έχει δικαίωμα και να χάνει. Κυρίως γιατί τιμά το σπορ.

Ηττα

Χειροκρότησα με την καρδιά μου τη νίκη της Μπάρτσα: ήταν μια από τις δικαιότερες που έχω δει ποτέ. Ομως, τιμή στον σερ Αλεξ που δεν φοβάται την ήττα, γιατί την αντιμετωπίζει γι' αυτό που είναι: τίποτα πιο διαφορετικό από τη νίκη, απλώς ένα άλλου τύπου αποτέλεσμα.

Σύμβολο

H Μπαρτσελόνα, για όποιον αγαπάει ένα ποδόσφαιρο χωρίς σκοπιμότητες και σατανικά κόλπα, είναι κάτι σαν το «Πιστεύω» –ένα αληθινό σύμβολο πίστης. Η νίκη της στη Ρώμη ξέπλυνε την ντροπή εκείνης της ήττας με 4-0 το 1994 στην Αθήνα από τη Μίλαν. Αυτή τη φορά ήταν αυτή που είχε τις μεγάλες απουσίες, αυτή που έπρεπε να αποδείξει ότι εκτός από τρόπους έχει και ψυχή, αυτή που έπρεπε να κάνει σε όλους κατανοητό ότι κάθε συζήτηση για απουσίες σταματά όταν το παιχνίδι αρχίσει: εκεί οι παρόντες έχουν σημασία και μόνο αυτοί.

Είναι ομάδα άλλων καιρών η φετινή Μπάρτσα. Αν μπορούσαμε, θα έπρεπε να την πάμε πίσω στον χρόνο, να τη βάλουμε να αντιμετωπίζει τη Ρεάλ του Πούσκας, την Μπενφίκα, τη Μίλαν του «κανονιέρη» Λίντχολμ, τα θηρία της δεκαετίας του '50 που κέρδιζαν με σκορ τύπου 6-2 ή 2-5. Το ποδόσφαιρό της είναι τόσο μοντέρνο και ταυτόχρονα τόσο παραδοσιακό, που στην τηλεόραση γίνεται συχνά ακατανόητο: τη δεκαετία του '50, όταν οι ομάδες έπαιζαν έτσι και τόσο πολύ για το γκολ, μην ξεχνάτε ότι δεν υπήρχε τηλεόραση και η απόλαυση ανήκε σε όποιον είχε την τύχη να βρίσκεται στο γήπεδο. Το ίδιο συμβαίνει με αυτούς τους καταπληκτικούς τύπους και τώρα.

Ο τρόπος που παίρνουν όλο το πλάτος του γηπέδου ώστε να απλώσουν την αντίπαλη άμυνα δεν γίνεται ορατός από τον τηλεοπτικό φακό, ο οποίος κυνηγά την μπάλα. Ο συγχρονισμός των συγκλίσεων των ακραίων επιθετικών στην τηλεόραση δεν γίνεται κατανοητός. Η κίνηση των παικτών χωρίς την μπάλα δεν καταγράφεται και η ταχύτητα με την οποία γυρνάνε όλοι τους την μπάλα δεν μετριέται από τα πλάνα του τηλεσκηνοθέτη. Στην τηλεόραση η Μπάρτσα είναι ένα σπουδαίο θέαμα, γιατί η τηλεόραση καταγράφει γκολ. στο γήπεδο η Μπάρτσα είναι μια μοναδική πρόταση ποδοσφαίρου, η μοναδική ομάδα που ομορφαίνει κάθε τετραγωνικό του γηπέδου, που σου κεντρίζει την προσοχή όχι όταν οι επιθετικοί της απειλούν, αλλά όταν όλη η ομάδα δουλεύει στην κατασκευή των φάσεων.

Στο «Ολίμπικο» τρεις-τέσσερις αλλαγές παιχνιδιού έπειτα από 7 και 8 διαδοχικές μικρές πάσες ο κόσμος τις χειροκρότησε σχεδόν όσο και τα γκολ. Στη δε πρώτη λάθος πάσα που έκαναν στο δεύτερο ημίχρονο πανηγύρισε η εξέδρα της Μαν. Γιουνάιτεντ, γιατί οι παίκτες του Φέργκιουσον θα ξανακουμπούσαν την μπάλα.

Σας το 'χω ξαναπεί: εκεί που οι άλλοι βλέπουν ένα παιχνίδι, οι Καταλανοί βλέπουν τη θεϊκή απλότητα της τέχνης του εφικτού.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube