Είναι νωρίς το απόγευμα η στιγμή που ξεκινάω να γράψω αυτό που τώρα διαβάζετε. Πριν από το παιχνίδι της Ρώμης, που χαρακτηρίστηκε «ονειρεμένος τελικός» και ελπίζω να ήταν τέτοιος. Χαζεύω ανταποκρίσεις των ειδησεογραφικών πρακτορείων, των απεσταλμένων της εφημερίδας στη Ρώμη και κοιτώ διάφορες φωτογραφίες. Μένω λίγο περισσότερο σε ένα φωτο-κολάζ του Reuters με τον Κριστιάνο Ρονάλντο και τον Μέσι. Τους δύο αυτούς τους βλέπω στις περισσότερες φωτογραφίες. Είναι οι σταρ των ομάδων τους.
Ο ένας, ο Πορτογάλος, περισσότερο life style πρόσοψη. Ο άλλος, ο Αργεντινός, περισσότερο ντροπαλός και μπαλαδόφατσα. Η σύγκριση των δύο θα μπορούσε να γεμίσει σελίδες ολόκληρες. Και ένας αληθινός ποδοσφαιρόφιλος εκείνο που θα μπορούσε να ευχηθεί είναι και οι δύο αυτοί νεαροί να έχουν διάρκεια, να μην τους εξαντλήσει το αδηφάγο marketing και τους πετάξει στα αζήτητα, όπως έκανε με τον Ρονάλντο, τον Αντριάνο και τον Ροναλντίνιο. Και οι τρεις κατά σύμπτωση (που κάτι πρέπει να σημαίνει) Βραζιλιάνοι.
Ξανακοιτάω τις φωτογραφίες. Με τους φίλους των δύο ομάδων να τριγυρνούν στην «αιώνια πόλη», με τα κασκόλ τους, τη φασαρία τους, τις μπίρες τους οι Αγγλοι, που είναι περισσότεροι και κάνουν περισσότερο θόρυβο. Και φοβίζουν και περισσότερο, μια και πάνω από 20.000 δεν είχαν εισιτήρια. Προσέχω τις φανέλες των «μονομάχων» και συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο πόσο διαφορετικές είναι αυτές οι δύο ομάδες, που το μάρκετινγκ λατρεύει. Γιατί κερδίζει και από τις δύο εκατομμύρια. Η Μάντσεστερ είναι ο καλύτερος εκπρόσωπος του παγκοσμιοποιημένου αγγλικού ποδοσφαίρου. Είναι η αγγλική ομάδα που έγινε ένα παγκόσμιο σήμα κατατεθέν και της οποίας το 30%-40% των φιλάθλων στο γήπεδό της πολύ συχνά προέρχεται εκτός Αγγλίας.
Παράξενο για μία ομάδα που πριν από τον μεγάλο πόλεμο ξεκίνησε βασισμένη πάνω στις παραδόσεις του εργατικού κόμματος, για να μετεξελιχθεί όπως το εργατικό κόμμα μετά τον Μπλερ. Η Μάντσεστερ εξελίχθηκε πάνω στα ίχνη που άφησε ο νεοφιλελευθερισμός και έφτασε να αποτελεί ιδιοκτησία ενός Αμερικανού εκατομμυριούχου, ο οποίος στο όνομα της ελεύθερης αγοράς αγόρασε την ομάδα φορτώνοντάς τη με ένα συμπαθές χρέος 700 εκατ. στερλινών. Μετά είναι και ο χορηγός στη φανέλα.
Η AIG, η εταιρεία που είναι μέχρι το τέλος της χρονιάς χορηγός της Γιουνάιτεντ, είναι τοπ σύμβολο της απληστίας και της αυτοκαταστροφικής τάσης των αγορών που δεν υπόκεινται σε κανέναν έλεγχο και καμία ρύθμιση. Μια εταιρεία χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, στην οποία οι Αμερικανοί φορολογούμενοι έχουν προσφέρει περισσότερα από 240 δισ. δολάρια για να μην πτωχεύσει. Στη Μάντσεστερ βλέπουν τους φιλάθλους-οπαδούς πρώτα ή και κύρια ως πελάτες.
Το αντίθετο με την Μπάρτσα, που βλέπει τους ανθρώπους της πρώτα ως μέλη και κατόπιν ως πελάτες. Που δεν θα μπορέσει να πουληθεί ποτέ, γιατί το μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας της έχει τις ρίζες του στην παράδοση της συμμετοχικής δημοκρατίας της Καταλωνίας, όπου οι άνθρωποι και οι απόψεις τους μετρούν ακόμα. Η Μπάρτσα μερικές φορές μοιάζει με τον διπρόσωπο Ιανό. Από τη μία πλευρά είναι ανοικτή στην παγκοσμιοποίηση και από την άλλη παραμένει μια ομάδα family oriented.
Μια ομάδα που στηρίζεται και θέλει τις οικογένειες στο γήπεδο. Που θέλει να είναι μαζί με τον San Jordi –τον Αγιο Γεώργιο– και τη σημαία της Catalunya τα πράγματα που περιγράφουν την καταλανική ταυτότητα της αυτονομίας. Η Μπάρτσα την ώρα που κάνει τα γλυκά μάτια στην παγκοσμιοποίηση και παράγει ταλέντα για να τα πουλήσει εκατομμύρια, δεν βάζει διαφήμιση στη φανέλα.
Ή μάλλον βάζει τη Unicef στην οποία δίνει 1,5 εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο για να τονίσει τη σημασία του να είσαι mes que un club. Κάτι περισσότερο από ένας σύλλογος που μπορεί να εκδηλώνει με ευκολία και πειστικότητα σημαντικές κοινωνικές παρεμβάσεις. Χθες, για να μη γίνει κάποια παρανόηση, δεν συγκρούστηκαν δύο μοντέλα ποδοσφαιρικής οργάνωσης. Χθες αποδείχτηκε ότι υπάρχει χώρος και για τα δύο, μόνο που το ένα θα είναι πάντα χρεωμένο.
Ο υποβιβασμός κοστίζει
Πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια γίνεται αναφορά στα επιπλέον χρήματα που θα μπορούν να βάλουν στο ταμείο τους οι ομάδες που κερδίζουν την άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ από την Τσάμπιονσιπ. Ενα ποσό που με βάση την ισχύουσα συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων φτάνει τα 70 εκατομμύρια ευρώ, ίσως και λίγο παραπάνω, υπό προϋποθέσεις. Ποτέ δεν γίνεται κουβέντα για το αντίστροφο. Για το πόσα χρήματα δηλαδή χάνει μία ομάδα που υποβιβάζεται. Το εύκολο συμπέρασμα θα ήταν να υποθέσει κάποιος ότι όσα κερδίζει μια ομάδα που ανεβαίνει, τόσα περίπου θα χάνει μια ομάδα που υποβιβάζεται. Συλλογισμός που δεν είναι καθόλου ακριβής.
Οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, αναγνωρίζοντας ότι ο υποβιβασμός αποτελεί ένα ισχυρό οικονομικό σοκ για την ομάδα που τον υφίσταται, έχουν προνοήσει ώστε η ομάδα που υποβιβάζεται για μία διετία να εξακολουθεί να λαμβάνει το 30% των χρημάτων που βάζουν στα ταμεία τους οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ. Η ενίσχυση αυτή είναι ανεξάρτητη από τα χρήματα που θα εισπράξει η ομάδα από τη συμφωνία πώλησης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της Τσάμπιονσιπ, της οποίας η αξία στην καλύτερη περίπτωση δεν ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Το πρόβλημα είναι πως οι ομάδες που υποβιβάζονται από την Πρέμιερ Λιγκ έχουν υψηλότερο προϋπολογισμό και δίνουν πολλά χρήματα για μισθούς και συμβόλαια. Αυτά τα χρήματα ενδεχομένως να μπορούν να τα καλύψουν από τα έσοδα που έχουν αγωνιζόμενες στην Πρέμιερ Λιγκ, αλλά όταν υποβιβάζονται, αν θέλουν να διατηρήσουν το ίδιο ρόστερ, θα διαπιστώσουν ότι είναι αδύνατο. Γι' αυτό ένα από τα πρώτα πράγματα που αναγκάζονται να κάνουν είναι να δώσουν μεταγραφή σε κάποιους από τους «καλούς» ποδοσφαιριστές που έχουν, για να μειώσουν τα έξοδά τους.
Ετσι, όμως, μειώνουν και την ανταγωνιστικότητά τους και πιθανόν να μην καταφέρουν να επανέλθουν στην Πρέμιερ Λιγκ. Μία ακόμη αρνητική συνέπεια του υποβιβασμού έχει να κάνει με τη μείωση της αξίας της ομάδας. Ενα πρόβλημα που αντιμετωπίζει με οξύτητα η Νιούκαστλ. Ο ιδιοκτήτης της, Μάικ Ασλεϊ, εδώ και καιρό αναζητούσε αγοραστή στην τιμή των 180-200 εκατομμυρίων. Ομως, μετά τον υποβιβασμό η αξία της ομάδας έπεσε στο μισό ενώ παράλληλα είναι μάλλον απίθανο αυτόν τον καιρό να βρεθεί επιχειρηματίας πρόθυμος να επενδύσει τόσα χρήματα σε μια ομάδα της Τσάμπιονσιπ.
Ακούσατε, ακούσατε…
Λοιπόν, οι Ευρωπαίοι πολίτες θα μπορούν από εδώ και πέρα να κοιμούνται ήσυχοι, διότι όπως μας ενημέρωσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά τα συμπεράσματα που έβγαλε από την παγκόσμια οικονομική κρίση –την οποία στάθηκε παντελώς ανίκανη να προβλέψει και αποδεικνύεται επίσης ανίκανη να διαχειριστεί– κάνει έναν καινούργιο σχεδιασμό για την αντιμετώπιση πιθανών κινδύνων στο άμεσο μέλλον, έτσι ώστε σε παρόμοια κρίση να μην αναγκάζονται οι κυβερνήσεις να ενισχύουν τις τράπεζες με εκατομμύρια ευρώ.
Πράγμα που σημαίνει ότι ο σχεδιασμός γίνεται με δεδομένο ότι το σύστημα δεν πρόκειται να αλλάξει, παρά τα όσα λέγανε διάφοροι μεγαλοσχήμονες για την αλλαγή της αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Και η κεντρική ιδέα του «σχεδιασμού» έγκειται στο ότι οι τράπεζες θα ελέγχονται πιο αυστηρά, ώστε να μην ξανοίγονται σε επικίνδυνα παιχνίδια. Με δεδομένη τη διαπλοκή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, το νέο σύστημα μπορεί να δουλέψει τώρα στις αρχές. Μετά όλα θα γυρίσουν στα ίδια. Ετσι κι αλλιώς ακόμα κι αν γίνει καμιά στραβή, δεν θα την πληρώσει κανείς, παρά οι ίδιοι μαλάκες που πληρώνουν και τώρα.