Τις τελευταίες ημέρες έχω μια έντονη ανησυχία. Ίσως να φταίει ο εφιάλτης που επαναλαμβάνεται κάθε νύχτα στον ύπνο μου. Κάθομαι λέει ήσυχα ήσυχα στο γραφείο μου και την ώρα που πάω να δαγκώσω μια μπουκιά από την κερασόπιτα μου εμφανίζεται μπροστά μου ο Μιαούλης, την παίρνει από τα χέρια μου και αρχίζει να τρέχει γελώντας ύποπτα. Την ίδια ώρα ο Νερατζιάς που περιγράφει το μπαράζ Παναιτωλικού-Ρόδου φωνάζει «Καραμαλικηηηηηης. ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ. 1-1». Ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα και ψάχνω για τον καπνό μου. Ποτέ όμως δεν είναι εκεί που νομίζω ότι θα είναι, οπότε ξαναπέφτω για ύπνο. Ο εφιάλτης όμως επανέρχεται και είναι ακριβώς ίδιος με την προηγούμενη φορά. Ο Μιαούλης μου αρπάζει την κερασόπιτα και ο Νερατζιάς φωνάζει «Καραμαλικηηηηηης. ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛ. 1-1».
Όλη αυτή η ανησυχία μου έχει θολώσει το μυαλό. Μόνο έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στις 9 ακριβώς ανέβηκα για να κάνω εκπομπή αλλά τελικά είχα στις 10. Προσπάθησα να μπω με τη βία στο στούντιο αλλά μάταια, γλίστρησα πάνω σε μια χαρτοπετσέτα και παραλίγο να θρηνήσω ένα ραγισμένο πλευρό. Δεν το θρήνησα τελικά.
Η ώρα που περίσσευε λοιπόν έπρεπε με κάποιον τρόπο να γεμίσει. Και γέμισε με mail.
Να λοιπόν το κείμενο του πιστού αναγνώστη Κωνσταντίνου Δεμερούτη που για κάποιο περίεργο λόγο, που ακόμα δεν έχω καταλάβει, μου δίνει την εντύπωση ότι θέλει να πάρει την θέση του Μιαούλη στον εφιάλτη μου και να μου πάρει την κερασόπιτα.
Ένα μουρμουρητό κεντούσε το μυαλό του, μην αφήνοντας να αντιληφθεί πως η πόλη είχε πάλι ερημώσει. Ήταν σαν να αντηχούσε από παντού. Από την καυτή άσφαλτο τα κλειστά μαγαζιά..... «ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις» . «Ποιο?» Σκέφτηκε μεγαλόφωνα..... «ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις» συνέχισε να απαντάει το κενό. «Ποιο? Διάλολε» φώναξε.
Ο μυστηριώδης τύπος με τα μαύρα γυαλιά, την καπαρντίνα και τη μεταλλική βαλίτσα που τον προσπεράσε, δεν έδειξε την παραμικρή αντίδραση. Έμοιαζε υπνωτισμένος. Μόνο μουρμούριζε: «ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις». –«Ήρθε η ώρα για τον μικρό μου φίλο» σκέφτηκε και έκανε την γνώριμη κίνηση να απασφαλίσει το Walther PPK από τη θήκη του. «never leave home without it», σκέφτηκε, που πάντα έλεγε η γιαγιά του κολλητού του όταν την επισκέπτονταν στο χωριό στις πασχαλινές διακοπές της παιδικής του ηλικίας. Ήταν μία σοφή γυναίκα η γιαγιά. Κάθε της φράση ήταν απόσταγμα σοφίας. Πόσες και πόσες φορές δεν του έσωσαν τη ζωή τα σοφά της λόγια ........ «τσάϊ Κεϋλάνης.... το καλύτερο ρόφημα του κόσμου......» ανακάλεσε με νοσταλγία τα λόγια της στην μνήμη του.
Με μια αστραπιαία κίνηση με τον μικρό του φίλο στο χέρι, πλέον, γύρισε προς τον μυστηριώδη άντρα..........και τότε την ξαναείδε.......με το μικρό μπλε φορεματάκι της, το φιόγκο στα μαλλιά, πάνω στο ποδήλατό της............ να κάνει ‘οχτάρια’ καταμεσής της άδειας λεωφόρου. Ευτυχώς που δεν κυκλοφορούσε ψυχή, διότι σε μία κανονική!!? ημέρα σίγουρα κάποιος μαχητής του δρόμου (με το κωδικό όνομα: «ταρίφες») θα την είχε «καθαρίσει». Με τρεμάμενα από την συγκίνηση βήματα και το πιπιλίζοντας τον αντίχειρα την πλησίασε. Πόσα ‘επίπεδα’ είχαν περάσει από τότε που την πρωτοαντίκρυσε?. Πόσες νύχτες από τότε, ψιθύριζε το όνομά της στον ύπνο του (τα όσα βράδια είχε καταφέρει να κοιμηθεί έστω και λίγα λεπτά). Τότε το αίμα του πάγωσε ...... «ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις» την άκουσε να μουρμουράει κι αυτή....... σκοτάδι.......
Στην γνώριμή του εμβρυακή στάση, με το παντελόνι λίγο νωπό ψηλά στο καβάλο, άνοιξε τα μάτια του. Ένα ζευγάρι χοντρές μαύρες Doc martins. «δίαολε, κυκλοφορούν ακόμα skinheads που βουτάνε flying’s και κινητά από τα πιτσιρίκια? Πότε..... βρίσκομαι?» σκέφτηκε. Σήκωσε αργά το βλέμμα. Πάνω από τις μπότες οι εικόνα που αντίκρυσε του πάγωσε το αίμα ακόμα περισσότερο. Κανελλί τρίχωμα με μαύρα στίγματα, μεγάλα μουστάκια και δύο γατίσια μάτια να κοιτάνε στο κενό. Πάντα σιχαινόταν τις γάτες....... «ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις» την άκουσε να μουρμουρίζει...........τώρα πια σίγουρα θα στοίχειωναν και αυτές τους νυχτερινούς του εφιάλτες.
Πετάχτηκε τόσο γρήγορα που άφησε αρκετά μέτρα πίσω τη σκιά του. Έτρεχε δίχως να γυρίσει πίσω να κοιτάξει. Το θέαμα όμως που ξανοιγόταν μπροστά του τον φρέναρε απότομα. Στο κέντρο της πλατείας ένα μέγα πλήθος είχε σχηματίσει κύκλο. «καταραμένοι συνδικαλιστές» σκέφτηκε, «σαν τις κατσαρίδες», (ήταν οι μόνοι που είχαν επιζήσει...!). πλησιάζοντας, όμως, κάτι τον ενοχλούσε. «Δεν πρόκειται για πορεία, ούτε διαδήλωση» σκέφτηκε πάλι έχοντας σχεδόν εξαντλήσει τα αποθέματα φαιάς ουσίας που του επιτρεπόταν να χρησιμοποιεί. «Που είναι τα πάνω και τα συνθήματα?» αναθάρρησε. Μόνο ένας βόμβος, που όσο πλησίαζε ξεκαθάριζε......... «ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις».
Έσφιξε τα δόντια, πήρε θάρρος, και πλησίασε. Ένας κοντός, πολύ κοντός (νάνος θα έλεγε, αλλά φοβόταν την PCP - Political Correct Police- που είχε γίνει το φόβος και τρόμος μετά την κατάρρευση της ‘δικτατορίας’ και την κυριαρχία των ‘δημοκρατικών’) τον πλησίασε. «ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις» τον άκουσε να λέει γκρινιάζοντας. «ψήήήφιιιισεεεε νααα τοοοο σώώώουουσεις.....ψήήήήφιιιισεεεε ναααα τοοοοο σώώώουουουσεις» χασμουρήθηκε και ένας άλλος, ίδιος με τον πρώτο, με λίγο, ίσως, μακρύτερη γενειάδα. «ψήφισε να το σώσεις χιχιχι.....ψήφισε να το σώσεις χιχιχι» χασκογέλασε και ένας τρίτος ίδιος με τους άλλους, με λίγο πιο κόκκινα μάγουλα. Δεν σκόπευε να το ακούσει άλλες 4 φορές από τους ομοίους τους που τον πλησίαζαν. Τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού ήδη είχαν αρχίσει να χαϊδεύουν το Walther PPK στη θήκη, όταν μια πελώρια σκιά κάλυψε τον ήλιο, που ήδη είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός. Δύο πελώρια ροζ αυτιά προσκολλημένα σε ένα δυσανάλογα μικρό ροζ ελέφαντα κουνιόντουσαν ρυθμικά, λίγα μόνο μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Ξαφνικά ένοιωσε όπως τότε....μικρό παιδάκι, με τον πατέρα του στο Σ.Ε.Φ. να χαζεύει το mini Zeppelin της CITI που περνούσε πάνω από το κεφάλι του στις πρώτες σειρές των επισήμων, ενώ αυτός τραγουδούσε ευτυχισμένος, μασουλώντας ταυτόχρονα τα πατατάκια του, «έτσι *%$#@ει ο Πειραιάς...έτσι *%$#@ει ο Πειραιάς».
Ο πλαφασμός των αυτιών, μετά βίας άφηνε να ακουσθεί η φράση: «ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις», που επαναλαμβανόταν από το στόμα του μικροσκοπικού ροζ ελέφαντα. Με ένα γιγάντιο άλμα, άρπαξε το ελεφαντάκι από την προβοσκίδα, κατεβάζοντάς το κάτω. «να ψηφίσω τι?? Και να σώσω τι??» ούρλιαξε μέσα στο τεράστιο αυτί. – «Γιατί δε ρωτάς την κοπέλλα? Έγνεψε με την προβοσκίδα προς το κέντρο του πλήθους, και με μία απότομη κίνηση πέταξε μακριά και χάθηκε.
Τότε μόνο αντιλήφθηκε ό,τι δεν έβλεπε τόση ώρα. Ένα κοριτσάκι με κόκκινο παλτό με κουκούλα και ένα καλαθάκι με φαγητό στο χέρι, ένας λύκος με λευκή περούκα και γεροντίστικα ρούχα, δύο χαζοχαρούμενα γουρουνάκια και ένα πιο σοβαρό διοπτροφόρο, έναν κακάσχημο καμπούρη με μία θεά λατίνα δίπλα του, ένας γίγαντας, ένας λαγός, μία χελώνα..... Το ετερρόκλητο αυτό πλήθος άνοιξε και στο κέντρο εμφανίστηκε ένα κοριτσάκι, μούσκεμα, με άθλια σκισμένα και βρώμικα ρούχα που στα χεράκια της κρατούσε ένα αναμμένο σπίρτο. Την πλησίασε. «Ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις» επαναλάμβανε και αυτή. Πλησίασε κι άλλο. Δεν ήταν νερό ή ιδρώτας. Η μυρωδιά της βενζίνης ήταν τόσο έντονη.... και τόσο γλυκιά......όλες εκείνες οι αναμνήσεις που ξύπνησαν με αυτή την μυρωδιά.........το πρώτο του κάμπριο, η πρώτη κόντρα στην Βούτα, η πρώτη FERRARI…..είχε τόσα χρόνια να την μυρίσει. «ήθελα να ‘ξερα που στο διάτανο βρήκε αυτό το κοριτσάκι βενζίνη στις μέρες μας» σκέφτηκε με φθόνο. « εδώ καλά-καλά αυτή δεν έχει να βάλει ένα ρουχο της προκοπής, να πάρει ένα zippo έστω......και βρήκε βενζίνη για να λουστεί?» συνέχισε με κακία.
«Ψήφισε να το σώσεις.....ψήφισε να το σώσεις» συνέχισε εκείνη. –«να σώσω τί???» φώναξε. «Αν δεν ψηφίσεις, θα χαθεί..» αποκρίθηκε εκείνη, «... και αν χαθεί, θα χαθούμε και όλοι εμείς» συνέχισε, παγωμένα. «Δεν θέλω να το ζήσω αυτό.....προτιμώ να καώ. Και όσο για σπίρτα.....έχω πολλά» και έδειξε ένα σχεδόν γεμάτο κουτί με σπίρτα.
«Να ψηφίσω» απάντησε φανερά θορυβημένος, πλέον, «να το σώσω.....αλλά ποιο???». – «Ξέρεις» αποκρίθηκε αυτή «το μυθιστόρημα». – «Εδω πιο κάτω είναι ο Ελευθερουδάκης, πάμε να σου αγοράσω όσα μυθιστορήματα θές» της απάντησε με την φημισμένη του φλεγματικότητα, κάνοντας μια ανεπαίσθητη κίνηση να δει αν το πορτοφόλι του ήταν στη θέση του, σκεφτόμενος «μια φορά μου το κλέψανε....δεν την ξαναπατάω». – «μήν κάνεις τον βλάκα» του απάντησε, μη γνωρίζοντας την τραγική αλήθεια. «Ένα είναι το μυθιστόρημα, ένας μόνο έχει το κλειδί, μόνο αυτός ξέρει που είναι η σκονισμένη ντουλάπα............και αν δεν ψηφίσεις θα χαθούνε όλα» και με μια κίνηση άναψε και δεύτερο σπίρτο έτοιμη να το ρίξει πάνω της.
Πετάχτηκε, ουρλιάζοντας σαν πρόβατο πριν την πασχαλιάτικη σφαγή, από το κρεββάτι. Η μυρωδιά του καμμένου ήταν έντονη. Γύρισε μηχανικά το κεφάλι δεξιά-αριστερά για να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν...ένα παλιό ξύλινο κρεββάτι...ένα σκρίνιο της γιαγιάς....ένα πουφ από το IKEA....τα ποστερ της Madonna και του George Michael στους δύο άδειους τοίχους....ένα σωρό από επώνυμα ρούχα πεταμένα παντού..........ήταν στο σπίτι του. Έβγαλε τον μουλιασμένο αντίχειρα από στόμα. Η μυρωδιά του καμμένου ερχόταν από το κομμοδίνο. Είχε κοιμηθεί πάλι με τσιγάρο αναμμένο και είχε αρπάξει το σεμεδάκι της γιαγιάς. Δίπλα ένα ποτήρι ουίσκι με κόκα κόλα ( τα λίγα παγάκια είχαν λιώσει). Και στα πόδια στο κρεββάτι το laptop ακόμα ανοιχτό. Η διεύθυνση στον browser ακόμα έγραφε: http://www.sport-fm.gr/article/170922
«Γαμώτο» ούρλιαξε, «ελπίζω ακόμα να προλαβαίνω»....................
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com