Μια συνεργασία ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν μάθει πάντα να κάνουν το δικό τους, προφανώς δεν είναι εύκολη. Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης, ο Νίκος Πατέρας, ο Ανδρέας Βγενόπουλος και ο Παύλος Γιαννακόπουλος από λεφτά, ηλικία και χαρακτήρα ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που στην καλή μέρα τους μπορούν να ακούσουν συμβουλή και στην κακή τους τίποτα.
Σίγουρα δεν ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που δέχονται τις αποφάσεις άλλων. Επειδή, όμως, και οι τέσσερις θέλουν τον Παναθηναϊκό και η ΠΑΕ δεν μπορεί να χωριστεί στα τέσσερα, πρέπει να κάνουν το δυσκολότερο πράγμα στον επιτυχημένο άνθρωπο: να μάθουν να συμβιώνουν με ό,τι αυτό προϋποθέτει. Την υποχρέωση κάποιες στιγμές να κάνουν τα στραβά μάτια, δηλαδή. Είναι η τέχνη που ακόμα δεν έμαθαν να εφαρμόζουν και εάν δεν τη μάθουν, σύντομα ή αργά οι δρόμοι τους θα χωρίσουν.
Αρχικά να ξεκαθαρίσει ότι όλη η φασαρία γίνεται για τα λεφτά. Με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη, έχοντας το DNA της οικογένειας, να προσπαθεί να κρατήσει το ταμείο ώστε να διατεθεί ή να μείνει στην καβάντζα ανάλογα με το αν ο Παναθηναϊκός τερματίσει ή όχι δεύτερος και να βρίσκει αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο του Παύλου Γιαννακόπουλου.
Για τον οποίο κάποιος μου έλεγε ότι «είναι ο άνθρωπος που μπορεί να χαλάσει εκατομμύρια αν χρειάζεται και το γεγονός μπορεί να φανεί, αλλά είναι και τυπικός Αρκάς. Από αυτούς που θα βάλουν τις φωνές στη γυναίκα τους αν ξεχάσει ανοιχτό το φως του μπάνιου». Μια εκτίμηση που έρχεται και δένει με τη δημοσιογραφική, που η εμπειρία δείχνει ότι οι Γιαννακόπουλοι θα ξοδέψουν τα λεφτά στο μπάσκετ που δίνει τη μόστρα, αλλά για τα μικρά αθλήματα του Παναθηναϊκού, που δεν δίνουν δημοσιότητα, ελάχιστα ενδιαφέρονται.
Το δίδυμο Γιαννακόπουλων – Βαρδινογιάννη έρχεται σε αναπόφευκτη σύγκρουση με το άλλο των Πατέρα – Βγενόπουλου. Με τον πρώτο να κάνει «μπαμ» ότι το show το μετρά πολύ περισσότερο από το χρήμα. Δεν χρειάζεται παρά να τον δεις να φεύγει από το γραφείο για να καταλάβεις ότι οι 10 σωματοφύλακες, με τον Θεολόγη να σταματά την κυκλοφορία για να ξεκινήσουν, υπάρχουν περισσότερο από ανάγκη ασφαλείας για το glamour που δίνει ένας ιδιωτικός στρατός. Και με τον Βγενόπουλο να αντιλαμβάνεται το χρήμα ως μέσον αγοράς δύναμης.
Η εντύπωσή μου είναι ότι ο Βγενόπουλος αντιλαμβάνεται το χρήμα ως μέσον και όχι αυτοσκοπό. Και τι γίνεται όταν ένα irresistible force meets an immovable object? Οπως έλεγε και το αρχαίο αμερικανικό τραγούδι, «something got to give». Κάτι πρέπει να υποχωρήσει. Ο,τι και να συμβεί σήμερα, ακόμα και να δοθούν όρκοι αγάπης, κανένας δεν θα ησυχάσει μέχρι να γίνει το δικό του. Και προσοχή, «το δικό μου» όπως και το πάπλωμα του Ζαγοραίου δεν είναι για πολλά άτομα.
Η ιστορία είναι ένα εκκρεμές που όταν εξαντλήσει τη φορά του προς τη μια πλευρά επανέρχεται, για να εξαντλήσει τη διαδρομή του και προς την άλλη. Το είχε πει ο Πολύβιος για την ιστορία, ισχύει όμως για κάθε κομμάτι της κοινωνικής ζωής.
Από την πολιτική μέχρι το ποδόσφαιρο. Για το football lifestyle η χρυσή εποχή του είναι τα late 90s, όταν η Ferrari πήγαινε μαζί με «του Αλεξανδρή», ο Ντέμης στην επίσκεψή του στο προεδρικό μέγαρο λάνσαρε τα σταμποτά με σακάκι και ο Αλιόσα Ασάνοβιτς φορούσε γυαλιά στις συνεντεύξεις Τύπου πριν ο Κοβάσεβιτς ανακαλύψει τη μυωπία. Μετά ήρθε η καταραμένη δεκαετία των «double o».
Η δεκαετία του Πάντου, του Γκούμα και του Λόλο Τσάνκο. Φιλότιμοι εργαζόμενοι, κοντάρια αντί για σημαίες και παιδιά οικονομικών προσφύγων της Συρίας που αναζήτησαν την τύχη τους στη Σκανδιναβία. Με το χέρι στην καρδιά, δεν νιώσατε ένα σφίξιμο όταν ο Πάντος είχε εκπροσωπήσει τη χώρα μας παίζοντας με τους «φίλους του Ζιντάν»; Δεν νιώσατε ότι λάθος θα είχε γίνει και ο συμπαθής άσος της Προοδευτικής (για εμάς πάντα «Προό» θα είναι) μάλλον είχε προσκληθεί για να παίξει με τους «φίλους του Ντάγκα» ή «τους κολλητούς του Τσιμπλίδη»;
Επίσης δεν νιώθετε μια μικρή αμηχανία όταν κάθε χρόνο τέτοια εποχή στα φωτογραφικά αφιερώματα για το πώς περνάνε οι ποδοσφαιριστές τις διακοπές τους εμφανίζονται φωτογραφίες από τη Μύκονο με τον Γιάννη Γκούμα να κάνει βόλτες στα δρομάκια με τη γυναίκα του. Ναι, δεν κάνετε λάθος, με τη γυναίκα του! Πού; Στη Μύκονο, που όχι αν πας με γκόμενα, αλλά με το αγόρι σου να πας, αν έχεις σχέση πάνω από εξάμηνο, λογαριάζεσαι για συντηρίκλα. Φτάσαμε στο σημείο celebrity να γίνεται ο Γιάσμινκο Βέλιτς, που αν έκανες casting σε ταινία, ο μόνος ρόλος που θα μπορούσες να του δώσεις ήταν του ανακριτή στη «Δίκη» του Κάφκα, να σε κοιτά και να μην καταλαβαίνεις γιατί κατηγορείσαι, αλλά να ομολογείς την ενοχή σου.
Πλησιάζοντας στο τέλος των 90s σε ένα μικρό απολογισμό τι έχει μείνει στο ποδόσφαιρό μας; Η γούνα του Πηλαδάκη; Από τότε που η Λάρισα ήταν στη Γ' Εθνική τη φορά ο πρόεδρος και το έρμο το ζώο έχει μαδήσει. Εκτός που δεν μπορεί να τη φορέσει το καλοκαίρι και αναγκάζεται να φοράει Abercrombie & Fitch, που ήταν στη μόδα όταν ο Γεωργάτος φορούσε ακόμα κορδέλα στα μαλλιά. Υστερα από τον Πηλαδάκη το χάος. Ο Κομπότης, όπως ντύνεται με το άσπρο πουκάμισο και την παπορίσια καδένα στον λαιμό, είναι σαν να βγαίνει από την εποχή του καμακιού στον «Παπασπύρου» του Συντάγματος.
Ο Κόκκαλης έχει φορέσει το κόκκινο πουλόβερ περισσότερες φορές απ' όσες ο Σάντος το σουέντ μπουφάν. Ο Θανόπουλος φορά –θεέ της μόδας, συγχώρα με– γυαλιστερό σακάκι. Ο Νικόλας Πατέρας τα σκούρα που όπως ξέρουμε από τη Μαρίζα Κοχ κόβουν κιλά. Του Ζαγοράκη, από τότε που παντρεύτηκε, του αγοράζει ρούχα η Ιωάννα. Ο Βιολίδης ντύνεται σαν αναπληρωματικό γκαρσόν. Ο Πανόπουλος σαν κομάντο της επαρχίας. Ο Τζώρτζογλου είναι Κρητικός και «διαλέγουνε ρούχα τα παλικάρια, ωρέ;». Οπως όμως οι αντιστασιακοί, οι κυνηγοί και οι αλκοολικοί ξέρουν, «το σκοτάδι είναι πιο πυκνό λίγο πριν ξημερώσει». Οι star γυρίζουν και το φως της σελεμπριτιάς θα φωτίσει για μια ακόμα φορά τη ζωή μας.
Καλωσορίζω τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο, τον μόνο ποδοσφαιριστή που έχει φωτογραφηθεί να παίζει με την κόρη του όταν ήταν ενός έτους. Οσοι είχαν διαβάσει τη στήλη «Ο άντρας μου ο…», που πριν από μια δεκαετία δημοσιευόταν στο «Φως», θα θυμούνται ότι κάθε γυναίκα ποδοσφαιριστή που μίλαγε έλεγε ότι άρεσε στον άνδρα της να παίζει με τα παιδιά. Στα χρόνια που δημοσιευόταν η σειρά, δημοσιεύτηκαν 96 φωτογραφίες της οικογένειας να ποζάρει μπροστά στο σκρίνιο, 64 με την οικογένεια να κάθεται στον καναπέ και να κάνει ότι βλέπει τηλεόραση, αλλά ούτε μία φωτό με ποδοσφαιριστή να παίζει με το παιδί του.
Ο Δημήτρης, όμως, όχι μόνο φωτογραφήθηκε με την κόρη του, αλλά η φωτό είχε μπει πρωτοσέλιδη στο «Φως» και η κόρη του ήταν σκάρτο ενός έτους. Και σημειώστε αυτό: ο Δημήτρης δεν ήταν καν παντρεμένος ώστε κάποιος να πει ότι έσκυψε να παίξει με την κόρη από τον φόβο της παντόφλας. Τυχερή, λοιπόν, όποια ομάδα θα πάρει το μοναδικό μοντέρνο celebrity που σπάει τα ταμπού στις σχέσεις των δύο φύλων κι άμα λάχει, μπορεί να πει και τη φιλμογραφία του Λαρς φον Τρίερ.
Οσοι, όμως, λατρεύουν τη γοητεία του κλασικού, ας μην απογοητευθούν. Πίσω στη χώρα μας για έναν περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων βρίσκεται ο Μανώλης Μαυρομάτης. Ο άνθρωπος που δίδαξε τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ να πει «And the winner is Athens», με το «Αθήνα» μάλιστα στα ελληνικά. Ασχετο αν ο υπερήλικας πρόεδρος της ΔΟΕ ξέχασε να το πει. Ο «Μανόλο» που και μόνη η παρουσία του στην Αθήνα κάνει τους πιστούς του να συρρέουν στην πλατεία Κολωνακίου και τους εχθρούς του να τρέχουν πανικόβλητοι για δουλειά σε παραλιακά κανάλια.
Tο κερασάκι θα είναι να επιστρέψει και ο Ασάνοβιτς, ο οποίος, όπως φάνηκε από τις φωτογραφίες, δεν έχασε το «μαγικό» του touch στη μόδα. Τελευταία φορά που τον είχαμε δει φορούσε γυαλιά με συρμάτινο σκελετό, αλλά προσπερνώντας τον σκόπελο να κολλήσει στην ίδια μόδα και να γίνει ο Χατζηφωτίου της Κροατίας, έκανε το break δείχνοντας ότι η μόδα δεν κάνει τον celebrity, αλλά ο celebrity τη μόδα.