Τυχεροί όσοι είδαν τα χθεσινά ματς της Β' Εθνικής. Για να καταλάβουν τι πλάκα θα είχε το ποδόσφαιρο αν το βλέπαμε στη μορφή που οι παρουσιαστές αρέσκονται να αποκαλούν «χωρίς σκοπιμότητες». Ενα ποδόσφαιρο που εκτός ότι δεν έχει σκοπιμότητες, δεν έχει λόγο και να παίζεται. Εκτός αν θεωρείται ποδόσφαιρο αυτό που παίχτηκε στην Καλαμαριά και το Αιγάλεω, που στα γκολ οι αμυντικοί παρακολουθούν με το δέος που είχε ο Μωυσής όταν είδε τη φλεγόμενη βάτο.
Αντίθετα, όποιος είδε το Βέροια - Καρδίτσα μπόρεσε να καταλάβει ότι περισσότερο και από τις δυνατότητες των παικτών, στο ελληνικό ποδόσφαιρο παίζει ρόλο η σημασία του αγώνα. Τα ματς που δεν μπορούν να γίνουν τράμπα «μου δίνεις τον πρώτο γύρο για να σου δώσω τον δεύτερο», στα οποία δεν ξεπληρώνονται χρωστούμενα «εφέτος χρειαζόμαστε τους βαθμούς που σας είχαμε δώσει πέρυσι, όταν κινδυνεύατε, γιατί μας είχατε δώσει πρόπερσι που κυνηγούσαμε την άνοδο» και που δεν παίζονται εναντίον κάποιας αδιάφορης ομάδας. Αν αφαιρέσετε και τις τρεις προηγούμενες περιπτώσεις, καταλαβαίνετε πόσο σπάνια είναι τα ματς όπως τα χθεσινά.
Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, τη σπανιότητα των ματς που παίζονται στη Β' Εθνική, μία ευχή σ' αυτόν που έκανε την επιλογή της εικόνας στην εκπομπή της ΕΤ3: «Καλός πολίτης και όταν απολυθεί και γυρίσει με το καλό στη δουλειά που έκανε προτού πάει στρατό, είτε είναι σε συνεργείο είτε σε καφετέρια, την ώρα που θα αλλάζει λάδια και σερβίρει τους φραπέδες να μην ξεχνάει τι πλάκα είχε να κάνει τον σκηνοθέτη». Οπως τη μέρα που όλος ο κόσμος περίμενε να δει στη Βέροια ποια ομάδα θα πέσει στη Γ' Εθνική και αυτός γύριζε στα πέντε τελευταία λεπτά στο Ηλυσιακός - Καλλιθέα για να δείξει την ομορφιά του ποδοσφαίρου σε όλο το μεγαλείο της.
Φυσικά κάποιος μπορεί να πει: «Η κρατική τηλεόραση θα πρέπει να αντιμετωπίζει όλα τα ματς σαν να παίζονται. Ενας σκηνοθέτης κρατικού Μέσου πρέπει να υποκρίνεται ότι υπάρχει αγωνία ακόμα και σε ματς που γελούν ακόμα και οι προπονητές». Μόνο που, όπως αποδείχτηκε φέτος και από τον ΟΠΑΠ, ένας κρατικός οργανισμός μπορεί να συμπεριφέρεται σαν τον πιο περπατημένο μπουκ της πιάτσας. Να βγάζει ματς από το κουπόνι, όπως τα τελευταία ματς της Λιβαδειάς ή και ολόκληρα πρωταθλήματα όπως της Β' Εθνικής, που ο Χατζηεμμανουήλ απαξίωσε πλήρως ενισχύοντάς το οικονομικά, αλλά μη θεωρώντας το αρκετά αξιόπιστο για να το βάλει στο Στοίχημα.
Τώρα, όμως, που όλα τελείωσαν, δεν είναι σωστό ο Χατζηεμμανουήλ να προωθήσει τις πληροφορίες που είχε στην αθλητική και πολιτική δικαιοσύνη; Ο κόσμος λέει στους δημοσιογράφους «γιατί δεν τα γράφετε;», αλλά οι δημοσιογράφοι το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι αυτό. Αν θέλουμε να πάμε παρακάτω και να σταματήσουν οι ομορφιές του ποδοσφαίρου, την κίνηση πρέπει να κάνουν κρατικοί λειτουργοί. Με τον Χατζηεμμανουήλ του ΟΠΑΠ από θέση να είναι ο πρώτος υποψήφιος. Εκτός αν αντέχει να πει δημόσια ότι αποκλείει από το κουπόνι τα ματς στην τύχη. Οπως και από «τύχη» είναι τα ματς που όλοι πιστεύουν ότι έχουν ένα και μόνο αποτέλεσμα.
Συμφωνώ με τον Κάρπετ. Αν είναι να κάνεις την εμφάνιση gay friendly, πήγαινέ το μέχρι το τέλος. Βάλε τον Ρουβά να χοροπηδάει, τέσσερις νταγκλαράδες μαύρους με ανοιχτά πέτσινα γιλέκα, βάλε και δύο χοντρές σε στυλ Μονσερά Καμπαγέ, από αυτές τις αδελφομαμάδες που είναι οι γυναίκες που κυκλοφορούν οι gay, και σταύρωσε τα δάχτυλα να υπάρχουν αρκετοί τοιούτοι να ψηφίζουν στην Eurovision και να βγάλουν τη συμμετοχή σου πρώτη. Αυτό, όμως, το σύστημα, το «έτσι και γιουβέτσι», να έχουμε την gay friendly προσέγγιση στο show και να βγάζουμε τα μουτζά ντυμένα σαν τις χαροκαμένες αδελφές σε ξυλογραφία του Τάσσου αλλά χωρίς το μαντίλι, ήταν συνταγή στην αποτυχία. Το συμπέρασμα είναι ότι ή βγαίνεις από την ντουλάπα ή δεν σε παίρνει και μένεις κλεισμένος να μυρίζεις τη ναφθαλίνη.
Εδώ πρέπει να πω ότι έχω κάθε εκτίμηση στον Σάκη Ρουβά και στη δημόσια εικόνα του. Πρώτον, είναι ευγενικός άνθρωπος και το γεγονός αποδεικνύεται όχι μόνο από τις εμφανίσεις του στο reality που μετείχε, αλλά και από τον τρόπο που μιλούσε στον Μητσικώστα στη φάρσα με τον «Θεοδωράκη» που του έκανε «πρόταση για συνεργασία». Δεύτερον, από το γεγονός ότι δεν φοβάται να αναλάβει τις ευθύνες του όταν αποφασίσει να κάνει κάτι. Οταν του την είχε πέσει όλος ο κόσμος στη συναυλία που ήταν να δώσει με τον Τούρκο στα κατεχόμενα, ο Ρουβάς προχώρησε και δεν φοβήθηκε κανέναν. Ολοι στα Μέσα έλεγαν ότι είχε καταστρέψει την καριέρα του, αλλά ο Ρουβάς απέδειξε ότι ο κόσμος δεν είναι ηλίθιος να μένει κολλημένος σε προκαταλήψεις.
Φυσικά η εκτίμηση που έχω για τη δημόσια συμπεριφορά δεν επεκτείνεται και στη μουσική του. Αλλά «jeden tierchen sein plasirchen», που λένε και οι Γερμανοί. «Κάθε ζωάκι και η ευχαρίστησή του» και ότι θα υπάρχει ένα κοινό που θεωρεί μουσική το «Dapa, doupa this is my night. Dupa, dapa this is your night. Dapa, doupa, dapa, doupa, this is my night and your night, what means that this is our night and not the others people night» με τα χρόνια το καταλαβαίνεις και αν δεν το σέβεσαι, το ανέχεσαι. Οπως ανέχεσαι και το ότι ένας άνθρωπος που πάτησε τα 40 κάνει τον τινέιτζερ στη σκηνή. Αλλά τι να πεις δηλαδή...
Πριν από τέσσερα χρόνια η Αννα Βίσση (αν η βία δεν είναι λύση, γιατί η Λία είναι Βίσση;) είχε εντυπωσιάσει την Ευρώπη τραγουδώντας τους immortal στίχους του «Everything» και κάνοντας τους Ευρωπαίους τηλεθεατές να κρατάνε την αναπνοή τους αν θα βγει η παροιμία ότι «the old woman goes from pesimo or xesimo». Οπου δεν ξέρω ποιος θα μας εκπροσωπήσει του χρόνου, αλλά η πρότασή μου από τώρα είναι ο Πασχάλης για δεύτερη φορά έπειτα από 30 χρόνια και το «Μάθημα Σολφέζ».
Αλλά για να πάει ο Πασχάλης, να δεσμευτεί ότι θα κάνει και κάποιες θυσίες. Οχι στη λίμπιντό του που είναι ασυγκράτητη, αλλά στη σκηνική εμφάνισή του. Να τον ντύσουμε skateboarder, να τραγουδάει με κράνος, αλλά και εμείς να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τον βοηθήσουμε. Κυρίως με τους στίχους που όσο μεγαλώνεις τόσο εύκολα τους ξεχνάς. Ιδιαίτερα τα αγγλικά. Οπότε η πρότασή μου για στίχους είναι «I come when you come, but when I come, please don't come to ask me why I come if you tell me come. Comeee». Το τελευταίο μακρόσυρτο και λιμπιντιάρικο.
Ομολογώ, πάντως, ότι την ώρα που η τηλεόραση έδειχνε Eurovision και το κακό που βρήκε τον Ρουβά, εγώ έτρωγα στο «Cuccina Povera», πιθανότατα το καλύτερο καινούργιο εστιατόριο της πόλης. Το οποίο, αντίθετα με τη συνηθισμένη πρακτική των ελληνικών εστιατορίων, έχει όχι μόνο εξαιρετικό φαγητό και καλές τιμές, αλλά οι μερίδες του δεν ανήκουν στην κατηγορία «ένα βράδυ στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Χωρίς να είναι οι κτηνώδεις μερίδες του «Agora», δεν είναι του επιπέδου των in εστιατορίων της περιοχής του Γκαζιού, που παραγγέλνεις κύριο πιάτο και νομίζεις ότι σε τρατάρουν γλυκό του κουταλιού.
Οπως λίγο ακριβότερο, αλλά το ίδιο καλό, είναι το εστιατόριο του Μπαξεβάνη στη Νίκης. Με έναν πόντο υπέρ του Μπαξεβάνη ότι είναι ο μοναδικός που μπορεί να δηλώνει σεφ στην ελληνική κουζίνα με φαντασία. Τα φαγητά του είναι παραλλαγές σε κλασικές ελληνικές συνταγές που συνεχίζουν να αναγνωρίζονται. Δηλαδή τρως σουβλάκι, μοιάζει πιο νόστιμο, αλλά παραμένει σουβλάκι.
Αντίθετα, οι ταινίες από βιβλία του Dan Brown όλο και περισσότερο δεν έχουν σχέση με τον τίτλο τους. Περισσότερο και από τον «Κώδικα ντα Βίντσι», οι «Πεφωτισμένοι» θυμίζουν γερμανικό πορνό. Οπου πιάνει μια φωτιά στο σπίτι του ξέκωλου, έρχονται οι πυροσβέστες, σβήνουν στο πρώτο λεπτό τη φωτιά και στα υπόλοιπα 80 λεπτά ξεσκίζουν την ιδιοκτήτρια του σπιτιού. Ετσι και με τους «Illuminati». Πέντε λεπτά θεωρία για τους πεφωτισμένους και τον παπισμό και δυόμισι ώρες να βλέπουμε αν ο κακός θα τινάξει το Βατικανό και θα καθαρίσει τον Λάνγκτον.
Οπως και δεν υπάρχει λόγος για την παρουσία της «επιστήμονος» Αγελέτ Ζουρέρ στην ταινία. Ο μόνος λόγος είναι για να υπάρχει το μουτζό της ταινίας. Αλλά όταν η πιο τολμηρή σκηνή είναι εκείνη που ζητάει από τον Τομ Χανκς να της κρατήσει μισό λεπτό το χέρι για να νομίζουν οι κακοί που τους παρακολουθούν ότι τα έχουν, βλέπουμε ότι το «Illuminati» έχει το ίδιο πρόβλημα με το «Everything». Αν είναι να βάζεις το μουτζό και να το κρατάς ντυμένο, καλύτερα να το παίξεις κάργα gay και ό,τι σου βγει.