Σήμερα ο μέσος Ελληνας ποδοσφαιρόφιλος πιστεύει πραγματικά ότι ο προπονητής έχει τεράστιες δυνατότητες παρέμβασης και ότι το κοουτσάρισμά του εν πολλοίς κρίνει αγώνες και πρωταθλήματα. Στους νεότερους θέλω να πω ότι αυτή η αντίληψη στην Ελλάδα είναι σχετικά φρέσκια, είναι της μόδας τα τελευταία είκοσι με είκοσι πέντε χρόνια. Για τους παλιότερους οι προπονητές ήταν συμπαθητικοί αναλώσιμοι κύριοι. Κανείς δεν θυμάται ποιος προπονούσε την ΑΕΚ του Νεστορίδη, τον Ολυμπιακό των 60s των έξι σερί πρωταθλημάτων, τον Ηρακλή του Χατζηπαναγή που κατέκτησε το Κύπελλο.
Το σκεφτόμουν αυτό, επειδή αύριο κοντράρονται στην Τούμπα δύο άνθρωποι που βοήθησαν πάρα πολύ στο να αποκτήσουμε σε αυτή τη χώρα άποψη και γνώμη για τα καθαρά τεχνικά: αναφέρομαι στον Ντούσαν Μπάγεβιτς και στον Φερνάντο Σάντος. Και οι δυο θα 'πρεπε να θεωρούνται για τη χώρα μας δύο τεράστιοι δάσκαλοι. Και οι δυο του χρόνου θα έχουν έναν πολύ δυνατό αντίπαλο: τον εαυτό τους.
Η ομάδα στην οποία ο ρόλος του προπονητή αποδείχτηκε κλειδί ήταν η ΑΕΚ του Ντούσαν Μπάγεβιτς την εξαετία 1989-1995. Η σχεδόν απόλυτη εξουσία που εκχωρήθηκε στον Ντούσαν όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το 1989 οφειλόταν καθαρά στην έλλειψη διοικητικής ηγεσίας που χαρακτήριζε κι εκείνη την περίοδο την «Ενωση». Η ΑΕΚ έγινε μία από τις πρώτες ελληνικές ομάδες στις οποίες η σημασία του προπονητή υπήρξε μεγαλύτερη από αυτή του ιδιοκτήτη –ο Δημήτρης Μελισσανίδης βρήκε τον Ντούσαν στην «Ενωση» και προσαρμόστηκε στα χούγια του. Η ανάδειξη του Ντούσαν σε αληθινό μυστικό της ΑΕΚ από σπουδαίους αρθρογράφους της εποχής, όπως ο Ανδρέας Μπόμης, ο Νίκος Καραγιαννίδης, ο Φαίδωνας Κωνσταντουδάκης, ο Γιάννης Ξενάκης, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπαμε τους προπονητές στην Ελλάδα.
Κάποτε είχα γράψει, πριν από πολλά χρόνια, ότι η επιτυχία του Μπάγεβιτς στάθηκε αιτία για να δούμε στην Ελλάδα μια σειρά από «προφήτες», δηλαδή προπονητές που διεκδίκησαν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Γκίντερ Μπένγκστον. Ο Ιβιτσα Οσιμ. Ο Λιούμπο Πέτροβιτς. Ο Τάις Λίμπρεχτς. Ολοι προβλήθηκαν σαν απάντηση στο μοντέλο Μπάγεβιτς και όλοι εξαφανίστηκαν γιατί δεν κέρδιζαν όπως ο Μπάγεβιτς. Στην πραγματικότητα δεν κέρδιζαν όχι γιατί ήταν χειρότεροι από τον «πρίγκιπα», αλλά γιατί δεν ήξεραν να παίξουν τον σύνθετο ρόλο του προπονητή-διοικητικού παράγοντα που ο Μπάγεβιτς απέκτησε στην ΑΕΚ με τη δύναμη του κύρους της προσωπικής ιστορίας του. Οι άνθρωποι ήταν προπονητές.
Ο Μπάγεβιτς και διοικητικός παράγοντας με κύρος. Ο ρόλος που σήμερα μοιάζει να διεκδικεί από τον Νίκο Νοτιά είναι κάτι παρόμοιο: μόνο που στο μεταξύ το ποδόσφαιρο άλλαξε πάρα πολύ. Μου φαίνεται αδύνατον πια χωρίς στιβαρή διοικητική οργάνωση και χρήματα να υπάρξουν αποτελέσματα. Και δεν πιστεύω ότι ο διοικητικός συγκεντρωτισμός που ο Μπάγεβιτς πρεσβεύει μπορεί να είναι λύση, πρώτα από όλα γιατί αυξήθηκαν πολύ τα μπάτζετ και άνοιξαν οι αγορές. Οι ομάδες που τη δεκαετία του '90 έφτιαχνε ο Ντούσαν μόνος του είχαν τρεις ξένους, αποτελούνταν από Ελληνάκια που έβλεπαν την «Ενωση» σαν όνειρο και όχι σαν εφαλτήριο καθιέρωσης για να πάνε στο εξωτερικό. Η δε επιλογή τους γινόταν από την Ελλάδα: οι τιμές ήταν ακόμα προσιτές.
Λογική
Αν ο Μπάγεβιτς έπεισε τον κόσμο για την καθοριστικότητα της δουλειάς ενός τεχνικού κάποια χρόνια αργότερα, ο Φερνάντο Σάντος αναλαμβάνοντας, όχι τυχαία πάλι την ΑΕΚ, έδειξε πώς μπορεί μια ομάδα στα χέρια ενός προπονητή να αποκτήσει οντότητα σχεδόν από το τίποτα, με όπλο μόνο τη δουλειά. Η ΑΕΚ του 2004 δούλεψε τόσο σκληρά όσο καμιά ομάδα στην Ελλάδα. Ο Σάντος μεταμόρφωσε μια ομάδα που διασυρόταν στα φιλικά του καλοκαιριού σε ένα αξιόπιστο σύνολο που διεκδίκησε το πρωτάθλημα και το έχασε στις λεπτομέρειες. Οχι τυχαία, έπειτα από εκείνη τη χρονιά ο Σάντος ψηφίστηκε από τους ποδοσφαιριστές του ελληνικού πρωταθλήματος ο καλύτερος προπονητής της χρονιάς, μολονότι δεν είχε κατακτήσει τίποτα.
Οι παίκτες αναγνώρισαν ότι έκανε άψογα τη δουλειά του προπονητή. Η οποία δεν είναι να κερδίζει τα ματς κάνοντας από τον πάγκο ταρζανιές, αλλά να δίνει στην ομάδα μια αγωνιστική ταυτότητα –σαφέστατη και συγκεκριμένη. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι ο Πορτογάλος μοιάζει να μπορεί να φτιάξει μόνο μια ομάδα: ο ΠΑΟΚ του είναι τόσο δικός του όσο η ΑΕΚ του 2004-05. Κουβαλάει τις ίδιες αρετές και τα ίδια ελαττώματα. Και σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορεί να έχει και το ίδιο φινάλε με εκείνη την ΑΕΚ, δηλαδή να είναι αξιαγάπητος αλλά όχι νικητής.
Παρουσία
Ο Φερνάντο Σάντος (μετά τον Ντούσαν Μπάγεβιτς που μας έπεισε για την καθοριστικότητα της παρουσίας του προπονητή-αφεντικού) μας έδειξε ότι η αναγνώριση της δουλειάς του προπονητή δεν έχει να κάνει με το τελικό αποτέλεσμα, αλλά με κάτι σπουδαιότερο: με τον σεβασμό των αναγκών της εταιρείας για την οποία δουλεύει. Ο Σάντος έκανε κάποτε την τότε οικονομική δυσκολία της ΑΕΚ δύναμη του γκρουπ και κατέδειξε ότι δουλεύοντας (και όχι ψάχνοντας δικαιολογίες ή απαιτώντας) μπορείς να αλλάξεις την προδιαγεγραμμένη μοίρα μιας ομάδας. Εν μέρει επανέλαβε το ίδιο και στον ΠΑΟΚ φέτος: η δεύτερη θέση αποτελεί μια αληθινή υπέρβαση. Ομως το πρόβλημα στην περίπτωσή του δεν είναι η όποια αναγνώριση της δουλειάς του (όλοι οι καλόπιστοι την αναγνωρίζουν), αλλά η ίδια η προοπτική της: η ερώτηση που ακολουθεί μια ομάδα που τερμάτισε δεύτερη κάνοντας φτωχότατες εμφανίσεις στα ντέρμπι είναι πώς μπορεί να βελτιωθεί όταν ο προπονητής της πιστεύει μόνο σε ένα είδος ποδοσφαίρου, αυτό που διδάσκει.
Θαύματα
Ο Μπάγεβιτς φέτος μου έμοιαζε στην ΑΕΚ κουρασμένος, ίσως πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Οι διοικητικές εξουσίες που ζητεί απαιτούν ενέργεια και διάθεση: για την ώρα η ενέργειά του εκτονώθηκε σε πολλούς καβγάδες. Ο Σάντος, στο μέτρο που παρουσίασε μια ομάδα που στο γήπεδό της έπαιζε με τους ανταγωνιστές της απλώς για να μη χάσει, ομολογώ ότι με κούρασε. Δεν αντιλέγω ότι έκανε ένα θαύμα –ελπίζω όμως πιο πολύ και από θαύματα του χρόνου να παρουσιάσει μια ομάδα που ειδικά στο γήπεδο-φόβητρο που έχει να μη φοβάται...
Παρατήρηση
Πολύ σωστές οι παρατηρήσεις του φίλου αναγνώστη Μιχάλη Σαμπεθάι για τον τελικό του Κυπέλλου Ισπανίας. Σε αυτόν, σημειωτέον, η Μπαρτσελόνα απέδειξε για μία ακόμα φορά πόσο πιο μπροστά είναι από τις υπόλοιπες ισπανικές ομάδες, διότι χωρίς τον Μάρκες, τον Ινιέστα και τον Ανρί έριξε στην Αθλέτικ Μπιλμπάο τέσσερα γκολ σε μισή ώρα! Ομως, πέραν του αγωνιστικού, ο φίλος σημειώνει ένα περιστατικό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την ίδια την έκβαση του αγώνα. Διότι όπως το πρόσεξε ο ίδιος, το πρόσεξε και κάθε πολίτης του κόσμου που παρακολούθησε το συγκεκριμένο ματς, το οποίο δεν ήταν μόνο μια διαφήμιση επιθετικού ποδοσφαίρου, αλλά ήταν κυρίως μια διαφήμιση τρόπων και συμπεριφορών.
Εχω, μάλιστα, την υποψία και θα το γράψω προσεχώς, ότι αυτό που τελικά σκοτώνει τη βία είναι η ίδια η ποιότητα του ποδοσφαίρου, υπό την έννοια ότι όσο πιο ωραίο είναι τόσο πιο πολύ μαγνητίζει. Μου γράφει ο φίλος:
«Θέλω να σχολιάσω τον ποδοσφαιρικό πολιτισμό που είδαμε στον χθεσινό τελικό του ισπανικού Κυπέλλου. Μόλις ένας κάφρος πέταξε μπουκάλι στον αντίπαλο παίκτη, του επιτέθηκαν όλοι οι ομοϊδεάτες φίλαθλοι και αποδοκιμάζοντάς τον, τον παρέδωσαν στους ανθρώπους ασφαλείας του γηπέδου για τα περαιτέρω. Στο τέλος δε οι φίλαθλοι της Ατλέτικο πανηγύριζαν λες και κέρδισαν! Με τον πανηγυρισμό τους δείχνουν να επιβραβεύουν την ομάδα τους για την προσπάθεια και την πορεία της, αλλά και να αναγνωρίζουν την ανωτερότητα του αντιπάλου!
Πολιτισμός, αγαπητέ Αντώνη, που δεν θα δούμε ποτέ στην Τούμπα, στο ΟΑΚΑ, αλλά και στο Καραϊσκάκη (μην κοροϊδεύω και τον εαυτό μου).
Πολιτισμός, όμως, τον οποίο θα έπρεπε να έχουν ως πρωταρχικό στόχο όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, κυρίως οι νέοι παράγοντες τύπου Ζαγοράκη που ευαγγελίζονται τη διαφορετικότητά τους από τους παλιούς παράγοντες τύπου Βαρδινογιάννη ή Κόκκαλη. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν θέλουν να αλλάξουν αυτή την κατάσταση. Απλώς θέλουν να γίνουν αυτοί χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Γι' αυτό και τίποτα δεν θα αλλάξει στη χώρα αυτή…».
Αυτό είναι είδηση...
«Να τάξει τον Κακά!»
Μου το 'πε ένας φίλος με πολύ καλές σχέσεις με τη Θεσσαλονίκη και είναι κρίμα να μη γραφτεί. «Είναι φανερό ότι ο Λάμπρος Σκόρδας δύσκολα μπορεί να ανατρέψει την ιστορία και να κερδίσει τις εκλογές. Ασε που και να τις κερδίσει, με όλους αυτούς απέναντί του (Κόντη, Ερασιτέχνη, "Σούπερ 3" κ.ά.) είναι σχεδόν αδύνατο να καταφέρει να διοικήσει κι αυτό το 'χουν καταλάβει όλοι. Ενα μόνο καθήκον έχει ο Λάμπρος: να πέσει με το κεφάλι ψηλά. Να πάει στη γενική συνέλευση και να τάξει τον Κακά, όπως κάνουν οι υποψήφιοι πρόεδροι της Ρεάλ Μαδρίτης! Και πάλι δεν θα βγει, αλλά θα μπορεί να λέει ότι οι άλλοι προτίμησαν από τον Κακά όλους αυτούς τους περίεργους που λέει ο Κόντης…».