Η επικαιρότητα λέει ότι πρέπει να σας γράψω κάτι για τον Βαλβέρδε, τα πλέι οφ, τον Τζίγκερ και τον Βγενόπουλο, τον Ραφίκ Τζεμπούρ κ.λπ. Αλλά για όλα αυτά θα έχουμε περιθώρια να μιλήσουμε και την άλλη εβδομάδα, όταν δεν θα έχουμε ευρωπαϊκούς ημιτελικούς. Συγχωρέστε με, αλλά είμαι υποχρεωμένος να θυσιάσω την επικαιρότητα για κάτι που είναι μάλλον σημαντικότερο: το αληθινό ποδόσφαιρο, που ελάχιστη σχέση έχει με τα δικά μας παραγοντικά ριάλιτι...

Οι ημιτελικοί του Τσάμπιονς λιγκ άφησαν πίσω και μία ωραία ερώτηση: ποιος είναι τελικά καλός προπονητής; Στους ημιτελικούς είδαμε την Αρσεναλ π.χ. να παίζει ανοιχτά και στα δύο ματς με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, να γλιτώνει τον διασυρμό στο πρώτο ματς και να τον συναντά κανονικά και με τον νόμο (του σερ Αλεξ) στον δεύτερο.

Και είδαμε και τον Γκους Χίντινκ π.χ. να παίζει ελάχιστο ποδόσφαιρο και στα δύο ματς της Τσέλσι με την Μπάρτσα και στο τέλος να πληρώνει μία επιλογή, που όμως αναγνωρίστηκε από πολλούς ως η μόνη λογική. Χθες π.χ. διάβασα ότι ο Σέρχιο Ράμος, ο αμυντικός της Ρεάλ Μαδρίτης, είπε ότι η ομάδα του θα έπρεπε να παραδειγματιστεί από την Τσέλσι και τον τρόπο που αντιμετώπισε την Μπαρτσελόνα: ο τρόπος που έκανε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τον Κρόιφ, να αναθεματίζουν τον Χίντινκ, για τον αμυντικό της Ρεάλ είναι ο απόλυτα ενδεδειγμένος.

Τακτική

Ο κόσμος όταν μιλάει για ποδόσφαιρο συχνά υπεραπλουστεύει τα πράγματα. Ακούω πολλούς να λένε π.χ. ότι κάθε ματς πρέπει να αντιμετωπίζεται με μια διαφορετική τακτική ανάλογα με τον αντίπαλο – ότι υπάρχουν αντίπαλοι και υποχρεώσεις που σε οδηγούν στο να παίξεις επιθετικά ή αμυντικά, ανοιχτά ή κλειστά, 5-4-1 ή 4-3-3 για να το σχηματοποιήσω, μια και είναι της μόδας. Πολλοί έχουν την εντύπωση ότι όσο πιο σπουδαία και δυνατή είναι μία ομάδα, τόσο πιο εύκολο είναι και για τον προπονητή να τη μεταβάλλει διαρκώς, μια και έχει στα χέρια του παίκτες που κάνουν πολλές διαφορετικές δουλειές σχεδόν άψογα.

Αυτές οι απλοποιήσεις είναι συχνά λανθασμένες, γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους κάτι πολύ βασικό, δηλαδή τον χρόνο που κάποιος δουλεύει σε μια ομάδα. Δεν ήταν λίγοι αυτές τις μέρες οι φίλοι που μου επισήμαναν με επιστολές στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο (karpetshow@yahoo.gr) ότι ο σερ Αλεξ π.χ. έμαθε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να παίζει και για το 1-0 και μένοντας για αυτόν τον λόγο αήττητη δύο χρόνια τώρα στην Ευρώπη, παίζει δύο συνεχείς τελικούς. Η διαπίστωση είναι ορθότατη, μόνο που ο Φέργκιουσον δεν είναι ένας προπονητής που ανέλαβε την πρωταθλήτρια Ευρώπης πρόπερσι! Θέλω να πω ότι είχε τη δυνατότητα να τη κτίσει με τον καιρό τόσο προσεκτικά, που κατάφερε να τη μάθει να παίζει και διαφορετικά από αυτό που συνηθίζει, όταν κάτι τέτοιο η περίσταση το απαιτεί.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον Αρσέν Βενγκέρ π.χ. Για τον Αλσατό το να βάλει την Αρσεναλ να περιμένει ταμπουρωμένη στα δύο ματς με τη Μάντσεστερ Γ. ήταν εύκολο, όμως προφανώς προτιμά να τη μάθει να παίζει και όχι απλώς να κερδίζει. Η Αρσεναλ τώρα χτίζεται.

Ιστορία

Η Τσέλσι είναι μια διαφορετική ιστορία. Ο Χίντινκ πήγε εκεί να κάνει διαχείριση, δηλαδή να βοηθήσει τον Αμπράμοβιτς να κερδίσει το τρόπαιο που διεκδικεί χρόνια τώρα. Η Τσέλσι μετά τη φυγή του Μουρίνιο είναι μία ομάδα ορφανή και αυτό φαίνεται. Εχει βασική ενδεκάδα, αλλά δεν έχει σταθερή φυσιογνωμία: για την Αρσεναλ π.χ. μπορώ να πω με σιγουριά ότι του χρόνου θα είναι καλύτερη – για την Τσέλσι όχι.

Η Τσέλσι έχει τακτική, αλλά όχι στρατηγική. Εχει παίκτες που δίνουν λύσεις, αλλά δεν έχει τρόπους. Δύσκολα παίζει, δηλαδή επιβάλλεται στον αντίπαλο, και ευκολότερα αντιδρά. Το ίδιο το 4-4 με τη Λίβερπουλ ήταν ένα ματς αντίδρασης: ξεκινά στη ρεβάνς κλειστά για να κρατήσει το 1-3 του πρώτου ματς αφήνοντας την μπάλα στους παίκτες του Μπενίτεθ και ξαφνικά χάνει 0-2 και υποχρεώνεται να βγει: στο 30' μπαίνει στο ματς ο Ανελκά! Αν η Μπάρτσα προηγούνταν στο «Στάνφορντ Μπριτζ», η Τσέλσι θα έκανε επίθεση όσο και όπως μπορούσε: το πρόβλημά της δεν ήταν η άμυνα, αλλά το ότι παίζει ένα ποδόσφαιρο «βλέποντας και κάνοντας»: αυτό πλήρωσε.

Πλεονέκτημα

Αυτό το «βλέποντας και κάνοντας» είναι το ποδόσφαιρο του Χίντινκ. Που έχοντας γυρίσει τρεις φορές τον κόσμο, έχει παραιτηθεί από το να φτιάχνει ομάδες και ανατρέχει σε συνταγές, λες και η πείρα του του έχει χαρίσει ένα είδος «τσελεμεντέ του ποδοσφαίρου» στον οποίο μπορεί να βρίσκει κάτι ανά περίσταση χρήσιμο. Μόνο που αυτός ο τακτικός χαμελεοντισμός (τον οποίο στην Ελλάδα θεωρούμε ως λύση και μάλιστα εύκολη) έχει ένα κακό: δεν σου επιτρέπει στο τέλος να είσαι καλός σε τίποτα!

Η Τσέλσι δεν κεφαλαιοποίησε το πλεονέκτημα του παίκτη παραπάνω, γιατί δεν ξέρει τι να κάνει σε αυτή την περίσταση: οι μισοί βγήκαν μπροστά, οι άλλοι έμειναν πίσω. Και όταν κουράστηκαν ο Εσιέν, ο Μπάλακ και ο Λαμπάρντ, αντί να κερδίσει μέτρα απλώθηκε: το είχε πάθει και στο πρώτο ημίχρονο, η καλή -ας πούμε- ευκαιρία της Μπάρτσα είναι ένα σουτ στο 45'. Το χειρότερο για τον Χίντινκ είναι ότι την τελευταία τετραετία οι ομάδες του παίζουν άσχημα τα τελευταία κρίσιμα λεπτά διαρκώς: το έπαθε η PSV με τη Μίλαν το 2005, η Αυστραλία με τους Ιταλούς το 2006 και την Τετάρτη η Τσέλσι, όλες αποκλείστηκαν στο 90'! Το 'παθε και η Ρωσία του στο Euro του 2008 από τους Ολλανδούς, αλλά τη γλίτωσε στην παράταση.

Αυτός

Ποιος είναι καλός προπονητής; Κατά τη γνώμη μου αυτός που μπορεί να διδάξει σωστά ένα είδος παιχνιδιού όποιο και αν είναι: έγκειται στο αφεντικό που τον διαλέγει να ξέρει τι του αρέσει και τι προτιμά...

Ποιο άδικο;

Mου γράφει, μεταξύ άλλων, η φίλη αναγνώστρια Μαρία Παπαδοπούλου με αφορμή το χθεσινό κειμενάκι μου:

«Οι καλύτερες συζητήσεις είναι μάλλον σαν το ωραίο ποδόσφαιρο: δεν "παίζονται" για το συμπέρασμα, δηλαδή για τη νίκη – είναι αυτοσκοπός. Είπα "το ωραίο ποδόσφαιρο". Εννοούσα το ποδόσφαιρο που αγαπάμε εμείς.

Δεν μπορεί να υπάρξει "αντικειμενική προσέγγιση" κανενός ματς από κανέναν. Κανενός κειμένου από κανέναν. (...) Ακόμα και αν προσεγγίζουμε ένα θέμα στο οποίο το θυμικό μας είναι αμέτοχο και επομένως η κρίση μας μπορεί να λειτουργήσει ανεπηρέαστη από οποιαδήποτε επιθυμία μας, η ματιά μας θα παραμείνει υποκειμενική. Κανείς δεν θα φέρει στο κείμενο –το όποιο κείμενο– την ίδια γνώση, την ίδια εμπειρία από τη ζωή με αυτή που θα φέρει κάποιος άλλος. Και κανείς δεν θα έχει τη γνώση που θα οδηγήσει στην αντικειμενική αλήθεια, στη μοναδική σωστή ανάγνωση. Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αυτή η αλήθεια, απλώς ότι μάλλον κανείς μας δεν μπορεί να τη βρει. Εκτός αν μιλάμε για μαθηματικά ή φυσική. Αν δεν μπορούμε να είμαστε αντικειμενικοί ούτε όταν το κείμενο μας είναι ψυχολογικά/συναισθηματικά αδιάφορο, φαντάσου τι γίνεται όταν εμπλέκεται και το θυμικό μας στην υπόθεση.

(...) Πόσο βαθιά συντηρητικό είναι να ενδιαφέρεται κανείς αποκλειστικά για το αποτέλεσμα; Να μην έχουν σημασία η προσπάθεια και η ποιότητά της; Ο σκοπός να αγιάζει τα μέσα; Ο πρώτος να είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα; Η Μπαρτσελόνα μπορεί να μη στέκεται σε όλα της τα παιχνίδια στο ύψος των αξιών που συμβολίζει, αλλά αν κατά κανόνα αυτό κάνει, δεν μπορεί να πάψει να τις συμβολίζει. Γιατί να κρίνουμε το αν άξιζε να προκριθεί από το αν ήταν χειρότερη (είτε σε επίπεδο απόδοσης είτε σε επίπεδο φιλοσοφίας, στον βαθμό που μπορούν να διαχωριστούν, αν μπορούν) σε ένα παιχνίδι και όχι από τη μεγάλη εικόνα;

(...) Ποιος θα ορίσει τι είναι δίκαιο και τι άδικο; Ισως η ζωή ενίοτε να χρησιμοποιεί το άδικο για να φτάσει στο δίκαιο. Ισως μερικές φορές οι αδικίες των ανθρώπων να διορθώνουν αυτές της ζωής. Ισως να μην υπάρχει τίποτα άδικο σ' όλα αυτά, επειδή όλα τείνουν σε μια ανώτερη δικαιοσύνη που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Ισως να πανηγύρισες επειδή το υποσυνείδητό σου συμφωνεί με κάτι από όλα αυτά...».

Ποιος είπε ότι οι κοπέλες δεν ξέρουν να γράφουν για μπάλα;

Πολυμετοχικός Νο 2

Λοιπόν, έχουμε και λέμε για την πολυμετοχικότητα του Ολυμπιακού: Α) Ο Λαυρεντιάδης είναι πολύ καλό παιδί και χαρήκαμε που συνεργαστήκαμε μαζί του για την πώληση του ΤV Magic και του Flash, αλλά τον ενδιαφέρει να βγάλει χρήματα πιο πολύ από το να βάλει χρήματα. Β) Τα Αγγελοπουλάκια αγαπούν πιο πολύ το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο. Γ) Ο Θόδωρος της Γιάννας είναι πάντα ζεστός, αλλά και λίγο μπελάς: θα θέλει να έχει γνώμη για όλα. Δ) Ο Μιχάλης ο Γουλανδρής, ο Νίκος Τσάκος, ο Μαρινάκης είναι εφοπλιστές και το αγαπημένο τους σουξέ είναι το «Κρίση, με πιάνει κρίση» του Μακρόπουλου. Ε) Αν γραφτεί ότι μπαίνει ο «Βγενό» μετά την ΑΕΚ και στον Ολυμπιακό, τουλάχιστον θα γελάσει το χειλάκι κάθε πικραμένου...

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube