Mετά την ολοκλήρωση και του δεύτερου ημιτελικού του Τσάμπιονς Λιγκ, το ζευγάρι του τελικού που προκύπτει είναι αυτό που θέλαμε οι περισσότεροι. Με βάση το αγωνιστικό πρόσωπο που έδειξαν στο μεγαλύτερο μέρος της φετινής περιόδου, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Μπάρτσα έπαιξαν το πιο επιθετικό και θεαματικό ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο εκείνο που συγκινεί και ξεσηκώνει.
Κι όμως, πρόκειται για δύο διαφορετικές ομάδες. Και οι διαφορές τους φάνηκαν, κατά τη γνώμη μου, στον τρόπο που διαχειρίστηκαν η καθεμία τον δικό της ημιτελικό. Δεν είναι ζήτημα σύγκρισης της Τσέλσι με την Αρσεναλ, ποια δηλαδή δυσκόλεψε περισσότερο την αντίπαλό της, αλλά πώς ο Φέργκιουσον και ο Γκουαρντιόλα επιδίωξαν να εξασφαλίσουν το αποτέλεσμα που ήθελαν.
Ετσι κι αλλιώς και οι δύο πρώτοι ημιτελικοί άφηναν ανοικτό το θέμα της πρόκρισης που έμοιαζε δυσκολότερη υπόθεση για την Μπάρτσα, με δεδομένες τις απουσίες της στην άμυνα και το γεγονός ότι ο Χίντινκ είχε βρει τον τρόπο να τη σταματήσει από το πρώτο παιχνίδι. Η Γιουνάιτεντ τελείωσε το παιχνίδι με την Αρσεναλ στο «Emirates» με συνοπτικές διαδικασίες. Μετά το τέλος του παιχνιδιού, ο Εβρά συνόψισε την εικόνα του ματς με τον καλύτερο τρόπο.
«Επαιξαν 11 άνδρες εναντίον 11 παιδιών». Η νεανική ομάδα του Βενγκέρ μπορεί να παίζει γρήγορο και θεαματικό ποδόσφαιρο αρκετές φορές, όμως δεν έχει τη διάρκεια και τη σταθερότητα που χαρίζουν η ωριμότητα και η εμπειρία. Και απέναντι στην ώριμη και δυνατή ομάδα του σερ Αλεξ, που έχει μία εξαιρετική ικανότητα στον έλεγχο του ρυθμού, οι πιτσιρικάδες του Βενγκέρ δεν είχαν τύχη.
Δεν έχουν ακόμη ούτε το μέταλλο ούτε τη συνοχή που χρειάζεται ένα επιπλέον άλμα το οποίο οδηγεί στον τελικό και τον τίτλο. Ο Φέργκιουσον ήξερε ότι ένα γρήγορο γκολ θα φόρτωνε με άγχος τους ποδοσφαιριστές της Αρσεναλ, η τύχη και η ικανότητα του έδωσαν 2 μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο και το παιχνίδι τελείωσε εκεί. Η ομάδα που «χτίζει» ο Βενγκέρ δεν είναι τόσο μεγάλη ακόμα, που να μπορεί να γυρίσει ένα τέτοιο ματς και απέναντι σε έναν τέτοιο αντίπαλο.
Ο Φέργκιουσον ήταν στη θέση του χαρτοπαίκτη που ξέρει ακριβώς τα φύλλα και τον τρόπο παιχνιδιού τού αντιπάλου του. Και καθαρίζει την παρτίδα στεγνά. Στον άλλο ημιτελικό, ο Χίντινκ νομίζω ότι έκανε τα πάντα σωστά. Εκτός από το να προβλέψει τα διαιτητικά σφυρίγματα και τη μανία του Ντρογκμπά να πάρει οπωσδήποτε ένα πέναλτι. Ο Χίντινκ από την ώρα που ήρθε στην Τσέλσι δεν έκανε εντυπωσιακές μεταγραφές, όπως έκαναν οι προκάτοχοί του, αλλά δούλεψε με το υλικό που βρήκε και είναι πρώτης γραμμής.
Η ομάδα αυτή ήθελε έναν προορισμό. Και ο Χίντινκ της τον έδωσε. Οι περισσότεροι υπέθεταν πως αν κάποια ομάδα θα μπορούσε να σταματήσει την Μπάρτσα, αυτή ήταν η Τσέλσι. Πιο δυνατή, πιο συνεκτική από κάθε άλλη προηγούμενη ομάδα που αντιμετώπισαν οι Καταλανοί και τεχνική σε βαθμό τέτοιο, που να μη βασίζεται μόνο στη δύναμη. Η Τσέλσι είναι πάνω απ' όλα μία σκληρή ομάδα που αν καταλάβει ότι τη φοβάσαι, θα σε χτυπήσει όσο χρειάζεται για να περάσει ένα βράδυ χωρίς πονοκεφάλους και κούραση.
Η Τσέλσι δεν θα έκανε ποτέ αυτό που έκανε η Μπάγερν στη ρεβάνς του παιχνιδιού της με τη Σπόρτινγκ. Δύο γκολ –το πολύ τρία– θα της ήταν αρκετά. Και κάτι ακόμα που αφορά την Τσέλσι: ομάδες και προπονητές σαν τον Χίντινκ είναι που προχωρούν την ποδοσφαιρική τακτική ένα βήμα μπροστά. Μπορεί η «τακτική» να θεωρείται ότι σκοτώνει το θέαμα, αλλά είναι απαραίτητη στο παιχνίδι, ακριβώς όσο και το θέαμα για λόγους ισορροπίας.
Για την Μπάρτσα τα είχα γράψει και τις προηγούμενες μέρες. Είναι ομάδα που έχει ένα αγωνιστικό πρόσωπο φουλ επιθετικό. Δεν έχει ένα εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση που βρεθεί ένας Χίντινκ και αποκλείσει όλους τους δρόμους. Το πλεονέκτημά της σε αυτή την περίπτωση είναι η ποιότητα των ποδοσφαιριστών της. Αυτό που χρειάζεται είναι το παράθυρο, όσο μικρό και αν είναι, για μία ενέργεια μόνο. Οπως προχθές το σουτ του Ινιέστα. Ομως αυτό και μόνο δεν αρκεί για να νικήσει τη Γιουνάιτεντ του Φέργκιουσον, που μπορεί να πετύχει σε μεγάλο βαθμό ό,τι και ο Χίντινκ.
«Γεια σου, μπαμπάκο»
Το 1968 μετακομίσαμε από την Αγία Σοφία του Πειραιά στην Αργυρούπολη. Τότε, θυμάμαι, ο τόπος όλος ήταν οικόπεδα και ελιές, υπήρχαν βοσκοί και πρόβατα ενώ το κτήμα Γερουλάνου, πολύ πριν πετσοκοπεί σε ακριβά και οικοδομήσιμα οικόπεδα, έμοιαζε στα παιδικά μάτια σαν το μαγεμένο δάσος του παραμυθιού όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, πρόσφορο για εξερεύνηση και ικανοποίηση της ακόρεστης παιδικής περιέργειας, ήταν θαύμα που υπήρχε κάτι να μας κρατάει στο σπίτι, λίγο πριν έρθει η τηλεόραση, αλλά ακόμη και μετά τον ερχομό της λαίμαργης τηλοψίας.
Ενα ευχάριστο επακόλουθο εκείνης της μετακόμισης ήταν το πρώτο στερεοφωνικό που ήρθε στο σπίτι. Ενα έπιπλο Grundig με ενσωματωμένο ραδιόφωνο, ενισχυτή και ηχεία. Και δύο ντουλαπάκια, δεξιά και αριστερά από το καντράν του ραδιοφώνου, για τα ποτά των μεγάλων και τα ποτήρια τους. Το πικ απ βρισκόταν στο πάνω μέρος του επίπλου και δεν μας επιτρεπόταν να το χρησιμοποιούμε.
Ο πρώτος μας δίσκος, όμως, ήταν όλα τα λεφτά. Ο «Μεγαλέξαντρος και το καταραμένο φίδι» του Ευγένιου Σπαθάρη. Τον κύριο Ευγένιο τον ακούγαμε στο ραδιόφωνο, αλλά ο δίσκος του «Μεγαλέξαντρου» ήταν για μας –για μένα και τον αδελφό μου– ένα σημείο αναφοράς στην παιδική μας ηλικία. Κάθε φορά μετά την ακρόαση βγαίναμε έξω από το σπίτι ζωσμένοι τα ξύλινα σπαθιά μας, γινόμασταν Μεγαλέξαντροι και ξεσπούσαμε στις καλαμιές και τα βάτα, που βαφτίζαμε με τα ονόματα των φόβων μας κάθε φορά.
Λίγο αργότερα ήρθε στο σπίτι και η πρώτη τηλεόραση και μπορούσαμε να παρακολουθούμε τις περιπέτειες του Καραγκιόζη, όπως τις διηγούνταν ο κύριος Ευγένιος. Παραδόξως, η δυναμική της ιστορίας του Μεγαλέξαντρου μέσα από το βινύλιο, αντί να ξεφτίσει, δυνάμωσε περισσότερο. Οταν αργότερα την παρακολούθησα στην τηλεοπτική της έκδοση, απογοητεύτηκα. Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι μία ιστορία τόσο μεγάλη μπορούσε να χωρέσει σε ένα τόσο μικρό κουτί.
Αυτή η μεγαλομανία μού κόστισε αργότερα όταν σε ηλικία 11 χρόνων έστησα την πρώτη μου –και τελευταία– παράσταση Καραγκιόζη στην αυλή του σπιτιού. Αφού κατέστρεψα σεντόνια, σύρματα, κουβέρτες, κόλλες, και προκάλεσα και ένα βραχυκύκλωμα, αποφάσισα πως ο κόσμος του Θεάτρου Σκιών δεν θα μπορούσε να είναι πεδίο της δημιουργικής μου έκφρασης.
Εκείνον τον δίσκο, όμως, τον κουβαλάω μαζί μου από τότε, σαν μια ακριβή αποσκευή πολύχρωμων αναμνήσεων μιας ηλικίας που πέρασε ανεπιστρεπτί. Και χθες που έμαθα ότι ο κύριος Ευγένιος παλεύει στο ΚΑΤ να κρατηθεί ζωντανός αναζήτησα τον δίσκο. Για να ξανακούσω τη φωνή του μέσα από άπειρα «σκρατς» και να του ευχηθώ από μέσα μου σαν άλλο Κολλητήρι «γεια σου, μπαμπάκο, κράτα γερά…».
Τα νέα μέτρα
Αφού μας πληροφόρησε ότι η ελληνική οικονομία αντιδρά πολύ καλύτερα από ό,τι οι οικονομίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών (ξεχνώντας να μας προσδιορίσει ποιες είναι οι καλύτερες αντιδράσεις της οικονομίας, την ώρα που κάθε εβδομάδα τα βασικά οικονομικά μεγέθη αναθεωρούνται προς το χειρότερο) ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας μάς προετοίμασε ότι η κυβέρνηση θα χρειαστεί να πάρει επιπλέον μέτρα, φυσικά για το καλό μας.
Μέτρα που δύο μήνες πριν ούτε που τα σκεφτόταν, αν θεωρήσουμε ότι αυτή η κυβέρνηση, πέρα από τα άλλα, σκέφτεται κιόλας. Τα μέτρα, βέβαια, θα ανακοινωθούν μετά τις ευρωεκλογές, διότι αν ανακοινωθούν νωρίτερα θα θυμώσετε και δεν θα συμπεριφερθείτε στις κάλπες, όπως θέλει η κυβέρνηση.
Και τα μέτρα δεν θα είναι μαλακά. Θα είναι μέτρα σκληρά που θα βάλουν χέρι στα όποια μας εισοδήματα, θα βάλουν χέρι στις όποιες ιατροφαρμακευτικές μας παροχές, στις συντάξεις μας. Και η κυβέρνηση των σκανδάλων και των ελλειμμάτων θα μας προκαλεί, υποστηρίζοντας ότι από το να λέει ψέματα, προτιμά την αλήθεια και ας γίνεται δυσάρεστη. Μία αλήθεια από την οποία έχει πάρει διαζευκτήριο στις 8 Μαρτίου 2004.