Οταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης είχε φέρει στον Πανιώνιο πριν από 8 χρόνια ένα νεαρό ψιλόλιγνο και άγνωστο στο ευρύ κοινό παίκτη, τον Πολ Σίρλεϊ, οι πολλοί γελούσαν βλέποντάς τον στα πρώτα παιχνίδια. «Δεν πρόκειται ποτέ αυτός να παίξει μπάσκετ» ήταν το σχόλιό τους. Ο Σίρλεϊ όχι μόνο έπαιξε εντυπωσιακά στον Πανιώνιο, αλλά έφθασε μέχρι και το ΝΒΑ, έστω κι αν δεν έκανε τη μεγάλη καριέρα. Ο Μίλος Τεόντοσιτς και ο Ζόραν Ερτσεγκ έχουν ταλέντο, έχουν προοπτική να φθάσουν πολύ ψηλά και ο Ολυμπιακός του Γιαννάκη πιστεύει σε αυτούς.
Εξ ου και η απόκτησή τους. Το θέμα, όμως, είναι ότι όταν γνωρίζεις πως στο τέλος του δρόμου θα ακονίσεις τα ξίφη σου με ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός, η ΤΣΣΚΑ, η Μπαρτσελόνα και γενικώς τέτοιου επιπέδου σύνολα, μάλλον δεν «χαραμίζεις» δύο θέσεις των κοινοτικών σου με άπειρους παίκτες. Ο ένας –τουλάχιστον– πρέπει να είναι έμπειρος, να σου δώσει άμεσες λύσεις. Να είναι «killer» για να μπορέσει να αποτελέσει αντίδοτο π.χ. στην «καυτή» περιφερειακή τριάδα του Παναθηναϊκού. Ούτε ο Τεόντοσιτς ούτε ο Ερτσεγκ μπορούν. Σε κάποια χρόνια ίσως...
Αυτό ίσως είναι και το μεγαλύτερο λάθος του προπονητή του Ολυμπιακού, ο οποίος και πάλι έχει μπει στο «στόχαστρο» αρκετών φίλων της ομάδας του. Η διαφορά σε σχέση με την επαύριον της απώλειας του Κυπέλλου (τον Φλεβάρη με τον Παναθηναϊκό) είναι ότι η πλειονότητα του κόσμου των Πειραιωτών στηρίζει τον «δράκο» και γενικώς την ομάδα. Δεν χωράει αμφιβολία ότι αυτή η στάση είναι και μία παράταση υπομονής εν όψει των πλέι οφ και του επικείμενου τελικού με τον Παναθηναϊκό.
Επειτα από πολλά χρόνια ο Ολυμπιακός έχει το πλεονέκτημα της έδρας και μαζί τη δυνατότητα να πάρει το πρωτάθλημα. Αν τα καταφέρει, όλα θα είναι καλά. Αν όχι, τότε θα αρχίσουν τα δύσκολα για τους Πειραιώτες και δη τον Γιαννάκη. Γιατί η δουλειά που κάνει είναι πολύ καλή, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς, σε αυτό το επίπεδο τα αποτελέσματα, και πιο συγκεκριμένα η κατάκτηση τίτλων, είναι αυτά που σε κρίνουν.