Ο Παναθηναϊκός πέταξε σε κάποιον άλλον πλανήτη του μπάσκετ, έπιασε απόδοση που θάμπωσε γήινους και εξωγήινους για ένα ημίχρονο και τοποθέτησε θεμέλιο που ίσα ίσα αρκούσε για να αντέξει την απότομη προσγείωσή του στον πλανήτη γη. Οταν ακούστηκε για τελευταία φορά η κόρνα της γραμματείας στην «O2 World Arena» στο Βερολίνο, η σαμπάνια μοιράστηκε στους παίκτες, οι οποίοι άξιζαν περισσότερο να τη γευτούν.
Στο δικό του υπέροχο ημίχρονο ο Παναθηναϊκός έπαιξε ολοκληρωτικό μπάσκετ, ικανό να μαγέψει φίλους και εχθρούς. Στο δικό της υπέροχο ημίχρονο η ΤΣΣΚΑ πήρε το πάνω χέρι με τακτική καταστροφική, αποτελεσματική μεν, αλλά όχι πολύ διαφορετική από αυτή που εφάρμοζε η παλαιά Λιμόζ. Αν πρέπει να γίνω κυνικός, θα γράψω ότι το μπάσκετ νίκησε το αντιμπάσκετ.
Δεν είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα. Ισχυσε χθες ο ίδιος αφορισμός τον οποίο έγραφα στο προχθεσινό μου κείμενο: καμιά φορά αξίζει ένας αγώνας μπάσκετ να τελειώνει ισόπαλος, με μοιρασιά των λαφύρων. Αφού αυτό είναι αδύνατο, εμφανίζονται να υπάρχουν τρεις ηττημένοι σ' ένα φάιναλ φορ τεσσάρων σχεδόν ισοδύναμων και πάντως πανίσχυρων ομάδων.
Ας είναι. Αυτό που εμάς τους Ελληνες ενδιέφερε, τους ουδέτερους τουλάχιστον, ήταν να μπει το τρόπαιο σε αεροπλάνο ελληνικής εταιρείας και να παρουσιαστεί ολόλαμπρο στο «Ελ. Βενιζέλος» τα ξημερώματα της Δευτέρας, για να φωτίσει τη νύχτα. Οπερ και εγένετο.
Με την απόδοσή του στον τελικό, ειδικά στο πρώτο του ημίχρονο, ο Παναθηναϊκός ξόρκισε άλλη μία κατάρα, άλλο ένα φάντασμα: όχι, κύριοι, δεν είναι απαραίτητο να αποχαιρετά την πόλη ηττημένη η νικήτρια ενός «εμφύλιου» ημιτελικού. Στην κερκίδα των επισήμων ο Γιάννης Ιωαννίδης χειροκροτούσε τον Παναθηναϊκό, αλλά έμοιαζε να βασανίζεται από κρυφή μελαγχολία. Τα δικά του παθήματα στα μέσα της δεκαετίας του '90 έγιναν διδάγματα για τον τότε δήμιό του –τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, επτάκις πρωταθλητή Ευρώπης.
Νομίζω ότι ο Σέρβος πανηγύρισε το χθεσινό κατόρθωμα με περισσότερο πάθος απ' ό,τι οποιοδήποτε από τα προηγούμενα. Δεν θυμάμαι να τον έχω ξαναδεί εκτός εαυτού από την (άγρια) χαρά. Ισως έφταιγε ότι είδε τον ουρανό σφοντύλι στο δεύτερο ημίχρονο, ίσως μέσα του φοβήθηκε την ήττα, ίσως κατάλαβε ότι εδραίωσε αμετάκλητα τη θέση του στο πάνθεον των ηρώων του Παναθηναϊκού, ίσως ένιωσε ότι η αποστολή του ήταν αυτή τη φορά πολύ δύσκολη. Πέτυχε, όμως, στο πρώτο σκέλος της (τον «καυτό» ημιτελικό με τον Ολυμπιακό), πέτυχε στο δεύτερο (την απρόσκοπτη προετοιμασία για το ραντεβού του τίτλου), πέτυχε και στο τρίτο (την ίδια την τακτική του τελικού).
Τον ξελάσπωσαν, βέβαια, παίκτες με ατσάλινα νεύρα: ο Φώτσης, ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης, ο Περπέρογλου. Ο Γιασικεβίτσιους πήγε να γίνει μοιραίος με τη χαμένη βολή στα 5 δευτερόλεπτα, αλλά έμελλε ο τελικός να ολοκληρωθεί με τον πιο ταιριαστό τρόπο: με μία άμυνα, με ένα άστοχο σουτ του αντιπάλου, όπως το 1996 στο Παρίσι!
Ο Νίκολας πήδηξε με όλη τη δύναμη των ποδιών του μπροστά στον Σισκάουσκας, ο Λιθουανός σημάδεψε τη στεφάνη, το πανηγύρι ξέσπασε. Η χθεσινή βραδιά δεν ήταν άλλη μία βραδιά των Λιθουανών, όπως εκείνη της Παρασκευής. Ηταν η βραδιά των Ελλήνων. Το 6ο Κύπελλο Πρωταθλητριών, 5ο για τον Παναθηναϊκό, είναι το έπαθλο της ομάδας που εδώ και μιάμιση δεκαετία αποτελεί το καμάρι του ελληνικού μπάσκετ.