Παρ' όλο που έχω σε μεγάλη ποδοσφαιρική εκτίμηση τους Αργεντινούς, ψάχνω στον σκληρό δίσκο του κεφαλιού μου να βρω μερικούς τέτοιους που να ήρθαν στον Παναθηναϊκό και την Ελλάδα γενικότερα απευθείας από τη χώρα τους και να έκαναν αμέσως τη διαφορά, να ανέβασαν την ομάδα ένα σκαλί ποιότητας πάνω και ζορίζομαι. Εβαλα αυτό το «κατευθείαν από τη χώρα τους» για να αποφύγω παραδείγματα τύπου Γκαλέτι και Βερόν (του ΠΑΟΚ) που ήρθαν από άλλη ευρωπαϊκή ομάδα και πραγματικά στις ομάδες τους έκαναν και κάνουν τη διαφορά.
Στον Παναθηναϊκό, λοιπόν, έχουμε και λέμε: Μπορέλι. Πρόσφερε αναμφισβήτητα, αλλά τον πρώτο ένα χρόνο τον γύρευες και δεν τον έβρισκες. Εκι Γκονζάλες: ήρθε τον Γενάρη, έκανε παπάδες, βοήθησε την ομάδα να πάρει το νταμπλ το 2004 και μετά εξαφανίστηκε ανάμεσα σε σοβαρούς τραυματισμούς και σοβαρότερες μανούρες. Γκαλέτο: Πολύ καλά, ευχαριστώ. Εσείς πώς είστε; Ρομέρο: Καλός για κινηματογραφικός ήρωας, αφού το dvd που προηγήθηκε της άφιξής του ήταν πραγματικά σπουδαίο και πολύ καλύτερο από τον ίδιο, εξαιρετικός στα φιλικά, καβάντζωσε τη φανέλα με το «9» και έφυγε τελικά νύχτα χωρίς φεγγάρι.
Στον Ολυμπιακό χρυσοπλήρωσαν τον Μπελούτσι, τον οποίο ναι μεν τον λες καλό παίκτη, αλλά όχι τόσο καλό που να κοστίζει 7,5 μύρια ο μισός. Ο Λεντέσμα έκανε μια εξαιρετική μισή περίοδο και χάθηκε σαν τον Τζον Αυλακιώτη τη δεύτερη -τώρα ετοιμάζεται να επιστρέψει, αν δεν ετοιμάζεται να πουληθεί. Ο συμπαθής Νούνιες μάς χάρισε μερικά υπέροχα χαϊλάιτς, τόσα ώστε να αναρωτιόμαστε αν ήταν καλός, μέτριος ή αδικημένος παίκτης. Τον Αρτσούμπι τον θυμόμαστε κυρίως για τα φιλάκια που έστελνε στην καλή του στην εξέδρα και τις καρδούλες που σχημάτιζε με τα χέρια του.
Και μόνο η ΑΕΚ μπορεί να αισθάνεται τυχερή για τα ψώνια από Αρτζεντίνα, κυρίως λόγω του λαχείου που λέγεται Μπλάνκο και δευτερευόντως για τον Σκόκο, ο οποίος είναι τεχνίτης και ξέρει μπάλα, έκανε (και κάνει) καλή χρονιά, αλλά απέχει ακόμα αρκετά από τον χαρακτηρισμό «λαχείο» ή «top class» ποδοσφαιριστής. Για κάτι Παουτάσο, όμως, Αρουαμπαρένα, Νάβας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αποκτήθηκαν στο παρελθόν, δεν νομίζω να αισθάνεται και τόσο τυχερή. Αν πάμε και παραπέρα, στις υπόλοιπες ομάδες, θα βρούμε αρκετούς χρήσιμους Αργεντινούς, αλλά όχι τόσο σημαντικούς που να κόψεις και φλέβες.
Καλοί οι Καρντόσο και Φιλόμενο του Αστέρα, αλλά το γεγονός ότι εδώ και δύο χρόνια παραμένουν απλώς στα μπλοκάκια των μεγάλων ομάδων και μέχρις εκεί κάτι λέει. Τίποτα ιδιαίτερο ο Μπαστία (με εξαίρεση την πιο περήφανη καραφλοχαίτη της Σούπερ Λίγκας), πολύ άτυχος ο Μιλάνο που μας υποσχέθηκε πολλά αλλά είχε δύο πολύ σοβαρούς τραυματισμούς. Οι Αργεντινοί του Αρη μάλλον δυσκόλεψαν την ομάδα παρά τη βοήθησαν, μια και έπιασαν θέση ξένου ή θέση γενικότερα χωρίς να προσφέρουν και πολλά.
Κιντάνα, Μάνσο και Μεσέρα στην Ξάνθη δεν επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες που είχαμε όταν ήρθαν, μια και στο Championship Manager έκαναν όργια. Το αυτό και για τους υπόλοιπους στην Ελλάδα πάνω-κάτω. Λογαριασμός και σούμα: Μόουτσε, Γκαϊτάν, Ανχελέρι, Πιάτι και λοιποί Αργεντινοί που παίζουν στην Αργεντινή θεωρητικά ενδιαφέρουν τον Παναθηναϊκό, πρακτικά ο Κώστας Αντωνίου παζαρεύει την απόκτηση κάποιου ή κάποιων εξ αυτών ή και κάποιων άλλων, τα ονόματα των οποίων ίσως και να μη γνωρίζουμε. Παίκτες που έχουν φτάσει σε μια σεβαστή ποδοσφαιρική ηλικία, αλλά μεταγραφή δεν έχουν πάρει για μεσαία ή μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα.
Παίκτες που θα καλύψουν θέση ή θέσεις -αν τελικά έρθουν- στις οποίες η ομάδα «πονάει» (δεξί μπακ, επιτελικό χαφ, επιθετικός, ίσως και δεξί χαφ) και δεν υπάρχουν περιθώρια να μη «βγουν» ή να χρειαστούν 6-12 μήνες προσαρμογής για να αρχίσουν να δείχνουν και σε εμάς αυτά που «έδειξαν» στον Ρότσα. Πάντα μια μεταγραφή εμπεριέχει ρίσκο -σαφώς μικρότερο αν ο παίκτης έχει δώσει δείγματα γραφής στην Ευρώπη. Αντέχουμε τόσο μεγάλο ρίσκο; Εχουμε υπομονή να τους «περιμένουμε»; Εχουμε διάθεση να δώσουμε άλλα τόσα του χρόνου τέτοιο καιρό, αν καταλάβουμε ότι δεν κάνουν;