Οι ελληνικές ομάδες που συμμετέχουν στα Κύπελλα Ευρώπης, πέντε τον αριθμό, θα μπουν φέτος στους προκριματικούς του Τσάμπιονς Λιγκ και του Europe Cup, όπως θα αποκαλείται από του χρόνου το γνωστό μας Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, ήδη από τον Ιούλιο. Ολοι, πλην του κυπελλούχου, θα δώσουν δύο προκριματικούς γύρους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνουν νωρίς τις μεταγραφές τους, κάτι που εξηγεί γιατί σχεδόν όλοι ψάχνονται από τώρα. Και γιατί έχουμε πήξει στα ονόματα...
Διάβασα πολλές αθλητικές εφημερίδες το τριήμερο του Πάσχα –βόλευε και ο καλός καιρός, που ευνοεί τη μελέτη. Πέρα από ονόματα και υποσχέσεις, αυτό που καταλαβαίνει κανείς είναι ότι φέτος το μεταγραφικό σχέδιο (σχεδόν) όλων –έτσι όπως αυτό διακηρύσσεται από προέδρους, προπονητές και τεχνικούς διευθυντές και παρουσιάζεται από τους ρεπόρτερ– είναι να γίνουν ελάχιστες κινήσεις, «αλλά να αποκτηθούν τρεις–τέσσερις παίκτες που θα κάνουν τη διαφορά»! Αυτός είναι ο στόχος όχι μόνο όσων διεκδικούν το πρωτάθλημα, αλλά κι εκείνων που έχουν άλλα σχέδια: όποιον κι αν ρωτήσεις σου λέει το ίδιο, λες και είναι όλοι συνεννοημένοι. Γιατί; Προφανώς γιατί τη μόδα την ορίζει στα ποδοσφαιρικά πράγματα της χώρας ο πρώτος, δηλαδή ο Ολυμπιακός.
Επτά
Πέρυσι –λένε όλοι– ο πρωταθλητής έκανε ελάχιστες προσθήκες. Εδίωξε τον Λούα Λούα και πήρε τον Ντιόγο. Αφησε τον Λεντέσμα και απόκτησε τον Ντουντού. Πήρε τον Αβραάμ για το κέντρο της άμυνας αντί του Σέζαρ και τον Λέτο δανεικό και τέρμα. Ο κόσμος έχει την τάση να απλοποιεί τα πράγματα και οι παράγοντες των ομάδων το ίδιο: σου λένε «πήρε τέσσερις παίκτες που ξεχώριζαν κι αυτές οι μονάδες του δώσανε τον τίτλο. Ετσι θα κάνουμε κι εμείς».
Περίπου
Είναι έτσι το πράγμα; Περίπου. Γιατί εκτός από αυτούς ο Ολυμπιακός πήρε και τον Γκαλίτσιο και τον Γιαννάκη τον Παπαδόπουλο και τον Κόβατς και τον Οσκαρ και μετά πήρε και τον εικονιζόμενο Ματ Νταρμπισάιρ. Δηλαδή μέσα στη σεζόν δεν έκανε 4 μεταγραφές, αλλά 9, ενώ ο ΠΑΟ έκανε 12 και η ΑΕΚ 10 –δεν έχουν πολύ μεγάλες διαφορές τα νούμερα. Η κρίση «λίγοι και καλοί» εδραιώνεται από την εντύπωση ότι και ο ΠΑΟΚ έκανε λίγες μεταγραφές, αλλά «βρήκε παίκτες που κάνουν το κάτι παραπάνω». Το λένε και σκέφτονται όλοι τον Κοντρέρας και τον Μουσλίμοβιτς. Αυτό κι αν είναι μύθος: ο ΠΑΟΚ μεταξύ καλοκαιριού και Ιανουαρίου απέκτησε μια ολόκληρη ενδεκάδα –ρίξτε μια ματιά και θα το δείτε!
Μόδες
Πώς χτίζονται οι εντυπώσεις αυτές; Από τον Τύπο, που έχει την τάση να τα απλοποιεί όλα και να δημιουργεί μόδες. Φέτος η μόδα είναι «λίγοι και καλοί, όπως έκανε ο Ολυμπιακός πέρυσι», όμως πέρα από τη μόδα υπάρχει και η λογική, η οποία λέει ότι ο Ολυμπιακός δεν πήρε περίπατο το πρωτάθλημα γιατί έκανε λίγες αλλά προσεκτικές μεταγραφές πέρυσι, αλλά και διότι κατά τη διάρκεια της σεζόν βρήκε βοήθειες από παίκτες σχεδόν ξεγραμμένους (Ντομί, Πατσατζόγλου πρώτα απ' όλα, που έδωσαν πολλά).
Το πήρε επίσης γιατί η κακή συγκυρία του αποκλεισμού από το Τσάμπιονς Λιγκ τού έδωσε τη δυνατότητα να συγκεντρωθεί στο πρωτάθλημα και να το βγάλει άκοπα: όταν φορτώθηκε με ματς λόγω του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ όχι μόνο αποκλείστηκε σε αυτό από τη μικρομεσαία Σεντ Ετιέν, αλλά και είχε χτυποκάρδια στις διπλές αναμετρήσεις του με τον ΠΑΟΚ στο Κύπελλο και στο ντέρμπι στο Καραϊσκάκη με τον ΠΑΟ, κρατώντας το «Χ» με τα δόντια παίζοντας με έναν παίκτη παραπάνω! Τι θέλω να πω;
Οτι η λογική «λίγες αλλά προσεκτικές προσθήκες», εκτός του ότι δεν στηρίζεται πουθενά, δεν μπορεί και να θεραπεύει «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Η κάθε ομάδα οφείλει να έχει τη λογική της, δηλαδή να κοιτάει την καμπούρα της.
Παίκτες
Οπως το βλέπω εγώ, όλοι πρέπει να κάνουν ένα ξεσκαρτάρισμα και όλοι χρειάζονται παίκτες: αυτοί που σώθηκαν αλλά έμειναν εκτός Ευρώπης τούς χρειάζονται διότι έκαναν μέτριο πρωτάθλημα, ενώ όσοι θα πάρουν το ευρωπαϊκό «εισιτήριο» χρειάζονται μεταγραφές διότι οι ομάδες τους έχουν αρκετά και χτυπητά κενά –εκτός αν έχουν σκοπό να αποκλειστούν από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις από τον Αύγουστο, οπότε πάω πάσο!
Το θέμα είναι τι θες να κάνεις. Αν θες μια ευρωπαϊκή αξιοπρεπή πορεία (γιατί φέρνει και πολλά χρήματα στο ταμείο) και μια καλή παρουσία στο πρωτάθλημα (γιατί αυτό είναι που κάθε Κυριακή ενδιαφέρει τον κόσμο σου), τότε έχεις μπροστά σου πολλά να προσέξεις.
Θέλουν
Ο Ολυμπιακός αμέσως αμέσως για να είναι αξιόμαχος Κυριακή–Τετάρτη-Κυριακή θέλει δύο χαφ (ειδικά αν φύγει ο Πατσατζόγλου) και ίσως ένα ακόμα αν ο Στολτίδης συνεχίσει να πονάει. Θέλει έναν τερματοφύλακα καλύτερο του Κόβατς. Χρειάζεται ένα ακραίο μπακ πιο αξιόπιστο του Ντομί κι έναν κεντρικό αμυντικό επιπέδου, μείνει, δεν μείνει ο Αντζας. Και σίγουρα κάποιον που να μπορεί να παίζει δεξιά όταν θα λείπει ο Γκαλέτι και κάποιον για αριστερά, διότι ο «Τζόλε», που έκανε φέτος 30 συμμετοχές (!), το 'κοψε.
Και επειδή το 'κοψε κι ο Ντάρκο Κοβάσεβιτς, θέλει και κάποιον στην επίθεση, διότι ο Ντιόγο παίζει δέκα μήνες χωρίς να έχει σταματήσει και ο Μάτος, που 'κανε το ίδιο πέρυσι, φέτος μέτραγε θλάσεις. Αυτοί δεν είναι «λίγοι και καλοί»: είναι 9 παίκτες! Οχι ότι ο ΠΑΟ π.χ. θέλει πολύ λιγότερους. Εναν για τη θέση του Νίλσον επειγόντως και δύο κεντρικά μπακ, αν ο Βαβρζίνιακ πάει αριστερά. Κάποιον πίσω από τους Σιμάο–Σίλβα–Μάτος, ειδικά αν μείνει ο Τεν Κάτε, που δεν καλοβλέπει τον Μάτος. Για τον ίδιο λόγο θέλει κάποιον αντί του Ιβανσιτς και σίγουρα δύο κυνηγούς, για να έχει τη βεβαιότητα ότι αν βγει ο ένας Ροντρίγκο Σόουζα, θα βοηθήσει ο άλλος! Μιλάμε για επτά παίκτες. Οχι για τέσσερις και καλούς. Τέσσερις μόνο δεν φτάνουν….
Αντίλογος
Μου γράφει ο φίλος Δημήτρης Καλαμαράς από τη Σαλονίκη: «Θα σταθώ σε μια φράση που είχες στο κομμάτι σου για το Τσέλσι – Λίβερπουλ: ότι ο ποδοσφαιρόφιλος ψάχνει μύθους. Συμφωνώ. Γιατί αυτή η αναζήτηση; Ισως είναι ένας τρόπος να τεκμηριώσει με στοιχεία, κατά κάποιον τρόπο, την αγάπη του για το σπορ. Να δείξει –και να στηρίξει με αυτά τα δείγματα– ότι το ποδόσφαιρο είναι "κάτι παραπάνω" από αυτό που λοιδορούν οι εχθροί του, γι' αυτό και το αγαπάει: δεν είναι απλώς ένα κλοτσοσκούφι. Κυρίως ο ποδοσφαιρόφιλος προσπαθεί να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό, που πάντα είναι ο δυσκολότερος αντίπαλος σε κάτι τέτοια.
Μεγαλώνοντας θέλει να δικαιολογήσει την εμμονή του να συνεχίζει να ασχολείται με κάτι που του άρεσε μικρός. Θέλει να καταστήσει "σοβαρό" αυτό το ωραίο και ανέμελο, για να συνεχίσει –απενοχοποιημένο πλέον– το πάθος να υφίσταται. Δες τι γίνεται, για παράδειγμα, με τις ταινίες των τελευταίων χρόνων που έχουν θέμα τους υπερήρωες: γίνεται μια βαθύτερη ανάλυση του χαρακτήρα τους, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις υπερδυνάμεις τους. Δίνεται, δηλαδή, ένα άλλοθι σοβαρότητας για να συνεχίσει κάποιος να ασχολείται. Οι αναζητητές μύθων στον χώρο του ποδοσφαίρου ανήκουν σε μια τέτοια κατηγορία: θέλουν τεκμήρια για να διατρανώσουν τη σπουδαιότητα του να ασχολείσαι με κάτι φαινομενικά απλό.
Μόνο που και εδώ χωρά ένας αντίλογος. Το να αναζητούμε μύθους για την μπάλα είναι ένας ιδιότυπος επαγωγικός συλλογισμός: από το ειδικό (ποδόσφαιρο) πάμε στο γενικό (οι ιστορίες, οι κοινωνικές προεκτάσεις που σχετίζονται ή πηγάζουν από το ποδόσφαιρο). Αλλά μήπως την πάμε τη βαλίτσα αρκετά μακριά έτσι; Θέλω να πω ότι σε κάποιον αρέσει η μπάλα για τον απλούστατο λόγο ότι… απλώς του αρέσει –και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις ή στοιχεία για να αποδείξει κάτι.
Δεν αγάπησε την μπάλα γι' αυτά τα περαιτέρω στοιχεία, αλλά μέσω της μπάλας έμαθε και γι' αυτά. Το πρωτεύον ήταν η αγάπη του για το σπορ και όχι οι "παράπλευρες" πλευρές του –είναι όπως η μουσική: σου αρέσει ένα τραγούδι και για τις τυχόν προεκτάσεις που μπορεί να έχει, αλλά πρωτίστως γιατί όταν το άκουσες σου άρεσαν η μουσική, ο στίχος, η ερμηνεία. Τα υπόλοιπα ήρθαν μετά.
Δεν χρειάζεται να απολογούμαστε σε κανέναν για κάτι που μας αρέσει, ούτε να ψάχνουμε στοιχεία για να δικαιολογήσουμε μια αγάπη μας: η αγάπη μας είναι αυτή που μας ωθεί να ψάξουμε και να βρούμε τους δικούς της μύθους».
Ιούδας
Σε πολλά μέρη συνηθίζεται να καίνε τον Ιούδα. Τη φώτο μού την έστειλε ένας φίλος από την Κρήτη. Σε ένα χωριό πριν κάψουν τον Ιούδα τού φόρεσαν ένα μαύρο μπλουζάκι που έγραφε: «Επειτα από 33 χρόνια στη Β' Εθνική. Οι φταίχτες να πάνε σπίτια τους».