Καλοκαίρι του 1972. Στη χουντοκρατούμενη Ελλάδα εμφανίζεται μία νότα ελευθερίας, αλλά μόνο για τους επί επταετία... εν διαστάσει συζύγους: το καθεστώς εγκρίνει το «αυτόματο» διαζύγιο. Χαράς ευαγγέλια για τους ενδιαφερόμενους που έχουν συμπληρώσει –ή κοντεύουν- το προαναφερθέν χρονικό διάστημα.
Ποιους χαροποιεί η έκβαση της ποδοσφαιρικής σεζόν 1971-72; Πρωτίστως τους ΠΑΟΚτσήδες. Η ομάδα πανηγυρίζει τον πρώτο τίτλο της ιστορίας της, έπειτα από τη νίκη (2-1) στον τελικό του Κυπέλλου επί του Παναθηναϊκού. Οι «βάζελοι» τα έχουν βάψει μαύρα; Καθόλου. Με την ομάδα τους πρωταθλήτρια και τον Αντωνιάδη δεύτερο σκόρερ στην Ευρώπη, έχουν την άνεση να πικάρουν τους «ερυθρόλευκους» οπαδούς. Βλέπετε, παρά τις καλές μεταγραφές με τις οποίες ενισχύθηκε, ο Ολυμπιακός περιορίστηκε στη δεύτερη θέση. Πώς πικάρουν οι «βάζελοι» τους «γαύρους»; Τραγουδιστά.
Φρέσκια επιτυχία (του 1971) είναι «Ο Παλιατζής» του Στράτου Διονυσίου –Α. Ρεπάνης και Δ. Γκούφας οι άλλοι συντελεστές– και οι φίλοι του «τριφυλλιού» δεν αφήνουν τη μελωδία ανεκμετάλλευτη: «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή, Γιούτσο, Ρομέν και Γκαϊτατζή». Περισσότερο σοφιστικέ ήταν η διασκευή ενός άλλου, κατά τι παλαιότερου, λαϊκού άσματος. Του «Τι Να Φταίει». Μεγάλη επιτυχία από τη Μαρινέλλα. Μουσική Γ. Ζαμπέτα, στίχοι Δ. Χριστοδούλου, αλλά ιδού οι στίχοι των φίλων του ΠΑΟ: «Τι να φταίει, τι να φταίει / που δεν πήγατε μπροστά / ίσως οι Ελληνογάλλοι / ίσως τα πολλά λεφτά». Ελληνογάλλοι: Υβ Τριαντάφυλλος και Ρομέν Αργυρούδης. Αμφότεροι βασικοί συντελεστές της μετέπειτα τριετούς «ερυθρόλευκης» κυριαρχίας, που έμελλε να αρχίσει από την επόμενη σεζόν (1972-73). Ομοίως και οι Γιούτσος - Γκαϊτατζής, αλλά δεν βαριέστε... Το πικάρισμα ανέκαθεν είχε τη γλύκα του - ακόμη κι όταν ήταν εφήμερη η ισχύς του.
Ολα αυτά δεν ακούγονται και πολύ στις κερκίδες της Λεωφόρου - εκεί ηχεί ακόμη το «Ολιμπίκ ντε κουρελέ». Διαδίδονται όμως σε παρέες, γειτονιές, προαύλια σχολίων, στέκια - οπουδήποτε συνυπάρχουν οι μεν με τους δε. Στους ίδιους χώρους (κι όχι στο Καραϊσκάκη), κατά τη σεζόν 1972-73 κάμποσοι νεαροί οπαδοί του Ολυμπιακού προσεταιρίζονται το πασίγνωστο κομμάτι «Τα Παραμύθια Της Γιαγιάς» του ροκ συγκροτήματος Νοστράδαμος. Τραγούδι νωπό κι αυτό - του 1972. Επειτα από το χαρακτηριστικό «έα, έα, έα, ε» του (μισού) ρεφρέν, οι νεαροί φίλοι του Ολυμπιακού φωνάζουν «θρύλε Ολυμπιακέ».
Η αναδρομή αυτή μας εισάγει στο τελευταίο μέρος του αφιερώματος στο airplay των φιλάθλων. Ολοκληρώνουμε την περιήγηση (και) στο ελληνικό ρεπερτόριο των γηπέδων - χθες περιοριστήκαμε σε Τσιτσάνη και Σαββόπουλο. Οι μελωδίες των κομματιών που παρατίθενται στη συνέχεια αποτελούν πραγματικούς παιάνες των κερκίδων, όχι των γειτονιών.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ: άσματα για πικάρισμα. «Ετσι ειν' η ζωή και πώς να την αλλάξεις - άλλοι κλαίνε κι άλλοι γελάνε δηλαδή». Ατόφιο το ρεφρέν του τραγουδιού που ερμήνευσε η φωνή της Βίκυς Μοσχολιού (μουσική Δ. Μούτση, στίχοι Γ. Λογοθέτη). Ακουγόταν πολύ στα 70s και τα πρώιμα 80s. Ετσι, για να πικραθούν περισσότερο οι «απέναντι» που χάνουν. Κι αν οι «απέναντι» δεν χάνουν απλώς κάποιον αγώνα, αλλά κάθε ελπίδα να διεκδικήσουν έστω κι ένα τρόπαιο; Ε, τότε πιάνει δουλειά -αργότερα- το «Κάπου θα Συναντηθούμε» του Γιάννη Μηλιώκα, ο οποίος στην πρώτη εκτέλεση το ερμήνευσε με τη Γλυκερία. Για να εκτελεστεί το ηθικό των αντιπάλων, τι κάνουν οι αγριοφωνάρες της εξέδρας; Αντικαθιστούν τις ημέρες της εβδομάδας από τρόπαια και η καζούρα αρχίζει - με ένα τμήμα των «ημέτερων δυνάμεων» της κερκίδας να απαντά στα ερωτήματα που θέτει το άλλο: «Πρωτάθλημα μπορείς; Οχι, όχι». «Κύπελλο μπορείς; Οχι, όχι». Στο τέλος καλείται ο λαός της στερημένης ομάδας να πάει ν’ απαυτωθεί - και τέρμα.
Το άσμα του Μηλιώκα το υπέστησαν κατά περιόδους οι οπαδοί και των τριών «μεγάλων». Ηταν –μέχρι και τα 90s– σύνηθες... βασανιστήριο για όσους βίωναν «πέτρινα χρόνια». Στη συνέχεια ατόνησε κάπως, διότι το πικάρισμα έγινε περισσότερο «κοφτό», τυποποιημένο και υβριστικό.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: άσματα επινίκια, διότι ο στόχος επετεύχθη - και δεν αφορά μόνον έναν αγώνα. Εδώ συναντάμε εκ νέου τη Μοσχολιού, πάλι με Μούτση - Λογοθέτη. Το ρεφρέν του «Ασπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» γίνεται… χαμαιλέοντας. Βάφεται στα χρώματα που αντιστοιχούν στους ανταγωνιστές των «ψαλτών» της κερκίδας, το μπλε όμως παραμένει για χάρη της ρίμας - κι ας μη διεκδίκησαν ποτέ πρωτάθλημα ο Ηρακλής, ο Εθνικός, ο Ατρόμητος, το Αιγάλεω, ο Απόλλωνας Αθήνας. Η συνέχεια του ρεφρέν: «Δεν το πήρατε χαμπάρι; Είμαστε πρωταθλητές». Α, μπορεί να ακουστεί ακόμη και έπειτα από ήττα. Το τραγούδησαν οι οπαδοί της ΑΕΚ στο Καραϊσκάκη, τη σεζόν 1992-93, ως απάντηση στους πανηγυρισμούς των φίλων του Ολυμπιακού. Οι «ερυθρόλευκοι» εκείνη την ημέρα είχαν νικήσει 1-0.
Οταν δεν κρίνονται τρόπαια, αλλά σημαντικές προκρίσεις; Τότε ηχεί χαρωπά -από το 1987 κι εντεύθεν- το τραγούδι «Με το στόμα γεμάτο φιλιά». Ερμηνεία Λ. Βελή, μουσική Χρ. Νικολόπουλου. «Και το βράδυ, το βραδάκι, όταν θα 'χουμε πια προκριθεί...». Ακολουθεί η αναφορά στο ευτυχισμένο μέρος που θα καεί («ο Περαίας», «η Λεωφόρος») και η εξήγηση: «Γιατί είμαστε όλοι τρελοί». Φέτος το τραγούδησαν οι «γαύροι» στην αναμέτρηση με τη Χέρτα και οι «βάζελοι» - κάπως βιαστικοί- όταν ο Μάντζιος ισοφάρισε τη Βιγιαρεάλ στο ΟΑΚΑ. Και να σκεφτεί κανείς ότι τους στίχους -τους... κανονικούς, φυσικά- τους είχε γράψει ο ένθερμος ΑΕΚτσής Λευτέρης Παπαδόπουλος...
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ: βρισίδι με νότες... λαϊκές. Η πιο γνωστή –και μεγάλη– κατηγορία… Επιμελέστερος υβριστής «Ο πιο καλός ο μαθητής» του Γ. Ζαμπέτα, που εκτοξεύει βαριά λόγια σε βάρος του γενεαλογικού δέντρου του «εχθρού». Το «σπίτι και τη μάνα» των αντιπάλων... εξυμνεί -πολύ συχνά, τα τελευταία χρόνια –και ο «Λευτέρης» του Στ. Ξαρχάκου. Πού να ήξερε ο Νίκος Γκάτσος ποιοι «στίχοι» θα εκτόπιζαν τους δικούς του... Ο «Λευτέρης» ενίοτε αναλαμβάνει και ειδικές αποστολές. Φέρ' ειπείν, στο ντέρμπι των «αιωνίων» στο Φάληρο, στη σεζόν 2004-05, οι οπαδοί του Ολυμπιακού ανέθεσαν στον «Λευτέρη» να ασχοληθεί με τον... Σωτήρη. Τον Κυργιάκο. Πλάι στο «Λευτέρη» η ... Ελευθερία. Η Αρβανιτάκη. Βρίσιμο... και των γονέων (στην κυριολεξία!) πέφτει με την -κατά τ' άλλα γλυκύτατη– μελωδία του «Βάλε το κόκκινο φουστάνι» (μουσική Στ. Κουγιουμτζή, στίχοι Κ. Κινδύνη).
Από την επιστράτευση που γίνεται στο όνομα των... γαλλικών δεν ξεφεύγει το «Μίλησέ μου, μίλησέ μου» του Γρ. Μπιθικώτση - σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Βρισίδι... της αρκούδας, αντί των μελιστάλαχτων στίχων του Γκάτσου: «Ανοιξα στον κήπο μου πηγάδι, να ποτίζω τα πουλιά - να 'ρχεσαι εσύ πρωί και βράδυ, σαν μικρή δροσοσταλιά...». Το άσμα χρησιμοποιείται και για γεωγραφικούς προσδιορισμούς: «Απ' τον Εβρο ως την Κρήτη, μόνο Ολυμπιακός».
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: απλώς ζητωκραυγάζουμε. Οι φίλοι του Αρη -πάλι στο μπάσκετ- λάνσαραν στα 80s το «Είμαστε δυο - είμαστε τρεις» του Μ. Θεοδωράκη κι έκτοτε ο ρυθμός αυτός έγινε must όλων των οπαδών. Αντιθέτως, ΑΕΚτσίδικο ... «ΙΧ» κομμάτι παρέμεινε το «Είσαι θεός, ήλιος καλοκαιρινός» του Γ. Πάριου. Στην περίπτωση αυτή, βεβαίως, θεός ανακηρύσσεται ο «Δικέφαλος Αετός». Η «Ορίτζιναλ» υπενθυμίζει την παρουσία της με το «Ποροποπόμ» των αδελφών Κατσάμπα. Με τον ίδιο ρυθμό ο Αλέκος Αλεξανδρής άκουγε τους οπαδούς του Ολυμπιακού να τον επευφημούν μέχρι το τέλος της καριέρας του.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕΜΠΤΗ: τα «αιμοβόρα». Λιγοστεύουν, διότι η επιθετικότητα πλέον προσλαμβάνει σεξουαλική χροιά. Κλασικό, στη δεκαετία του '80 αυτό που τραγουδούσαν οι οπαδοί του Αρη στο μπάσκετ: «Κι εσύ, Γιαννάκη, πάρ' τους τα μυαλά - και συ Γκάλη, πάρ' τους το κεφάλι». Στον ρυθμό του «Καλημέρα, ήλιε», του Μάνου Λοΐζου. Τραγούδι που νωρίτερα είχαν οικειοποιηθεί οι οπαδοί του... ΠΑΣΟΚ.
ΥΓ.: Συμπλήρωση, έστω και καθυστερημένη, σε ό,τι αφορά το ξένο ρεπερτόριο. Εσχάτως οι «βάζελοι» θυμήθηκαν τους Boney M και λάνσαραν, στον ρυθμό του «Ma Baker», το εξής: «Οπου βρεθείς εσύ, κοντά σου θα 'μαι εγώ - μία ζωή μαζί, με τρέλα στο μυαλό». Επειτα από δεκαετίες μοναξιάς, το «Raspoutin» βρίσκει ομογάλακτη παρέα στα ελληνικά γήπεδα.