Δεν γνωρίζω πόσοι ξέρουν ότι το αγγλικό κοινοβούλιο διαθέτει μία μόνιμη κοινοβουλευτική επιτροπή με αντικείμενο το ποδόσφαιρο. Ενδειξη της σπουδαιότητας που αποδίδουν οι Αγγλοι στο παιχνίδι. Η συγκεκριμένη επιτροπή, μάλιστα, κάθε χρόνο παρουσιάζει μία αναλυτική έκθεση για την κατάσταση του αγγλικού ποδοσφαίρου που συνοδεύεται από προτάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών διεξαγωγής του.
Την περασμένη εβδομάδα τα μέλη αυτής της κοινοβουλευτικής επιτροπής παρουσίασαν ένα κείμενο 27 θέσεων, με βασικό αίτημα τον περιορισμό του δανεισμού και των χρεών ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ, θεωρώντας ότι η τωρινή οικονομική κατάσταση των ομάδων -ιδιαίτερα των τεσσάρων μεγάλων- δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για ολόκληρο το αγγλικό ποδόσφαιρο.
Η επιτροπή, η οποία μελέτησε τα οικονομικά δεδομένα και τη συμπεριφορά των ομάδων για ένα χρόνο περίπου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρές ομάδες με τον δανεισμό επιχειρούν ένα είδος «οικονομικού ντόπινγκ», επιλογή που δημιουργεί μία οικονομική φούσκα η οποία κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, θα σκάσει με πολύ δυσάρεστες συνέπειες. Η κοινοβουλευτική αυτή επιτροπή δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλει κάποια μέτρα παρά μόνο να προτείνει λύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, πρότεινε να αποδεχθεί η Πρέμιερ Λιγκ την πρόταση της ΦΙΦΑ και της ΟΥΕΦΑ για την υιοθέτηση της ρήτρας του 6+5. Ο εκπρόσωπος της Πρέμιερ Λιγκ, σχολιάζοντας το περιεχόμενο των προτάσεων της επιτροπής, δήλωσε ότι θα μελετήσει τις προτάσεις οι οποίες έρχονται σε μία περίοδο κατά την οποία το αγγλικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο συλλόγων παρουσιάζεται δυνατότερο από ποτέ. Και αυτή την εικόνα οι ομάδες θέλουν να τη διατηρήσουν.
Προφανώς, συνεχίζοντας την ίδια οικονομική συμπεριφορά, η οποία όμως σε περιόδους οικονομικής κρίσης δείχνει καθαρός παραλογισμός. Στη δημόσια συζήτηση που προκάλεσε στην Αγγλία η δημοσιοποίηση των προτάσεων της επιτροπής πήρε μέρος και ο ιδιοκτήτης της Φούλαμ, Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι τα έξοδα των ομάδων την περασμένη χρονιά αυξήθηκαν κατά 14% περίπου, εξαιτίας των υψηλών συμβολαίων των ποδοσφαιριστών.
«Τα 15-20 εκατομμύρια στερλίνες ετησίως που κερδίζουν κάποιοι ποδοσφαιριστές είναι οικονομικός παραλογισμός», ανέφερε ο Αλ Φαγέντ, ο οποίος παράλληλα κατηγόρησε τους ανθρώπους της Πρέμιερ Λιγκ για απληστία και ανικανότητα. Η Φούλαμ πριν από έξι χρόνια ήταν η ομάδα με τα μεγαλύτερα χρέη στην Πρέμιερ Λιγκ, αλλά σταδιακά κατάφερε να τα μειώσει, παρ' όλο που ο ιδιοκτήτης της, ο Αλ Φαγέντ, συνεχίζει να στηρίζει τον σύλλογο.
Σύμφωνα με τα τελευταία οικονομικά στοιχεία, η Φούλαμ την περασμένη χρονιά παρουσίασε ζημίες ύψους 7,5 εκατομμυρίων στερλινών, που είναι σχεδόν 50% μικρότερες από εκείνες που είχε παρουσιάσει την περίοδο 2006/07. Στη μείωση των ζημιών της ομάδας συνετέλεσαν τα αυξημένα έσοδα από τη νέα συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων που υπέγραψαν οι ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ και η αύξηση των εσόδων από εισιτήρια, που την περίοδο 2007/08 έφεραν στο ταμείο της Φούλαμ ένα εκατομμύριο στερλίνες παραπάνω.
Το «αγκάθι» στα οικονομικά της Φούλαμ εντοπίζεται στα χρήματα που ξοδεύει για μισθούς και συμβόλαια. Αυτό το ποσό έφτασε τα 68 εκατομμύρια στερλίνες, αυξημένο κατά 17% σε σχέση με το ποσό που είχε ξοδευτεί την προηγούμενη περίοδο. Η πρώτη ομάδα που κτυπήθηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση, η Γουέστ Χαμ, ανακοινώθηκε προχθές ότι περνάει στη διαχείριση ενός φορέα που αποτελούν 12 διεθνείς τράπεζες, ύστερα από την κατάρρευση της ισλανδικής οικονομίας και του ιδιοκτήτη της Γουέστ Χαμ, Μπιοργκολφούρ Γκούντμουντσον.
Η ομάδα πωλείται, αλλά εκτιμάται ότι θα παραμείνει στα χέρια των τραπεζών για μία διετία ακόμα, μέχρι να καθαρίσει τελείως από τα χρέη. Ομως, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, με την καθοδήγηση του Τζόλα (φωτό) η ομάδα δεν τα πήγε άσχημα, αλλά χωρίς ενίσχυση είναι αμφίβολο αν θα τα καταφέρει, όσα θαύματα κι αν κάνει ο Ιταλός από τον πάγκο.
«Σώστε τις τράπεζες»
Aν υπάρχει κάποιο σχέδιο για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αυτό μάλλον συνοψίζεται στη φράση που βρίσκεται στην κορυφή αυτού του κειμένου. Η σπουδαιότητα των τραπεζών για τη λειτουργία του συστήματος είναι δεδομένη μόνο που οι τράπεζες μεγάλωσαν και εξελίχθηκαν σε κάτι που το ίδιο το σύστημα δεν μπόρεσε να ελέγξει. Και όσο η διακηρυγμένη πρόθεση των ηγετών των ισχυρών χωρών του κόσμου είναι οι τράπεζες να συνεχίσουν να παίζουν τον ρόλο που έπαιζαν, το σύστημα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Θα ξεκουραστεί για να προετοιμάσει την επόμενη κρίση του, το κόστος της οποίας θα κληθούν να πληρώσουν, πάλι, εκείνοι που δεν ευθύνονται. Είναι αυταπάτη η εντύπωση ότι κάποιοι αυστηρότεροι κανόνες ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα μπορέσουν να αποσοβήσουν ανάλογες κρίσεις στο μέλλον, μια και δεν περιορίζουν ούτε την ύπαρξη τεράστιων οικονομικών ανισοτήτων, αλλά ούτε φυσικά την ανθρώπινη απληστία. Την ανικανότητα κυβερνήσεων και οργανισμών να βρουν μία διέξοδο στην κρίση περιέγραψε με ακρίβεια ο σπουδαιότερος -εν ζωή- ιστορικός του καιρού μας, ο Ερικ Χομπσμπάουμ (φωτό κάτω), λέγοντας ότι «οι κυβερνήσεις, οι τράπεζες και τα οικονομικά ιδρύματα μοιάζουν με ένα τυφλό που προσπαθεί να βγει από έναν λαβύρινθο, κτυπώντας τους τοίχους με διάφορα μπαστούνια».
Ο Χομπσμπάουμ βρέθηκε στο προσκήνιο της επικαιρότητας τον τελευταίο μήνα στη Βρετανία επειδή έκανε αίτηση να του δοθεί ο φάκελος που κρατούσαν γι’ αυτόν οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες (που απέρριψαν το αίτημά του). Ο Αγγλος ιστορικός, σε πρόσφατη αρθρογραφία του στην αγγλική εφημερίδα «The Guardian», υποστήριξε ότι απέτυχαν και τα δύο συστήματα που δοκιμάστηκαν τον περασμένο αιώνα.
Και οι κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες σοβιετικού τύπου και η ανεξέλεγκτη καπιταλιστική οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Το μέλλον, κατά την άποψή του, ανήκει στις μεικτές οικονομίες, στις οποίες το ιδιωτικό συνυπάρχει με το δημόσιο, και το κλειδί, πιστεύει ο Χομπσμπάουμ, βρίσκεται στην αναλογία του συγκεκριμένου μείγματος και στη λανθασμένη αντίληψη ότι η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία που φέρνει αποτελεί σκοπό ενώ είναι μόνο μέσο.
Οδηγός για καλά ψώνια
Σε άλλες εποχές, τότε που τα πράγματα στην οικονομία ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση και εκείνοι που είχαν τα πολλά έβγαζαν περισσότερα ενώ εκείνοι που δεν είχαν δανείζονταν περισσότερα, εκείνες τις εποχές λοιπόν, η κατάσταση στις μεταγραφικές περιόδους ήταν περισσότερο ξεκάθαρη. Οταν ήθελες έναν ποδοσφαιριστή, έπρεπε να πληρώσεις, και μεγάλο ρόλο έπαιζαν ο τρόπος που διαπραγματευόσουν και τα ανταλλάγματα που πρόσφερες. Φέτος, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Με την παγκόσμια οικονομική κρίση ελάχιστοι έχουν χρήματα να ξοδέψουν και ακόμα λιγότεροι, εκτός από τα χρήματα, έχουν και τη διάθεση. Οσοι περιμένουν πολλά χρήματα και μεγάλα ονόματα, ας κάνουν λίγο κράτει. Το ελληνικό πρωτάθλημα, ως προορισμός, δεν είναι καθόλου ελκυστικός για ένα μεγάλο ξένο ποδοσφαιριστή, πόσω μάλλον όταν δεν πρόκειται να ενταχθεί σε ομάδες που κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην Ευρώπη. Ελεύθεροι, κελεπούρια από το σκάουτινγκ, δανεικοί, «χρήσιμοι» και πάνω από όλα φθηνοί. Για όλα τα υπόλοιπα, στα πρωτοσέλιδα για window shopping και όνειρα.