Oσο κι αν οι Αγγλοι φημίζονται –εν γένει– για εσωστρεφείς εμμονές και προσκολλήσεις, οι οπαδοί των ομάδων της Γηραιάς Αλβιόνας χρησιμοποιούν άφθονα εισαγόμενα τραγούδια. Κι όχι μόνο από αυτά που θεωρούνται εξαιρετικά δημοφιλή διεθνώς στον κόσμο των γηπέδων. Φερ' ειπείν, αν –όπως αναφέραμε χθες– οι φίλοι της Αρσεναλ αξιοποιούσαν επί αρκετά χρόνια τη μελωδία του ιταλικού «Volare» για να τιμήσουν τον Πατρίκ Βιεϊρά, οι οπαδοί της Λίβερπουλ έχουν ροπή προς την αμερικανική μουσική παράδοση. Για να ενισχύσουν την ομάδα τους έχουν οικειοποιηθεί το «Sloopy John B» των Beach Boys, αλλά και το «Ring οf Fire» του «πατριάρχη» της κάντρι, Johnny Cash.
Δεν ισχύει, λοιπόν, στις βρετανικές κερκίδες κανένα ανελαστικό «τραγούδι από τη χώρα σου». Ισχύει, όμως, κάτι άλλο: ότι επιβάλλεται να ενταχθεί στο ρεπερτόριό σου και κάποιο τραγούδι από την πόλη σου, εάν βεβαίως αυτή διαθέτει κάποια ξεχωριστή μουσική φυσιογνωμία και παράδοση. Το Λίβερπουλ είχε τους Beatles κι έτσι οι οπαδοί των «κόκκινων» αφιερώνουν στο «Yellow Submarine» περισσότερο χρόνο απ' όσο διαθέτουν –για το ίδιο τραγούδι– οι πιστοί άλλων ομάδων. Στον ρυθμό του «Yellow Submarine» οι φίλοι της Λίβερπουλ υπενθυμίζουν με τι είναι συνυφασμένη η ζωή τους: «We All Live In A Red And White KΟΡ».
Το Μάντσεστερ πάλι έχει διάσημη μουσική σκηνή. Ετσι, οι οπαδοί της Γιουνάιτεντ επέλεξαν ένα από τα συγκροτήματα-γενάρχες της εν λόγω σκηνής για να τιμήσουν το «ιερό τέρας» της αγαπημένης τους ομάδας. Τον Ράιαν Γκιγκς. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στην κορυφαία επιτυχία των Joy Division, το «Love Will Tear Us Apart» (1980). Αν δεν είχαν προτιμήσει οι Joy Division για ένα τόσο σημαντικό –από συναισθηματικής πλευράς– ηχητικό-σήμα κατατεθέν, οι πιστοί των «κόκκινων» πιθανότατα θα διάλεγαν κάτι από τα άλλα συγκροτήματα της πόλης.
Από Fall, Buzzcocks ή από τα γκρουπ που διαμόρφωσαν τον κατοπινό ήχο της σκηνής του Μάντσεστερ στη δύση της δεκαετίας του '80: Inspiral Carpets, Stones Roses, Happy Mondays. Σε ένα μόνο συγκρότημα του Μάντσεστερ δεν θα ανέθεταν τέτοια υψηλή αποστολή –ίσως ούτε καν... χαμηλή. Στους Oasis. Ο λόγος; Εξαιρετικά απλός: οι Oasis, η μπάντα των αδελφών Gallagher που γνώρισε τρομακτική επιτυχία στα μέσα της δεκαετίας του '90, είναι δεδηλωμένοι φανατικοί υποστηρικτές της Μάντσεστερ Σίτι!
Για την Αγγλία μιλάμε, ας μην το ξεχνάμε. Για τη χώρα που λατρεύει πρώτον, τις έντονες ποδοσφαιρικές διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων ή και περιοχών τους –αρκεί να αναλογιστούμε την ανειρήνευτη αντίθεση Αρσεναλ VS Τότεναμ στο βόρειο Λονδίνο. Δεύτερον, τις προσωπικές διαμάχες (όπως, ας πούμε, κάποτε Φέργκιουσον – Βενγκέρ), αλλά και τα στοιχήματα ακόμα και για το ποιος εκτόξευσε μπιζελόζουμο στον σερ Αλεξ. Τρίτον, τις ποδοσφαιρικές βεντέτες ανάμεσα στις πόλεις–κράτη.
Τέταρτον, τις μουσικές βεντέτες και πέμπτον, τις μουσικές βεντέτες με γεωγραφικούς προσδιορισμούς. Τυπικό παράδειγμα του τέταρτου και του πέμπτου; Η αγχώδης –και ολίγον χονδροειδής– προσπάθεια της βρετανικής μουσικής βιομηχανίας στα 90s να συντηρήσει την κόντρα Oasis – Blur. Ως τι; Ως αναβίωση-απομίμηση της παλιάς αναμέτρησης Stones – Beatles, αλλά και ως μονομαχία Μάντσεστερ – Λονδίνου. Διά μουσικών εκπροσώπων.
Ολος αυτός ο μουσικός και ποδοσφαιρικός αχταρμάς αποπνέει ένταση, πάθος και υπερβολή που μπορεί είτε να συναρπάζει είτε να ξενίζει ή και να απωθεί. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα περιστατικά που είχαν πρωταγωνιστές τους αδελφούς Gallagher των Oasis. Το πρώτο: το 1992 ο Noel Gallagher επικοινώνησε με κάποιο γνωστό του, ονόματι Tony Griffiths, ιδιοκτήτη ενός στούντιο στο Λίβερπουλ. Εκεί οι Oasis δημιούργησαν ένα demo εννέα τραγουδιών, στο οποίο αργότερα βασίστηκε το ντεμπούτο-άλμπουμ τους, το «Definitely Maybe». Δεν ήταν παρά μια επαγγελματική δουλειά στο Λίβερπουλ.
Κι όμως, ο κόσμος της μουσικής βιομηχανίας το αντιμετώπισε περίπου όπως θα σχολιαζόταν σήμερα μια επίσκεψη συμφιλίωσης του Ομπάμα στη Βόρειο Κορέα ή του Τάκη Τσουκαλά στη «Θύρα 13»! Ειπώθηκε ότι οι Oasis γεφύρωσαν το χάσμα που διαμορφώθηκε στη δύση της δεκαετίας του '70, με την κόντρα των συγκροτημάτων του Μάντσεστερ (Joy Division, Fall, κ.ά.) και του Λίβερπουλ (Echo And The Bannymen, Teardrop Explodes). Τέτοιο... ορόσημο, μια βόλτα στο Λίβερπουλ.
Δεύτερο περιστατικό: το 1993 οι Oasis επισκέφθηκαν τα γραφεία της δισκογραφικής Creation για να συζητήσουν τους όρους της συνεργασίας. Απαντες λένε ότι ξαφνικά ο Liam Gallagher απείλησε ότι δεν θα υπέγραφε, παρά μόνο εάν ο διευθυντής της εταιρείας, ο Tim Abbot, έκανε αμέσως δεκτό έναν όρο του. Ποιος ήταν αυτός; Α, εδώ οι γνώμες διίστανται. Κάποιοι διατείνονται ότι ο Liam αξίωσε να αλλάξει... μπλούζα ο Abbot, ο οποίος –χαλαρός και άνετος– φορούσε t-shirt της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ! Κάτι που έκανε –λένε– τον Liam να «βγάλει σπυράκια». Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή, ο Liam απαίτησε να αποκαθηλωθεί μια αφίσα την οποία είδε κολλημένη στον τοίχο. Αφίσα των Farm, ενός συγκροτήματος από το Λίβερπουλ που είχε κακές σχέσεις με τις μπάντες του Μάντσεστερ.
Τα πράγματα αγρίεψαν στα δύο επόμενα περιστατικά, τα οποία μάλιστα δεν τα περιβάλλει καμία αμφιβολία ή ασάφεια. Ισάριθμες φορές ο ποδοσφαιρικός φανατισμός αφαίρεσε κάθε χαλινάρι από την –προϋπάρχουσα, ούτως ή άλλως– επιθετικότητα των Oasis: στις 8 Φεβρουαρίου 1994 η μπάντα ταξίδευε από τη Σκωτία στο Αμστερνταμ, όπου θα έπαιζαν support στους Verve. Αυτό, όμως, δεν έγινε ποτέ, διότι στο φέρι-μποτ ο Liam μέθυσε και μπλέχτηκε σε βίαιους καβγάδες με κάποιους οπαδούς της Τσέλσι. Οταν συνήλθε, φορούσε χειροπέδες.
Λίγο καιρό αργότερα στο Πόρτσμουθ, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο «The Ibis» από μια συναυλία τους, οι Oasis πληροφορήθηκαν ότι η μισητή Γιουνάιτεντ είχε νικήσει σε έναν πολύ σημαντικό αγώνα. Εξαγριώθηκαν τόσο, ώστε έκαναν το μπαρ του ξενοδοχείου αγνώριστο και έριξαν τις καρέκλες στην πισίνα. Σκεφθείτε τώρα, λέει, να εμφανίζονταν κάθε βράδυ οι Oasis σε κάποιο κλαμπ και να πήγαιναν εκεί οι ποδοσφαιριστές της Μάντσεστερ Γουνάιτεντ για να γιορτάσουν κάποια νίκη, όπως σπεύδουν, π.χ., οι παίκτες του Ολυμπιακού στο κέντρο του Διονυσίου ή του Ρέμου...
Μπορεί τα προαναφερθέντα με τους Oasis να αφορούν –εκτός των άλλων– τεχνητές ψευτομαγκιές, παιχνίδια μάρκετινγκ και δημοσιότητας, όμως αλίμονο αν εξαντλούνταν σε αυτά η σχέση ποδοσφαίρου και μουσικής. Στα soundtrack της κερκίδας, δηλαδή στη διαδικασία κατά την οποία το ποδόσφαιρο δανείζεται από τη μουσική, υπάρχουν διάχυτα κέφι, αυθορμητισμός, ενίοτε και φαντασία. Αν τύχει να συμβεί το αντίστροφο, δηλαδή η μουσική να δανειστεί κάτι από την «ιεροτελεστία» του γηπέδου, τότε μπορεί να προκύψουν έκσταση και μεγαλείο. Οπως αυτό που προσέφεραν το 1971 οι Pink Floyd στο κομμάτι τους «Fearless», έτσι όπως «έδεσαν» την εγκεφαλική μουσική τους με τους ήχους του «You'll Never Walk Alone» από το Ανφιλντ. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι φίλος της Λίβερπουλ για να σε αγγίξει το άκουσμά του.
ΥΓ.1.: Παρεμπιπτόντως, στην εποχή εκείνη –αρχές των 70s– το κομμάτι των Steam «Na Na Hey Hey Kiss Him Goodbye» δεν ήταν το μοναδικό αγγλόφωνο του οποίου τον ρυθμό είχαν οικειοποιηθεί οι Ελληνες φίλαθλοι. Ηδη οι οπαδοί του Παναθηναϊκού γιόρταζαν την πορεία της ομάδας προς τον τελικό του «Γουέμπλεϊ» με το «Obladi Oblada» (1968) των Beatles: «Ενα γκολ, δυο γκολ στον αέρα, Πάντσο (σ.σ.: το χαϊδευτικό του προπονητή Πούσκας), η ομάδα πετά».
ΥΓ.2.: Ναι, είχαμε πει πως σήμερα θα τελειώναμε, αλλά ο «αυτόματος πιλότος» μας κράτησε πολύ στην Αγγλία. Από εβδομάδα, τα ελληνικά τραγούδια που ακούγονται στα γήπεδα. Σαν να λέμε Τσιτσάνης, χρυσό μετάλλιο, Σαββόπουλος, αργυρό...