Στον θαυμαστό κόσμο της μουσικής –και της βιομηχανίας της– ενίοτε συμβαίνει και αυτό: να κάνει θραύση κάποιο τραγούδι, μολονότι ελάχιστα το εκτιμούσαν αυτοί που το ηχογράφησαν. Ενα –τουλάχιστον– κομμάτι αυτής της κατηγορίας κατόρθωσε κάτι επιπρόσθετο: να... αναθρέψει γενιές φιλάθλων! Ο ρυθμός του μονιμοποιήθηκε στα χείλη «τροβαδούρων» των κερκίδων άφθονων χωρών, για πολλά, πολλά χρόνια.. Είναι το «Na Na Hey Hey Kiss Him Goodbye». Σαν να λέμε, δύο τετράδες από «Να» και κατόπιν –ελληνιστί– «ε, ε, ομαδάρα». ΑΕΚάρα, «τριφυλλάρα», ΠΑΟΚάρα, κ.λπ.
Το κομμάτι το ηχογράφησαν το 1969 οι Νεοϋορκέζοι Steam σε λίγες ώρες. Οπως αναφέρουν οι Γιάννης Πετρίδης – Κώστας Ζουγρής στο βιβλίο τους «Τα Τραγούδια του Αιώνα», προοριζόταν για τη δεύτερη πλευρά ενός σινγκλ. Το άσμα το είχαν γράψει οκτώ χρόνια νωρίτερα οι Dale Frashuer και Paul Leka. Οι Steam το ήθελαν ως απλό «παραγέμισμα», διότι πίστευαν ότι με τόσο αφελείς στίχους δεν θα γινόταν επιτυχία. Εστω κι αν είχαν ήδη γίνει κάποιες αλλαγές, ώστε να επιμηκυνθεί η διάρκεια του κομματιού και να μην παραμείνει δίλεπτο.
Κάποιος είχε την ιδέα να προστεθεί το «Να Να Να Να», άλλος εισηγήθηκε το «Hey, Hey» και... αυτό ήταν. Οι τροποποιήσεις επενήργησαν σε βαθμό θαυματουργό. Το τραγούδι έγινε Νο 1 στις ΗΠΑ και Νο 9 στην Αγγλία. Λατρεύτηκε από το κοινό, από τους dj και -έτσι βολικά ρυθμικό όπως είχε γίνει- παραδόθηκε στα γήπεδα όλου του κόσμου. Σε αυτά κυριάρχησε απολύτως στη δεκαετία του '70. Αργότερα καταλάγιασε, προς όφελος άλλων τραγουδιών -διεθνούς ή τοπικής εμβέλειας.
Παράδειγμα: το σουξέ των Steam υποχώρησε στις κερκίδες των ελληνικών γηπέδων επειδή οι θαμώνες τους, αναζητώντας κάτι διαφορετικό, διαπίστωσαν ότι δύο άλλα κομμάτια μπορούσαν να εγγυηθούν την ίδια λειτουργικότητα. Ενα ελληνικό κι ένα ξένο, το οποίο εδώ ηχεί –μέχρι και σήμερα– συχνότερα απ' όσο στα γήπεδα της αλλοδαπής. Το πρώτο είναι το «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις» του Μίκη Θεοδωράκη. Εκανε την… αθλητική πρεμιέρα του στα 80s, στο Αλεξάνδρειο, στα χείλη των οπαδών του Αρη. Εκτοτε το οικειοποιήθηκαν άπαντες οι οπαδοί.
Το δεύτερο είναι το «Raspoutin» (1978), η μεγάλη ντίσκο επιτυχία των Boney M. Κοινό χαρακτηριστικό τω δύο κομματιών; Διαθέτουν ρυθμό ενθουσιώδη και «κοφτό». Με την προσθήκη όσων «ολέ» χρειάζεται, διακηρύττεις την πίστη σου στην ομάδα. Αρκεί το όνομά της να διαθέτει δύο συλλαβές ή έστω τρεις που θα εκφέρονται «χωνευτά» σαν δύο. Ε, για μεγαλύτερα ονόματα υπάρχουν και οι... περιλήψεις. Εδώ κοτζάμ Ηρακλής γίνεται συνώνυμος της ζηλιάρας γυναίκας του Δία.
Εάν, πάντως, κάποιο κομμάτι από τα διεθνούς εμβέλειας greatest hits των γηπέδων δικαιούται τον τίτλο του ανθεκτικότερου στον χρόνο, αφότου υποχώρησε το «οικουμενικό» άσμα των Steam, αυτό μάλλον είναι το «Quantanamera». Το φημισμένο κουβανέζικο κομμάτι, έτσι όπως το διασκεύασε ο Pete Seger το 1966. Η μελωδία του προσφέρεται για πολλά. Μπορείς να επευφημήσεις την ομάδα, όπως ακριβώς έπραξαν οι ΑΕΚτσήδες («Ενωση ΑΕΚ, οε-ο, Ενωση ΑΕΚ») που πιστώνονται την εισαγωγή του «Quantanamera» στα ελληνικά γήπεδα. Μπορείς επίσης με την ίδια μελωδία να ρωτήσεις ειρωνικά τους απογοητευμένους οπαδούς των αντιπάλων «πού είναι η μπάλα». Εάν, πάλι, ακούσεις από το στόμα τους κάτι ενοχλητικό, τους λες -μέσω «Quantanamera»- ότι ανταποκρίνονται πλήρως στα χαρακτηριστικά που υποδηλώνει η συνηθέστερη ελληνική λέξη με τα τρία άλφα.
Τα περισσότερα greatest hits των κερκίδων χρειάστηκε να παραμείνουν επί πολλά χρόνια -ή και δεκαετίες- απλές, «σκέτες» μουσικές επιτυχίες, προτού κάνουν τη... δεύτερη καριέρα τους. Αυτή των γηπέδων. Οι εξαιρέσεις, όμως, είναι αρκετές. Πρώτη και εντυπωσιακότερη, βεβαίως, το κομμάτι των Steam, το οποίο «αλώθηκε» αμέσως από τους φιλάθλους όλου του κόσμου. Τάχιστα πήρε βίζα για τα γήπεδα και το «Go West» (1993) των Pet Shop Boys, που όταν κατέφθασε στην Ελλάδα συνάντησε «πράσινη» επιτροπή υποδοχής: το τραγούδησαν για πρώτη φορά εδώ φίλοι του Παναθηναϊκού σε αγώνα μπάσκετ. Ο ρυθμός του «Seven Nation Army» των White Stripes περίμενε στην... επετηρίδα μόλις τρία χρόνια.
Το 2003 κυκλοφόρησε το άλμπουμ («Elephant») που εμπεριείχε το τραγούδι, στο Μουντιάλ του 2006 ο ρυθμός του ταυτίστηκε με τη «σκουάντρα ατζούρα». Οι Ιταλοί οπαδοί το χρησιμοποίησαν και ασφαλώς το διέδωσε δεόντως η ευτυχής –για αυτούς– έκβαση του Μουντιάλ. Στην Ελλάδα στον ρυθμό του «Seven Nation Army» οι οπαδοί του Ολυμπιακού φωνάζουν το ονοματεπώνυμο των Γκαλέτι, Μπελούτσι και Βαλβέρδε.
Α, μια και μιλάμε για τους φίλους του Ολυμπιακού: δεν μπορεί, κάποιος από αυτούς τα τελευταία χρόνια θα «ξεσκονίζει» ή και θα «κατεβάζει» από το Διαδίκτυο τη δισκογραφία –ειδικώς– του 1983! Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι ξαφνικά οι οπαδοί των «ερυθρολεύκων» θυμήθηκαν δύο τραγούδια που παραπέμπουν σε αυτό το έτος και τα οποία είναι μεν κλασικά, αλλά όχι και διεθνή «must» των γηπέδων; Αν κάτι σας θυμίζει το «είσαι στο μυαλό - κάτι μαγικό», αυτό είναι το «Every Breath You Take» των Police. Οσο για τη μελωδία του «το μυαλό μου έχω χάσει- μια ζωή μαζί σου έχω περάσει», αυτή είναι το «Moonligt Shadow» του Mike Oldfield. Εστω κι αν η ερμηνεία του άσματος στο Καραϊσκάκη είναι κομματάκι αγριότερη εκείνης που συνηθίσαμε από τη Maggie Reilly.
Ποιος είπε, λοιπόν, ότι τα τραγούδια του διεθνούς ρεπερτορίου της εξέδρας καταλαμβάνουν την ίδια περίπου θέση στα άτυπα charts των γηπέδων κάθε χώρας; Μπόλικες είναι οι ιδιαιτερότητες και οι αποκλίσεις. Να, ας πούμε οι Ολλανδοί και οι Γερμανοί οπαδοί τιμούν το «Speedy Gonzales» (1962) του Pat Boon πολύ περισσότερο από τους υπόλοιπους. Στις δικές μας κερκίδες, πάλι, σπανίως τραγουδήθηκαν ή τραγουδιούνται ορισμένα κομμάτια που έξω πάνε -ή τουλάχιστον κάποτε πήγαν- αρκούντως καλά. Παράδειγμα πρώτο, το ρεφρέν του «Buffalo Soldier» (Bob Marley).
Παράδειγμα δεύτερο, το ιταλικό «Volare», σε μουσική Domenico Modugno και στίχους Franco Migliacci. Το τραγούδι κέρδισε «Γκράμι» το 1958, επανήλθε στο προσκήνιο με τη νευρώδη, «ισπανοπρεπή» διασκευή των Gipsy Kings το 1989 και εξασφάλισε εισιτήριο για τα γήπεδα. Πρωτίστως στα αγγλικά και συχνότερα στο «Χάιμπουρι». Τραγουδώντας το «Volare», οι φίλοι της Αρσεναλ επευφημούσαν το Βιεϊρά.
Στον αντίποδα, σε ορισμένα από τα ελληνικά γήπεδα τιμήθηκαν -και τιμώνται- δεόντως κομμάτια που έξω ακούγονται αραιότερα ή και αραιότατα. Κι όχι μόνο έξω, αλλά και στα υπόλοιπα γήπεδα της ημεδαπής. Προ ετών οι φίλοι του ΠΑΟ έκαναν δικό τους το κλασικό κάντρι–γκόσπελ «Υou Are My Sunshine» (1940) των Jimmy Davis και Charles Mitchel. Με τη δική του αρωγή διαβεβαιώνουν: «Οπου κι αν παίζεις, σ' ακουλουθάω - τριφυλλάρα μου σε αγαπώ».
Α, επίσης ανέθεσαν στο ρωσικό «Καζαντζόκ» την (προ)αναγγελία κάποιας ασέλγειας σε βάρος της Τούμπας και του Πειραιά. Οι ΠΑΟΚτσήδες πρωτοτύπησαν όταν θυμήθηκαν το ξεχασμένο «Tweedle Dee Tweedle Dum» των Middle Of The Road, ενός σοφτ-ροκ γρουπ των 70s. Αναπαράγοντας το κομμάτι αυτό, η τρομπέτα δίνει στην Τούμπα ή την Πυλαία τον ρυθμό για το «ΠΑΟΚ, ολέ».
Αλλη λύση – πέρα από τις κλασικές, τύπου «Raspoutin»– για το «ΠΑΟΚ, ολέ»; Ο ρυθμός του «Bella Ciao», ενός τραγουδιού των Ιταλών ανταρτών. To επιστράτευσαν στην Ελλάδα –εδώ και αρκετά χρόνια– οι φίλοι του ΠΑΟΚ και παραμένει, εν γένει, σε «στενό» βορειοελλαδίτικο κύκλο. Στο Καραϊσκάκη, όπου τώρα «κάνουν παιχνίδι» οι Police και ο Oldfield, δείχνει να βαίνει σιγά σιγά προς τη σύνταξη το προαιώνιο αμερικανικό παραδοσιακό, με το οποίο οι οπαδοί τραγουδούσαν «είσαι αρρώστια, Ολυμπιακέ». Στην Αγγλία, πάντως, το ίδιο κομμάτι παραμένει ενεργό. Με αυτό οι φίλοι της Λίβερπουλ επευφημούν τον Τόρες.
Εξυπακούεται ότι σε πλείστες περιπτώσεις οι «ψάλτες» της κερκίδας θυμίζουν τον Κολόμβο που ενθουσιάστηκε με ό,τι ανακάλυψε, αλλά δεν ήξερε τι στην ευχή ήταν...
ΥΓ.: Αύριο το τρίτο και τελευταίο μέρος. Το αγγλικό δόγμα «τραγούδι από την πόλη σου», η σχέση του «Obladi-Oblada» με τον ΠΑΟ του 1971 και τα ελληνικά soundtrack των γηπέδων.