Έσβησα τα φώτα και άναψα δυο κεριά. Πάνω που πήγα να κάτσω στην πολυθρόνα μου, ο νεαρός συνάδελφός μπήκε μέσα στο γραφείο τρέχοντας. Μέχρι να καταλάβει ότι τα φώτα ήταν κλειστά ήταν αργά. Σκόνταψε πάνω σε ένα τραπεζάκι και έπεσε κάτω με τα μούτρα. Πήγα από πάνω του και τον σκούντηξα με το πόδι. «Είσαι καλά ρε μπαγλαμά;» του είπα αφού είχε μείνει ασάλευτος με το ένα πόδι ψηλά.

«Ωωωωωχ…» έσκουξε και προσπάθησε να αρθρώσει μια πρόταση. «Εεεε…θε..λω…άδεια» κατάφερε να πει. «Τι θέλεις;». «Άδεια…». «Τι θέλεις;». «ΑΔΕΙΑ». «Έτσι και μου ξανα υψώσεις τον τόνο της φωνής σου θα σε δέσω στην ταράτσα και θα στείλω κατά πάνω σου ένα σμήνος με περιστέρια».

Άρχισε να κλαψουρίζει ότι οι δικοί του θα φύγουν για Πάσχα στο χωρίο και ότι αν κάτσει στην Αθήνα δεν θα έχει κανένα να του φτιάξει αρνάκι. «Πολύ καλά. Μπορείς να λείψεις την Δευτέρα του Πάσχα». Με κοίταξε με το ύφος που έχουν όλα τα σκυλάκια της Δαλματίας μαζί. «Πλάκα σου κάνω ρε μπαγλαμά. Φύγε από τώρα». Άρχισε να χοροπηδάει σαν το κατσίκι βγάζοντας άναρθρες κραυγές χαράς. «Αν συνεχίσεις να κάνεις καραγκιοζιλίκια θα δεις ξανά ρεπό του χρόνου το Πάσχα. Σταμάτα να χοροπηδάς ρε». Έκατσε για λίγο σοβαρός ευχήθηκε καλό Πάσχα και έφυγε.

Έκλεισε πίσω του την πόρτα του υπογείου και εγώ γύρισα στην αρχική μου θέση. Έκλεισα τα φώτα και άναψα δυο κεριά. «Καλό Πάσχα» μουρμούρισα και έκοψα ένα κομμάτι από το μπιφτέκι μου. Μια λάμψη φώτισε το υπόγειο την ώρα που η μπουκιά κατευθυνόταν προς το στόμα μου. «Πυρηνική έκρηξη» σκέφτηκα και κούνησα το κεφάλι μου. «Εγώ και οι κατσαρίδες θα επιζήσουμε». Το λευκός φως απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο και με τύφλωσε. Δεν έβλεπα τίποτα. Όταν τα μάτια μου προσαρμόστηκαν στο φως είδα μια φιγούρα να στέκεται μπροστά μου. Μια φιγούρα ντυμένη στα λευκά. «Γκάνταλφ;» ψέλλισα.

«Τι Γκάνταλφ; Βλάσφημε! Άσε κάτω το μπιφτέκι». Άφησα κάτω το πιρούνι, όχι επειδή μου το είπε απλά ήθελα να δω που το πάει… «Γιατί δεν κάνεις νηστεία; Ντροπή».

«Αν δεν μου πεις ποιος είσαι το πιρούνι θα ενσωματωθεί στο μάτι σου»

«Βλάσφημε! Είμαι άγγελος Κυρίου»

«Ωραία. Και πως μπήκες μέσα;»

Άρχισε να βγάζει καπνούς από τα αυτιά ενώ το πρόσωπο του είχε πάρει ένα αναψοκοκκινισμένο χρώμα. Ξεκίνησε το κήρυγμα για την Μεγάλη εβδομάδα και το Πάθη του Κυρίου. Σηκώθηκα από την καρέκλα πήρα το ουίσκι με τον πάγο και την κόκα κόλα στο χέρι και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. «Δεν έχεις να πας πουθενά» φώναξε ο Άγγελος Κυρίου και με μια κίνηση του χεριού έκλεισε την πόρτα ενώ με κάποιο τρόπο πήρε το ποτήρι με το ουίσκι από το χέρι μου και το πέταξε στον τοίχο. Όλα αυτά ενώ βρισκόταν τουλάχιστον δυο μέτρα μακριά μου.

Κοίταξα το ποτήρι μου που είχε γίνε χίλια κομμάτια. Ένιωσα θυμό να με κατακλύζει. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό Άγγελε Κυρίου» γρύλισα και τον κοίταξα στα μάτια…

Συνεχίζεται…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube