Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ
Δύο φίλοι, γύρω στα πενήντα πια, φίλαθλος του Ολυμπιακού ο ένας και του Ηρακλή ο άλλος, είχαν ξεκινήσει προάλλες ένα πικάντικο παιχνίδι μνήμης και ποδοσφαιρικών γνώσεων. Βάλθηκαν να θυμηθούν ποιοι παίκτες του Ηρακλή φόρεσαν τη φανέλα του Ολυμπιακού και το αντίστροφο.
Αφορμή ήταν η –πιο έντονη τελευταία– συμμετοχή του Γιάννη Παπαδόπουλου, γιου του «κυανόλευκου» ρέκορντμαν Δανιήλ, στους αγώνες των «ερυθρολεύκων». Για εκείνον τον φίλαθλο του Ηρακλή ο «Γιαννάκης» είναι ο επόμενος σούπερ σταρ του Πειραιά που θα γράψει ιστορία, θα καθιερωθεί στην Εθνική και θα σηκώσει νέα τρόπαια. Είναι, τρόπος του λέγειν, μία ακόμα έμμεση «κυανόλευκη» δικαίωση. Κάτι σαν τη συγκίνηση που ένιωθαν οι Ολυμπιακοί όταν έβαζε ο Γιαννακόπουλος γκολ στην Πρέμιερ Λιγκ με τα χρώματα της Μπόλτον.
Ο φίλαθλος του Ολυμπιακού δεν θα έλεγε, βέβαια, όχι σε μια τέτοια προοπτική, αλλά ο καημός του δεν είναι τόσο τα πρόσωπα όσο ο σκοπός: οι «κούπες». Ας έρθουν έστω κι αν αλλάξουμε τέσσερις φορές προπονητή σε μια χρονιά και το μισό ρόστερ μέσα σε έξι μήνες.
Λόγο τον λόγο και τι δεν θυμήθηκαν οι αθεόφοβοι. Τον Φοράκη και τον Δημήτρη Μύλερ που μετακόμισαν από το Καραϊσκάκη στο Καυτανζόγλειο στις αρχές της δεκαετίας του '70. Τον Μπονόβα, τον Σαμπάνη, ακόμα και τον Τάσο Μητρόπουλο που ήταν και το πιο τρανταχτό όνομα ποδοσφαιριστή που έκανε τη διαδρομή Νότος-Βορράς. Η συζήτηση, όμως, άναψε όταν θυμήθηκαν τον Αϊδινίου, τον Κουσουλάκη, τον Στολτίδη και τον Κωφίδη, ονόματα τεράστια όχι μόνο για τον «Γηραιό», αλλά για το ίδιο το ελληνικό ποδόσφαιρο, οι οποίοι σε χρυσή ποδοσφαιρική ηλικία βρέθηκαν στο λιμάνι για να πάρουν τίτλους και δόξα. Με ό,τι αυτά συνεπάγονται διαχρονικά.
Πιο πολύ θυμάμαι τον Βαγγέλη Κουσουλάκη. Εναν παίκτη-ορχήστρα, σουτέρ, πληθωρικό, ακούραστο και ώριμο στη σκέψη. Καταγόμενος από ιστορική «κυανόλευκη» οικογένεια, έπαιξε κάποια χρόνια δίπλα στον Αϊδινίου και στη συνέχεια δίπλα στον μεγάλο Βασίλη Χατζηπαναγή, με τον οποίο πανηγύρισε το μοναδικό Κύπελλο του Ηρακλή (σύμπτωση: με νίκη στην Αθήνα, στα πέναλτι, επί του Ολυμπιακού στον τελικό του 1976). Το 1979, με την καθιέρωση του επαγγελματισμού, κατέβηκε στο λιμάνι και γιόρτασε εκεί τέσσερα πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο.
Τον θυμάμαι ειδικά στο μπαράζ του Βόλου, εναντίον ενός άριστου Αρη, να σκοράρει και ουσιαστικά να τελειώνει με τίτλο ένα πέτρινο σερί πέντε χρόνων για τον Ολυμπιακό.
Αυτός, όμως, που είχε τη δυνατότητα να λάμψει στον Πειραιά (ήταν εκεί 1974-1978) και τελικά δεν τα κατάφερε για εξωαγωνιστικούς λόγους –πολλοί κάνουν λόγο για συστηματικό σαμποτάζ που του έγινε από συμπαίκτες-βεντέτες εκείνης της εποχής– ήταν ο μεγάλος Κώστας Αϊδινίου, ο οποίος δεν έπαιξε αμέσως στον Ολυμπιακό, αλλά κάθισε στο «ψυγείο» για ένα χρόνο (1974) λόγω εκπρόθεσμης –λέει– κατάθεσης του δελτίου του.
Οχι τίποτε άλλο, αλλά έχασε την ευκαιρία αυτός ο παίκτης-σύμβολο του βορειοελλαδικού ποδοσφαίρου να σηκώσει εκείνη την «κυανόλευκη κούπα» του 1976.
Με την ερυθρόλευκη φανέλα οι πιο πολλοί τον θυμούνται να σκοράρει τον Σεπτέμβριο του 1975 κατά της Ντιναμό Κιέβου, σ' ένα ματς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών που έγινε στην… Τούμπα!
Ας επιστρέψουμε, όμως, στα σημερινά και στην αντιπαράθεση των δύο φιλάθλων. Θαυμάστε διάλογο:
- Τέσσερα πρωταθλήματα σας έδωσε, αχόρταγοι, ο Βαγγέλης ο Κουσουλάκης. Κι άλλα τόσα ο Ακης ο Στολτίδης, που ήταν αυτός που κρατούσε μόνος του αμυντικό χαφ εναντίον τριών αντιπάλων, για να κάνει τα τακουνάκια του ο Ζιοβάνι και ο «Ρίμπο»!
- Και τι θέλετε τώρα, να σας κάνουμε κανένα άγαλμα στον Πειραιά;
- Κοίτα τον γαύρο τον μοναχοφαγά. Πάλι με παχιά λόγια που είναι τσάμπα, άντε και με πλακέτες θα τη βγάλετε. Εσείς τους τίτλους και τις «κούπες» κι εμείς για παρηγοριά τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα.
- Ε, αφού ήταν τόσο σπουδαίοι ας τους κρατούσατε στη Θεσσαλονίκη!
Δεν χώρα αμφιβολία ότι, μιλώντας με συναισθηματικούς όρους, ο Θρύλος χρωστάει στον Ηρακλή. Οι «κυανόλευκοι» που ντύθηκαν τα ερυθρόλευκα προσέφεραν και ποιοτικά και ποσοτικά πολύ περισσότερα από τους αντίστοιχους που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, διότι είτε για συγκυριακούς ή αγωνιστικούς λόγους δεν ήταν μέσα στα βασικά πλάνα του Ολυμπιακού είτε βρίσκονταν πια στη δύση της καριέρας τους και είχαν μοιραία παραιτηθεί των ονείρων για τίτλο, τουλάχιστον του πρωταθλήματος.
Διαβάστε τώρα κάτι που είναι ο ορισμός του φαύλου κύκλου:
«Αφού τα αυτοκίνητα σκότωσαν την πόλη, τώρα χρειαζόμαστε περισσότερα και πιο γρήγορα αυτοκίνητα για να δραπετεύσουμε στην επαρχία. Δώστε μας, δηλαδή, περισσότερα αυτοκίνητα για να γλιτώσουμε από τη μεγαλούπολη που έκανε αφόρητη το αυτοκίνητο»!
(Μισέλ Μποσκέ - «Οικολογία και Πολιτική»)
Θυμίζει, άραγε, ο παραπάνω αφορισμός το «ήρθα για να πάρω τίτλους» που θα βρείτε πολλές φορές σε παλιές δηλώσεις διεθνών ποδοσφαιριστών ομάδων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι έπαιρναν μεταγραφή για έναν εκ των τριών μεγάλων συλλόγων του κέντρου; «Θυμίζει», λένε πολλοί φίλαθλοι κάποιας ηλικίας, οι οποίοι είναι σίγουροι ότι «η Αθήνα είχε βάλει κι αυτή το χεράκι της» για να μη φτάνουν επί δεκαετίες οι τίτλοι που έπρεπε στον Πύργο τον Λευκό. Οπότε, «δώστε μας μεταγραφές για να πάμε στην Αθήνα και να πάρουμε τίτλους τους οποίους μας στερεί η Αθήνα»! Εκτός από την κοινωνική ιδεολογία του αυτοκινήτου, υπάρχει και η αντίστοιχη του πρωταθλητισμού, φαίνεται.
Η ιστορία δεν γράφεται με τα «αν», θα υπενθύμιζα στον φίλο μου Ηρακλειδέα. Εξάλλου, δεν χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω στην ιστορία. Πού είναι ο Λαγός; Πού είναι ο Επαλέ; Πού είναι ο Αμπάρης και ο Παντελής Καπετάνος; Πού είναι ακόμα και ο Σνάουτσνερ και ο Μίετσελ; Με αυτούς θα κινδύνευε ο Ηρακλής πρόπερσι να πέσει; Ή θα τελείωνε πρωτάθλημα με τόσα λίγα γκολ στο ενεργητικό του; Στην εποχή του άκρατου επαγγελματισμού οι συζητήσεις αυτές δεν έχουν νόημα, είναι ντεμοντέ και γι' αυτό υπέροχες...