Oταν μπείτε στην εκκλησία και πριν σας πιάσει η βαθειά κατάνυξη ακούγοντας τα λόγια του άγιου παπούλη, σκεφτείτε. Σκεφτείτε ότι ο άγιος παπούλης που κρατάει το Ευαγγέλιο θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος που στο τριμελές της Κρήτης και μπροστά στην εικόνα του Χριστού πίσω από τον δικαστή είπε ότι πήγε στο γήπεδο με το λέιζερ. Οχι, βέβαια, για να τυφλώσει τον τερματοφύλακα των Ισραηλινών, αλλά για να στείλει σήμα στους φίλους του στην απέναντι εξέδρα ότι μπήκε και αυτός. Για να καταλάβετε πόσο σοβαρά παίρνουν οι παπάδες τις εικόνες, τα Ευαγγέλια και τους όρκους.
Στο πρόσφατο αντικληρικό mood στο οποίο βρίσκομαι, ενισχυμένο από το προβλεπόμενο πασχαλινό βλαχομπαρόκ, με τα κοτοπουλάκια να χοροπηδάνε κάτω από τον Χριστό στον σταυρό, να ομολογήσω ότι ένα πράγμα γουστάρω πραγματικά στο Πάσχα. Οπως και με την 25η Μαρτίου βλέπεις το καλύτερο κινηματογραφικό κιτς στην τηλεόραση. Την 25η Μαρτίου το κιτς είναι φυσικά εγχώριο, με τον Γκόγκα Δράκο να προτείνει στον Γκιουλέκα «μπέσα». Ονόματα και όροι που φυσικά οι φίλοι μας οι Αλβανοί είναι αδύνατον να κατανοήσουν, επειδή είναι αμιγώς αρχαιοελληνικά. Αντίθετα το Πάσχα είναι η αποθέωση της Τσινετσιτά με ταινίες τύπου «Ο Δαμοκλής και το θαύμα του Κολοσσαίου», που αν είσαι τυχερός μπορείς να δεις και κάποια από τις cameo εμφανίσεις του Πίτερ Ούστινοφ, με σπεσιαλιτέ τους ρόλους των Ρωμαίων, ελαφρά θηλυπρεπών, αυτοκρατόρων.
Σε αυτές όπως και με τους αρχαίους, έτσι και με τους Ρωμαίους έχουμε σοβαρό πρόβλημα να κατανοήσουμε τι σήμαινε σεξ στις συγκεκριμένες εποχές. Ιδιαίτερα στους Ρωμαίους η αρχή τους ήταν το everything goes. «Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει», όπως ύστερα από εκατονταετίες θα ονομαζόταν το αριστούργημα του μεγάλου Μπερτό. Το οποίο μαζί με το «Οι Βλάχοι προτιμούν ελληνικά» και «Οι Βλάχοι προτιμούν τις τραβεστί» είναι η κινηματογραφική απάντηση της χώρας μας στους ισάριθμους «Godfathers» του Κόπολα.
Αυτά από μια εποχή που οι Ελληνες θυμόνταν ακόμα τους αγώνες στο Πολυτεχνείο και δεν φοβόντουσαν να δηλώσουν σε τι πιστεύουν. Μια εποχή που έβλεπες ταινία πορνό και στο τέλος εκεί που εμφανίζεται το όνομα του guest star έγραφε «Και στον ρόλο του πούστη, Ζορζ Τζαπέλας». Μια εποχή που οι Γαβράδες είχαν λουφάξει μπροστά στην αμεσότητα των Berto. Σε αυτό το σημείο να προσθέσω ότι το Berto, που συνήθως συνοδευόταν από το «μεγάλος», ήταν παρατσούκλι του σκηνοθέτη Νάσου Σπυρή και σύντμηση του «Μπερτολούτσι».
Ο μεγαλύτερος, όμως, και πιο παραγωγικός σκηνοθέτης της δεκαετίας του '70 και του '80 και πιθανόν όλης της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου είναι ο Ομηρος Ευστρατιάδης, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τους Γιάννη Γκιωνάκη, Κώστα Βουτσά, Ηρώ Μουκίου, Ανδρέα Μπάρκουλη, Νίκο Ρίζο και όποιον έχει παίξει σε βιντεοταινία της δεκαετίας του '80. Με απόλυτη cult ταινία το «Αγόρια στην πορνεία» με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μανιάτη και σε cameo role τον Ζώρα (στον ρόλο του πούστη), που λόγω της καλλιτεχνικής φιλοδοξίας της ταινίας εμφανίζεται με το επίθετο «Τσαπέλης».
Ολες αυτές οι ταινίες κινδυνεύουν να χαθούν με την καταστροφή των βιντεοκασετών και αντί το Κέντρο Κινηματογράφου να χώνει τα κέρατά του για ταινίες που δεν βλέπει κανένας, θα έπρεπε να δώσει τα απαραίτητα φράγκα για τη σωτηρία όλων αυτών των ταινιών που συνέδεσαν τα ονόματά τους με την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ. Και αν το Κέντρο δεν έχει ή δεν δίνει, αντί ο Γιωργάκης να τα τρώει στα ποδήλατα, ας δώσει και κάτι για να σωθεί η τέχνη της βιντεοκασέτας, που τόσο πιστά απέδωσε την κουλτούρα του κόμματος του μπαμπά του.
Ολα τα προαναφερθέντα γιατί ατσαλώνομαι στη σκέψη ότι θα πάω σε λίγο στο σινεμά. Ο πεπειραμένος σινεφίλ αναπτύσσει μια έκτη αίσθηση που θυμίζει τον βετεράνο φαντάρο, ο οποίος ακούει το σφύριγμα της οβίδας και προτού σκάσει έχει πει το «incoming» και το διαμέτρημά της. Ο βετεράνος σινεφίλ δεν έχει παρά να διαβάσει μισή κριτική, να δει και το τρέιλερ, για να καταλάβει 9 στις 10 φορές τι τον περιμένει.
Επειτα, λοιπόν, από μια ενδελεχή μελέτη του προγράμματος των ταινιών και αφού αφαίρεσα όποιο δημοτικό κινηματογράφο είναι πάνω από πέντε χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου και κάθε ταινία που οι ηθοποιοί μιλάνε γλώσσα που δεν διδάσκεται στο σύστημα της Μέσης Εκπαίδευσης, κατέληξα σε δύο ταινίες. Στο «Χάρισμα της Σεραφίν» που αφηγείται την ιστορία μιας οικιακής βοηθού που είναι προικισμένη με ταλέντο ζωγράφου. Οπως δεν θα πήγαινα να δω μια ταινία που θα λεγόταν «Το χάρισμα της Δέσποινας» και θα πρωταγωνιστούσε η Δέσποινα Στυλιανοπούλου στον ρόλο του δουλικού που ανακαλύπτει ότι ξέρει να ζωγραφίζει, έτσι δεν πήγα και στη Σεραφίν.
Οπότε η ταινία που έμεινε και με συγκρατημένη αισιοδοξία πάω να δω είναι το «Πίστευε και γέλα». Οι αμφιβολίες μου δεν είναι ότι οι θρησκείες μπορούν να βγάλουν γέλιο. Η αμφιβολία μου είναι ότι οποιοσδήποτε Αμερικανός αριστερός μπορεί να κάνει κάτι που να μοιάζει με σάτιρα. Το αποδεικνύει ο Μάικλ Μουρ, που τα expose του βλέπονται μόνο από ανθρώπους που είναι πεπεισμένοι για τους κακούς πριν αγοράσουν το εισιτήριο και γελάνε όταν ο Μουρ λέει «Ρόναλντ Ρίγκαν», σαν να μοιράζονται ένα κοινό και δύσκολο αστείο. Ελπίζω για το καλύτερο.
Ελπίζω ότι ο Λάρι Τσαρλς θα έχει κάνει κάτι παραπάνω από το να ζωγραφίζει τη θρησκεία και τους παπάδες απλώς σαν υποκριτές και αντιδραστικούς. Για τόσο δεν χρειαζόμαστε να πάμε στον κινηματογράφο. Η απολογία του παπά με το ματς της Εθνικής έφτανε.