Eίναι η ομάδα που παίζει το θεαματικότερο ποδόσφαιρο, κατά διαστήματα, τα τελευταία χρόνια στην Αγγλία. Ακόμη και τίτλο να μην κατακτούσε, ο θεαματικός τρόπος που έπαιζε από τον ερχομό του Βενγκέρ και ύστερα ήταν μία μεγάλη ανταμοιβή για τους φίλους της σε ολόκληρο τον κόσμο, που οι ίδιοι είχαν περιγράψει την ομάδα τους και το ποδόσφαιρο που έπαιζε ως boring, boring Arsenal. Βαρετή ομάδα.
Με τον Βενγκέρ πήρε πρωταθλήματα στο νησί, πήρε Κύπελλα, είδε μεγάλους ποδοσφαιριστές να φοράνε τη φανέλα της, μετακόμισε σε ένα μεγαλύτερο και μοντέρνο γήπεδο, είδε την οικονομική της αξία και τα έσοδά της να μεγαλώνουν χρόνο με τον χρόνο, ανέδειξε και συνεχίζει να αναδεικνύει ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που εξελίσσονται σε μεγάλους παίκτες. Επιπλέον έφθασε το 2006 μία ανάσα από τον μεγάλο στόχο, το μεγάλο όνειρο, την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ στο Παρίσι και γενικά μέσα σε 13 χρόνια άλλαξε σε πολλά προς το καλύτερο.
Και στη διάρκεια όλης αυτής της χρονικής περιόδου, που άλλαξαν τόσα πολλά στο αγγλικό και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, κατάφερε και κάτι ακόμη που οι Αγγλοι θεωρούν εξίσου σημαντικό με όλα τα άλλα επιτεύγματά της. Η Αρσεναλ είναι η μόνη από τον όμιλο των τεσσάρων μεγάλων ομάδων του αγγλικού ποδοσφαίρου που έχει μείνει –ακόμη– σε αγγλικά χέρια.
Ετσι κι αλλιώς, οι «κανονιέρηδες» ακόμη και όταν προσέλαβαν τον Βενγκέρ και άρχισαν να υιοθετούν τις επαναστατικές –για την αγγλική πραγματικότητα– μεθόδους του Αλσατού που έκαναν την ομάδα του Λονδίνου να παίζει ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, ακόμη και τότε η Αρσεναλ ήταν η πιο βρετανική ομάδα από όλες. Και υπήρχε εξήγηση γι' αυτό. Η Αρσεναλ είναι η μόνη από τις 4 μεγάλες που παραμένει εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, μία κατάσταση που δυσκολεύει σε ορισμένους χειρισμούς την ομάδα, αλλά από την άλλη την προστάτευε –μέχρι τώρα– από τον κίνδυνο της εξαγοράς.
Σε αυτό συντέλεσαν η μικρή διασπορά των μετοχών (λίγες μετοχές που βρίσκονταν επίσης σε λίγα χέρια σχεδόν αποκλειστικά Αγγλων), η πολύ υψηλή τιμή τους (στα 8.500 ευρώ ήταν η αξία της μετοχής πριν από ενάμιση μήνα) και οι νόμοι που ισχύουν στο χρηματιστήριο του Λονδίνου περί εξαγοράς, σύμφωνα με τους οποίους πρέπει κάποιος να συγκεντρώσει το 30% των μετοχών για να κάνει υποχρεωτικά πρόταση εξαγοράς.
Αν κάποιος θέλει να διαπιστώσει το μέγεθος των οικονομικών αλλαγών στο αγγλικό ποδόσφαιρο, αξίζει να θυμάται τι είπε ο σημερινός πρόεδρος της Αρσεναλ, ο Πίτερ Χίλγουντ, όταν ο Ντέιβιντ Ντέιν είχε αγοράσει το 1983 αντί 282.000 στερλινών το 16% των μετοχών της Αρσεναλ. «Πεταμένα λεφτά», είχε πει τότε ο Χίλγουντ. Πριν από λίγες μέρες ο Ντάνι Φίντζμαν, ένας από τους μεγαλομετόχους της ομάδας (ο οποίος ζει στην Ελβετία για να γλιτώνει φόρους που θα πλήρωνε για τις οικονομικές του συναλλαγές αν ζούσε στο Λονδίνο) πούλησε το ένα ποσοστό από τις μετοχές που έχει στη διάθεσή του.
Το ποσοστό ήταν 8% και πουλήθηκε αντί 42,5 εκατομμυρίων στερλινών. Ο Ντέιν είχε πουλήσει από το 2007 το μερίδιο που είχε –λιγότερο από 15%– γύρω στα 73 εκατομμύρια. Για «πεταμένα λεφτά» εκείνες οι 282.000 του 1983 είχαν απίστευτη απόδοση 24 χρόνια μετά. Εκεί, τώρα πια, στα ποσοστά των μετοχών που έχουν στη διάθεσή τους οι μέτοχοι, εξελίσσεται ένα μεγάλο θρίλερ, θεαματικό και αγωνιώδες γύρω από το πρόσωπο που θα καταφέρει να συγκεντρώσει στα χέρια του το περίφημο 30%, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την εξαγορά του συλλόγου. Αυτό που κάνει το θρίλερ τόσο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι κανείς από τους δύο υποψήφιους για την εξαγορά του συλλόγου δεν είναι Αγγλος.
Ο ένας είναι ο Ουζμπέκος πολυεκατομμυριούχος Αλιστερ Ουσμάνοφ, που έχει στην κατοχή του το 25,3% των μετοχών και ο Αμερικανός μεγιστάνας Σταν Κρένκε, που έχει στη διάθεσή του το 20,5% των μετοχών. Σε αυτό το θρίλερ κανείς από τους μετόχους δεν είναι με τον Ουσμάνοφ. Κι αν κάποιος θα προσπαθούσε να εξαγοράσει τον σύλλογο, όλοι θα προτιμούσαν να είναι ο Κρένκε. Ομως, το θρίλερ έχει κάμποσα επεισόδια ακόμη, αλλά στο τέλος του είναι δεδομένο ότι η Αρσεναλ θα πάψει να ανήκει σε αγγλικά χέρια.
Ενα όμορφο μπάχαλο
Οσο κοιτάζω πίσω την περασμένη τριετία όλο και περισσότερο διαπιστώνω ότι τα πραγματικά μεγάλα, τα «καυτά» θέματα που ταλαιπώρησαν τον ΠΑΟ δεν ήταν τα αγωνιστικά. Ηταν κυρίως ζητήματα που αφορούσαν τις επιλογές και τη συμπεριφορά προσώπων της διοίκησης ή του τεχνικού επιτελείου, τις σχέσεις ανάμεσα σε προπονητή και ποδοσφαιριστές και τις σχέσεις της ομάδας με τον κόσμο.
Με λίγα λόγια, όλο το περιβάλλον που περιτριγυρίζει το αγωνιστικό κομμάτι της ομάδας ουδέποτε λειτούργησε αρμονικά και το γεγονός αυτό είχε τις επιπτώσεις του. Πολλοί είχαν αντίθετη άποψη για τις επιλογές και τη συμπεριφορά του προπονητή είτε αυτός ήταν ο Μαλεζάνι, ο Μουνιόθ, ο Πεσέιρο ή τώρα ο Τεν Κάτε. Διαφωνούσαν για το αγωνιστικό σύστημα, τις επιλογές των παικτών, τις μεταγραφές, την πολιτική τής διοίκησης και σε όλη αυτή την γκρίνια στο τέλος της κάθε χρονιάς έπρεπε να προστεθεί και το βάρος της αποτυχίας να κατακτηθεί το πρωτάθλημα.
Ετσι, εκείνος που θα καθόταν στον πάγκο τον επόμενο χρόνο ξεκινούσε με στόχο το πρωτάθλημα πάνω από όλα. Ξένοι προπονητές οι οποίοι, αντί να φέρουν την ομάδα στα μέτρα τους, αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στα μέτρα εκείνου που είχε το πάνω χέρι κάθε φορά. Η διοίκηση, ο κόσμος ή οι παίκτες. Πέρυσι φάνηκε ότι τα πάντα θα άλλαζαν δραστικά. Ηρθε ένας πολύ καλός ξένος προπονητής, επιπλέον η πολυμετοχικότητα και τα πολλά χρήματα στις μεταγραφές προκάλεσαν και την ήττα του «αιώνιου αντιπάλου στις περιπτώσεις των διεκδικήσεων» του Κλέιτον και του Χριστοδουλόπουλου.
Η φετινή αγωνιστική εικόνα της ομάδας ήταν και πάλι απόρροια των ρόλων και των ορίων ευθύνης διαφόρων παραγόντων της ομάδας. Των μετόχων, που δείχνουν προς τα έξω μία εικόνα διαρκούς αντιπαλότητας και με τις δηλώσεις τους συχνά ο ένας έρχεται αντιμέτωπος με τους άλλους. Του προπονητή, που έχει μία ιδιόμορφη, παράξενη συμπεριφορά απέναντι στους ποδοσφαιριστές του, με αποτέλεσμα να μην έχει δημιουργηθεί εκείνος ο στενός σύνδεσμος συνεργασίας μεταξύ τους, που τον χρειάζεται μία ομάδα όπως ο ΠΑΟ για να πετύχει τον στόχο του.
Του κόσμου, που φέτος –περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά– μπήκε στη διαδικασία του «κρύου ντους»: Ιντερ–Ηρακλής, Βέρντερ–Εργοτέλης και πάει λέγοντας. Παρατηρώντας τον τελευταίο καιρό τα όσα λέγονται ή γράφονται γύρω από τον προπονητή και τις συναντήσεις των μετόχων, καταλαβαίνω ένα πράγμα. Οσο στον ΠΑΟ δεν ξεκαθαρίζουν ρόλους και αρμοδιότητες η κατάσταση δεν θα πάψει να θυμίζει ένα ωραίο μπάχαλο πολυγλωσσίας. Και όπου λαλούν πολλοί κοκόροι…
Ρεσιτάλ υποκρισίας
Αυτή η κυβέρνηση είχε –και ίσως να έχει ακόμη– μία θαυμαστή παραγωγή σκανδάλων. Σκανδάλων με εμπλοκή υπουργών και υψηλόβαθμων κυβερνητικών αξιωματούχων. Μέχρι τώρα δεν είχε τεθεί ζήτημα αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ο οποίος ψηφίστηκε από βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων και ο οποίος δείχνει την αντίληψη που έχουν οι βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων για τη συνταγματική επιλογή της ισότητας. Το αδίκημα ενός υπουργού παραγράφεται σε μία πενταετία.
Για οποιονδήποτε άλλον η περίοδος παραγραφής επέρχεται μετά την εικοσαετία. Αν αυτός ο νόμος δεν αποτελεί μνημείο συντεχνιακής προστασίας, τι άλλο μπορεί να είναι; Ακόμη και η συζήτηση που φαίνεται ότι τώρα ανοίγει για την αλλαγή αυτού του κατάπτυστου νόμου είναι υποκριτική. Δεν γίνεται για λόγους αποκατάστασης μιας αδικίας. Η κουβέντα γίνεται για να καταγραφεί ο αντίκτυπός της στην ερώτηση κάποιου δημοσκόπου. Οταν ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα καθορίζεται από τη διαπλοκή πολιτικών και επιχειρηματιών, δεν θεραπεύεται με δημοσκοπήσεις. Αλλά αυτοί που «πάσχουν» θέλουν να διασφαλίσουν το δικαίωμά τους να διαπλέκονται.