Επιτέλους έφτασε η εποχή που ο Ελληνας φίλαθλος μπορεί να απολαύσει το ποδόσφαιρο σε όλη την «ομορφιά» του. Οπου για να βρεις το αποτέλεσμα σε μερικά ματς πρέπει να ανοίξεις κιτάπια με δανεικά και χρωστούμενα ετών. Και να αρχίσεις να διαβάζεις «Αν τώρα ο πρόεδρος είχε πάρει τους τρεις βαθμούς εκτός έδρας πριν από τρία χρόνια που η ομάδα κινδύνευε και έχει την υποχρέωση να τους ξαναδώσει πίσω όταν οι άλλοι θα πηγαίνουν για άνοδο, μπορεί να τους δώσει εφέτος που πάλι ψιλοκινδυνεύουμε ή θα πρέπει να τους δανειστεί από τους άλλους που εφέτος είναι αδιάφοροι και να τους δώσουμε πίσω όποτε ευκαιρούμε».

Ενα χόμπι που έχει τόσο πλάκα όσο το να προσπαθήσεις να αποστηθίσεις τη σειρά των βιβλικών πατέρων. Μέχρι να βγάλεις όλο τον λογαριασμό, το πρωτάθλημα έχει τελειώσει και τα τεφτέρια έχουν νέα χρωστούμενα. Υπάρχουν όμως οι πραγματικές «ομορφιές του ποδοσφαίρου» και τα ματς που παίζονται με «καλή διάθεση». Τα «amicos para sempre». Τα ματς τύπου Παναθηναϊκός - Ρεάλ στο Τσάμπιονς Λιγκ ή Γιουβέντους - Ολυμπιακός στο Παλέρμο, που κανένας προπονητής δεν μπαίνει στα αποδυτήρια να πει «Σήμερα παίζουμε για τη χαρά του ποδοσφαίρου», αλλά που η σύνθεση είναι της «χαράς». Τα δευτερότριτα της δεκαοκτάδας και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Οπου όπως αποδεικνύεται και με το ματς του Λεβαδειακού με τον Ολυμπιακό αυτά τα ματς ποτέ δεν είναι σίγουρα.

Γιατί με το πρωτάθλημα εξασφαλισμένο και τα μηνύματα να πέφτουν βροχή, ο Ερνέστο Βαλβέρδε το έπιασε το υπονοούμενο «Τώρα πρέπει να παίξουν νέοι παίκτες». Πόσο πιο νέους από τον Κυριάκο Παπαδόπουλο και τον Σοϊλέδη να βάλει ο Βαλβέρδε; Από εκεί όμως και πέρα τι να κάνει ο άνθρωπος; Να πει στα ισπανικά ότι με τον Κομπότη παίζουν και οι δύο ομάδες ενώνονται με δεσμούς και αναμνήσεις; Να βάλει τον Ζεβλάκοφ στη θέση του Νταρμπισάιρ; Να δέσει το ένα χέρι του Κόβατς πίσω από την πλάτη και να παίζει με κανένα; Αφού και με τα δύο λυτά, σαν να παίζει με το ένα δεμένο αγωνίζεται.

Τίποτα απ' αυτά δεν μπορούσε να κάνει ο Βαλβέρδε χωρίς να ξεφτιλιστεί και έκανε αυτό που θα έκανε αν το ματς γινόταν σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα και ο προπονητής δεν νοιαζόταν για τους βαθμούς. Μέσα οι μικροί και ό,τι κάνουν. Αυτό που έγινε ήταν να πέσει στην κέντα ο Λεβαδειακός με τον Γκαλέτι να κυνηγάει τον τίτλο του πρώτου σκόρερ, το γκολ να μένει και ο Κομπότης να συνεχίσει να κάθεται στα αναμμένα κάρβουνα ακόμα μία αγωνιστική. Τελευταία ελπίδα όλων των κυνηγών φτηνών συγκινήσεων είναι να χάσει ο Λεβαδειακός από τον Πάνθρακα και να νικήσει ο ΟΦΗ τον Εργοτέλη. Για να πάμε στην τελευταία αγωνιστική με τον ΟΦΗ να πρέπει να νικήσει τον Παναθηναϊκό για να έχει ελπίδα σωτηρίας. Θα σφάξει ο Αβραάμ τον Ιακώβ ή θα έχει κολλημένο το αυτί στο τρανζιστοράκι για να μαθαίνει τι κάνει ο Λεβαδειακός με τη Λάρισα;


Aκόμα και οι Αγγλοι πρέπει να έχουν πρόβλημα με τον τρόπο που κάποιες εταιρείες ονομάζουν τον κατάλογο των χρωμάτων τους. Ιδιαίτερα όταν τα χρώματα είναι της ζωγραφικής, μένεις έκθαμβος μπροστά στους gay εγκεφάλους που σκέφτονται ότι στον κατάλογο πρέπει να υπάρχει ένα χρώμα που να λέγεται emerald green και ένα άλλο που να λέγεται south sea blue, που αν ρωτήσεις ένα λογικό άνθρωπο θα σου πει ότι είναι το ίδιο πράγμα. Βλέποντας τέτοιους καταλόγους και ταμπελίτσες στα ράφια νιώθεις ανακούφιση όταν το μόνο που θέλεις να ζητήσεις είναι ένα «μαύρο». Χρώμα για να μην παρεξηγούμαστε. Αλλά απλά μαύρο.

Μαύρο όπως black, όπως το χρώμα της καλιακούδας, το όνομα του γιου του Αλί Πασά και του φαντάσματος της Ακροκορίνθου. Νιώθεις αυτή τη σιγουριά ότι θα πεις «Δώσε μου ένα μαύρο μπουκαλάκι σινικής» και η πωλήτρια στο «Πλαίσιο» που βρισκόμουν θα απλώσει το χέρι στο ράφι και θα σου δώσει ένα μπουκάλι. Χωρίς να ανησυχείς ότι θα σου απαντήσει «Δυστυχώς μας τελείωσε. Να παραγγείλουμε να μας φέρουν», όπως λένε συνήθως οι πωλητές, σαν να μην έχεις άλλη δουλειά από το να περνάς από ένα μαγαζί και να ρωτάς «Σας φέρανε από την κεντρική αποθήκη τη μελάνη;», σαν να είσαι ο junkie της καλλιγραφίας. «Ενα μπουκάλι μαύρο μελάνι», είπα στην πωλήτρια. «Μας τελείωσε. Θέλετε να παραγγείλουμε να φέρουν από την κεντρική αποθήκη;».

Είναι οι στιγμές που όταν ακούς τέτοια σκέφτεσαι να συγκρατηθείς, αλλά τα νεύρα δεν σε αφήνουν να αγιάσεις. Είναι οι στιγμές που σκέφτεσαι «Δηλαδή αν πω "όχι μην παραγγείλετε", τι θα γίνει; Θα περιμένουν τον επόμενο πελάτη που θα ζητήσει σινική μαύρη μελάνη και θα τον ρωτήσουν το ίδιο; Συγκρατήθηκα, ένιωσα υπεύθυνος παραγγελιών του «Πλαίσιου» και έδωσα την εντολή στην κοπέλα να παραγγείλει.

Η απορία όμως μου είχε μείνει. Ανεβαίνοντας επάνω είδα ένα τύπο που έμοιαζε για «μούρη». «Πώς έγινε και ξεμείνατε από σινική μελάνη;», τον ρώτησα. «Δεν πρέπει να έχουν στην αποθήκη. Αν είχαν θα είχαμε και εμείς». Fair enough. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία και προχώρησα στο επόμενο ελληνικό chain της ημέρας. Στο Everest.

«... και μαχαιροπίρουνο», είπα στον τυπά που έβαζε στη σακούλα την παραγγελία. «Δυστυχώς έχουμε μόνο πιρούνι...», μου απάντησε ο τυπάς. «Από εδώ και εμπρός από τα κεντρικά θα στέλνουνε μόνο πιρούνια». «Αλλά θέλω και πιρούνια για να κόβω τη Ceasars», διαμαρτυρήθηκα.

«Συγγνώμη, αλλά...», δεν χρειαζόταν ούτε να το προσθέσει «... από τα κεντρικά έπαψαν να στέλνουνε μαχαίρια. Οπου φυσικά μιλάμε όχι για Cristoflle, αλλά για τα πλαστικά μαχαιράκια που μέχρι τώρα έπαιρνες τυλιγμένα στη μισή χαρτοπετσέτα. Και η αλήθεια φλάσαρε μπροστά στα μάτια μου. Εχουμε μπει στην κρίση χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι.

Γιατί κάθε χώρα έχει τις συνήθειές της και το πολύ μέτρημα δεν είναι από τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας. Για την ακρίβεια είμαστε οι μάστορες της σπατάλης. Από τα λουλούδια που πετάνε στα μπουζουξίδικα μέχρι τις πέντε χαρτοπετσέτες που σου βάζανε στη σακούλα με τα σάντουιτς καταλάβαινες ότι στον Ελληνα είναι πολύ πιο οικείο να σε κλέψει από το να κάνει οικονομία.

Για να κάθεται και να μετράει ο Ελληνας πόση διαφορά κάνει να μη βγάλεις το μαχαιράκι από το πλαστικό μαχαιροπίρουνο πάει να πει ότι η κατάσταση είναι ζόρικη. Και για να μην έχει στοκ μια αλυσίδα από ένα προϊόν που το ξέρει ότι θα φύγει, πάει να πει ότι είτε έκανε λάθος στις παραγγελίες, είτε ότι δεν θέλει να έχει καθόλου στοκ. Ολα τα ανωτέρω χωρίς διάθεση μομφής για τις δύο εταιρείες. Αντίθετα σαν κατάθεση εκτίμησης σε manager που δεν χρειάζεται να τους πατήσει η κρίση στον δρόμο για να την αναγνωρίσουν. Κάτι που αμφιβάλλω ότι ισχύει στο ποδόσφαιρο.

Χθες στο ραδιόφωνο η συζήτηση είχε έρθει στο κόστος μιας ομάδας στη Γ' Εθνική κατηγορία. Ο «Κάρπετ» έλεγε ότι μια ομάδα Γ' Εθνικής πρέπει να βασίζεται στα έσοδα από τα εισιτήρια. Μόνο που τα λεφτά από τα εισιτήρια δεν φτάνουν. Γιατί μία ομάδα Γ' Εθνικής, για να έχει ελπίδες να σωθεί, πρέπει να έχει μπάτζετ πάνω από 800 χιλιάρικα. Αν μία ομάδα Γ' Εθνικής είναι δημοφιλής και κόβει μέσο όρο δύο χιλιάδες εισιτήρια, με δεκάρικο το εισιτήριο και γύρω στα 7 ευρώ καθαρά στο ταμείο 14 χιλιάρικα σε 17 ματς κάνει 238 χιλιάρικα.

Και με τα υπόλοιπα; Βρίσκονται μόνο αν βρεθεί κάποιος περίεργος να τα βάλει, επειδή έτσι όπως έχει γίνει η κατηγορία δεν υπάρχουν πια έσοδα από μεταγραφές παικτών, μια και οι περισσότεροι παίκτες είναι είτε βετεράνοι είτε πιτσιρικάδες. Είναι καιρός λοιπόν να παρθεί η γενναία απόφαση. Η Γ' Εθνική να γίνει ερασιτεχνική. Οι ομάδες θα μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια χωρίς να κρέμονται από τα τέτοια τού κάθε φραγκάτου που θέλει να το παίξει μαικήνας στην τοπική κοινωνία και κυρίως θα υπάρξει χώρος για να βγουν νέοι παίκτες.


H Γ' Εθνική θα σταματήσει να είναι η σωτηρία του κάθε κακού και φθηνού ποδοσφαιριστή από την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη, που για να βγάλει το μεροκάματο παίζει μπάλα στην Ελλάδα. Σήμερα καλό και πιτσιρικά Ελληνα παίκτη στη Γ' Εθνική δεν βρίσκεις. Και μόνο ότι τοπ σκόρερ του Νοτίου Ομίλου είναι ο Γιώργος Ζαχαρόπουλος λέει κάτι για την κατηγορία.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube