Πιθανόν επειδή το πρωτάθλημα έχει τελειώσει, με μόνο ανοιχτό μέτωπο τις θέσεις για την Ευρώπη, μια και στην ουρά της βαθμολογίας τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει. Πιθανόν επειδή η ονοματολογία ξένων ποδοσφαιριστών που αποτελούν ή θα αποτελέσουν στόχο των ελληνικών ομάδων δεν μπορεί να κυριαρχεί από τώρα στις αθλητικές σελίδες γιατί θα κουράσει και, τέλος, επειδή πρέπει ο αθλητικός Τύπος να «πουλήσει» κάτι ενδιαφέρον και γηγενές, οι χθεσινές εφημερίδες αναλύθηκαν σε διθυράμβους για την εμφάνιση του Κυριάκου Παπαδόπουλου κατά πρώτο λόγο και του Σοϊλέδη κατά δεύτερο.

Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μία επισήμανση καθαρά υποκριτική. Τον Παπαδόπουλο δεν ήταν η πρώτη φορά που τον είδαμε αγωνιζόμενο για να «εκπλαγούμε» ευχάριστα με το ταλέντο του νεαρού. Τον είχαμε ξαναδεί και γνωρίζαμε ότι ο πιτσιρικάς είναι ένα ταλέντο με εξαιρετική δυναμική. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για τον Σοϊλέδη, αν και αυτός δεν είχε τις ευκαιρίες δημοσιότητας που είχε ο Παπαδόπουλος, με αποτέλεσμα να είναι γνωστός σε πολύ λιγότερους. Η υποκρισία όλης της ιστορίας εντοπίζεται στον τρόπο που μεταχειριζόμαστε τα ταλέντα στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Βέβαια, το κεφάλαιο των ταλέντων δεν είναι το μόνο στο οποίο περισσεύει η υποκρισία στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Εχω ξαναγράψει ότι στην Ελλάδα, τώρα πια, δεν υστερούμε -όπως παλιά- στην ανακάλυψη των ταλέντων. Μπορούμε να τα εντοπίζουμε, συνήθως στην περιφέρεια όπου υπάρχουν ανοιχτοί χώροι και χρόνος, προϋποθέσεις απαραίτητες για να φυτρώσει και να πάρει τις πρώτες ανάσες του ένα ταλέντο. Ενας ταλαντούχος πιτσιρικάς σε ένα αστικό κέντρο χάνει πολύ μεγάλο χρόνο στις μετακινήσεις και παράλληλα είναι φορτωμένος με το «αστικό άγχος» του φροντιστηριακού σχολείου, σε βαθμό που συχνά οι δυνατότητές του ροκανίζονται και δεν εξελίσσονται σχεδόν ποτέ σε ικανότητες.

Το μεγάλο πρόβλημα όσον αφορά τους νεαρούς ταλαντούχους ποδοσφαιριστές στη χώρα μας είναι ότι δεν έχουμε την τεχνογνωσία που θα μας έδινε τη δυνατότητα να βοηθήσουμε την ωρίμανσή τους. Τα ταλέντα είναι το εύκολο θύμα, που θυσιάζεται πάντα, όταν απέναντί του θα βρεθεί ένας ξένος ποδοσφαιριστής που «πρέπει» να παίξει γιατί ξοδεύτηκαν χρήματα για την αγορά του. Ενας από τους παράγοντες που βοηθούν στην αγωνιστική ωρίμανση των ταλαντούχων ποδοσφαιριστών είναι οι συμμετοχές τους σε παιχνίδια με ανταγωνιστικό χαρακτήρα.

Σε ένα παιχνίδι όπως το προχθεσινό του Ολυμπιακού με τον Λεβαδειακό, ένα παιχνίδι χωρίς καμία ιδιαίτερη πίεση, ένας ταλαντούχος ποδοσφαιριστής δεν κερδίζει σε εμπειρία. Απλώς, αν είναι άγνωστος, θα αρπάξει την ευκαιρία για να φωνάξει «είμαι εδώ». Κι επειδή τα ταλέντα στην Ελλάδα στερούνται ευκαιριών αγωνιστικής εμπειρίας και ορθής καθοδήγησης –που θα μπορούσαν να προσφέρουν νέοι κυρίως άνθρωποι με παραστάσεις και γνώσεις στον συγκεκριμένο τομέα- φτάνουν στις ηλικίες των 22 και των 24 και θεωρούνται ακόμα ταλέντα.

Εδώ. Οχι σε χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία, η Ολλανδία, η Ισπανία, όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν πώς να βοηθούν τα ταλέντα να ωριμάσουν. Θυμηθείτε ότι ποδοσφαιριστές όπως ο Φάμπρεγκας, ο Γουόλκοτ, ο Μέσι, ο Κρίκιτς, ο Μόντριτς, ο Τόρες, για παράδειγμα, στα 20 τους –με τα ελληνικά μέτρα αγωνιστικής εμπειρίας- θα μπορούσαν να θεωρηθούν παλαίμαχοι. Στον Αγιαξ βάζουν τους πιτσιρικάδες να αγωνίζονται με αντιπάλους μεγαλύτερους για να προσαρμόζονται σε συνθήκες στις οποίες απαιτούνται περισσότερη προσπάθεια, δύναμη, συγκέντρωση και πείσμα. Ετσι, ο πιτσιρικάς των 14-15 που αγωνίζεται με αντιπάλους παιδιά από τις ηλικίες των 16-17 έχει πολλαπλά κέρδη.

Ο Βενγκέρ στην Αρσεναλ έχει αναπτύξει τον δικό του τρόπο ωρίμανσης των ταλέντων, που αναρωτιέμαι γιατί δεν στέλνουμε κάποιους νέους προπονητές κοντά του, μήπως διδαχθούν κάτι χρήσιμο. Στην προκήρυξη στο γαλλικού πρωταθλήματος από τα μέσα της δεκαετίας του '80 οι ομάδες ήταν υποχρεωμένες να δηλώνουν στο ρόστερ τους ποδοσφαιριστές από τα φυτώριά τους. Εδώ φοβάμαι ότι του χρόνου τέτοια εποχή θα συζητάμε πάλι για το πόσο μεγάλο ταλέντο είναι ο Σοϊλέδης, μία συζήτηση που θα επαναλαμβάνουμε για μία τριετία μέχρι ο Σοϊλέδης –και ο κάθε Σοϊλέδης- χαθεί για πάντα από τον χάρτη του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Περί μεθόδου

Η στρεβλή και κουτσουρεμένη αντίληψη που έχουμε για τον τρόπο που πρέπει να χειριστούμε το ζήτημα των ταλαντούχων ποδοσφαιριστών στην Ελλάδα φαίνεται και από το σκεπτικό που έχουμε υιοθετήσει στο σκάουτινγκ ταλέντων. Θεωρούμε πως η μεγάλη επιτυχία είναι να ανακαλύψουμε κάπου στο εξωτερικό το μεγάλο ταλέντο (που μυστηριωδώς δεν θα μπορέσουν να ανακαλύψουν ομάδες με καλύτερη δικτύωση και οργάνωση από τη δική μας), να το αγοράσουμε φθηνά και να μπορέσουμε κατόπιν να το μεταπωλήσουμε πανάκριβα.

Αλλά, ως φαίνεται, μας διαφεύγει ότι αυτού του είδους το σκάουτινγκ χρειάζεται δίκτυο, εμπειρία, εγκαταστάσεις και χρηματοδότηση. Να λειτουργείς, δηλαδή, απλώς σαν ένας κυνηγός που παγιδεύει σπάνια ζώα σε νεαρή ηλικία για να τα πουλήσει μετά ακριβά σε ζωολογικούς κήπους. Ομως, αυτό το είδος του σκάουτινγκ, μετά τους περιορισμούς που υιοθετούν ΦΙΦΑ και ΟΥΕΦΑ για τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών κάτω των 18 ετών, περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό. Δείτε την περίπτωση του Ντιόγο στον Ολυμπιακό.

Νεαρός ποδοσφαιριστής, ιδιαίτερα ταλαντούχος, τον οποίο η ομάδα του Πειραιά απέκτησε ελπίζοντας να τον μεταπωλήσει σε υψηλή τιμή –μία ελπίδα βάσιμη με όσα έδειξε ο ποδοσφαιριστής- δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί, κυρίως για ένα λόγο. Γιατί η ίδια η ομάδα του δεν τον βοήθησε φέτος να ωριμάσει αγωνιστικά. Και όταν ένα ταλέντο χάνει χρόνο αγωνιστικής ωρίμανσης, κινδυνεύει να χαθεί για πάντα. Από ταλαντούχος να γίνει απλώς ένας παίκτης της σειράς. Στις μικρές ηλικίες είμαστε το ίδιο καλοί με τους άλλους, απαράλλαχτα όπως οι απόφοιτοι λυκείου γνωρίζουν περισσότερα από τους συνομηλίκους τους.

Οταν, όμως, τελειώνουν το πανεπιστήμιο, βρίσκονται πολύ μα πολύ πίσω. Το πανεπιστήμιο δεν προσφέρει γνώσεις πρωτίστως, αλλά τη μέθοδο. Και το ζήτημα της ωρίμανσης ταλέντων είναι, πάνω απ' όλα, ζήτημα μεθόδου, την οποία δεν έχουμε. Ο Τζον Τέρι έχει αγωνιστεί ως μέλος της εθνικής Εφήβων Αγγλίας ως αντίπαλος της δικής μας Εθνικής πριν από χρόνια στη Λεωφόρο. Σε εκείνη την ηλικία οι δικοί μας συνομήλικοί του τον «γλεντούσαν». Η κατοπινή του εξέλιξη, όμως, σε σχέση με την εξέλιξη των Ελλήνων που είχε αντιπάλους πριν από χρόνια είναι αποκαλυπτική. Αναρωτιέμαι, λοιπόν. Αυτή τη ρημάδα τη μέθοδο δεν μπορούμε να την αντιγράψουμε;

Η κρίση και οι οικονομικά αδύναμοι

Ολη η φιλολογία της πολιτικοοικονομικής συζήτησης για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης -και των συνεπειών της για τους οικονομικά ασθενέστερους- διέπεται από έναν παραλογισμό, καθόλου μα καθόλου πρωτοφανή. Η κυβέρνηση, εν προκειμένω, παίρνει μέτρα για να ενισχύσει την αγορά αυτοκινήτου που πλήττεται από την κρίση. Και μειώνει τα τέλη ταξινόμησης. Η αποτελεσματικότητα του μέτρου είναι αμφίβολη, με δεδομένο ότι δεν είμαστε και χώρα με αυτοκινητοβιομηχανία.

Ομως, για να αποδώσει -όσο γίνεται το μέτρο- πρέπει οι τράπεζες να αρχίσουν να χορηγούν δάνεια ώστε οι καταναλωτές να αρχίζουν να αγοράζουν, δανειζόμενοι βέβαια. Γιατί όμως να μην μπορούν οι καταναλωτές να αγοράζουν με τις δυνατότητες που θα τους δίνει ο μισθός τους; Μα γιατί αν οι μισθοί μεγαλώσουν, δεν θα δανείζεσαι εύκολα και τα υπερκέρδη των τραπεζών θα μειωθούν.

Το παρόν οικονομικό σύστημα δουλεύει μόνο με τη δημιουργία και τη συντήρηση μιας φούσκας. Μιας εικονικής οικονομίας από την οποία αποκλείονται οι πολλοί και η οποία διασφαλίζει την ύπαρξη της οικονομικής ανισότητας. Και όταν η φούσκα σκάσει, τα χρέη θα μεταφερθούν στις πλάτες των πρωταγωνιστών της πραγματικής οικονομίας. Των εργαζομένων.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube