Περιμένοντας τον αγώνα της Εθνικής με το Ισραήλ έριξα μια ματιά στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο (karpetshow@yahoo.gr), το οποίο είχε πιάσει αράχνες τις τελευταίες μέρες, μια και δεν το άνοιγα όσο συχνά θα έπρεπε εξαιτίας κάποιων ασχολιών μου. Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση που βρήκα αφορά το ματς της Εθνικής μας το περασμένο Σάββατο. Ο φίλος αναγνώστης Γιάννης Οικονόμου επισημαίνει ότι «ακόμα και το Ισραήλ είχε δυο-τρεις τεχνίτες τους οποίους ζηλεύει όποιος βλέπει ποδόσφαιρο» και ρωτάει γιατί στην Ελλάδα δεν βγαίνουν δημιουργικοί ποδοσφαιριστές. Ωραίο θέμα.
Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η κατάκτηση του Euro του 2004 έκανε τελικά κάποιου είδους κακό στο ποδόσφαιρό μας. Μερικές φορές πάνω στην αγανάκτησή μου για το γεγονός ότι διάφοροι λακέδες κρύφτηκαν πίσω από την τεράστια εκείνη επιτυχία, ομολογώ ότι το σκέφτηκα και ίσως και να το ξεστόμισα. Αλλά πρόκειται για λόγια οργισμένα και κατά συνέπεια άδικα.
Στην πραγματικότητα η κατάκτηση του Euro θα μετεξελιχθεί με τον καιρό σε ένα είδος εθνικού μύθου, από αυτούς που κάθε χώρα χρειάζεται για να παίρνει δύναμη και να σφυρηλατεί και λίγο την υπόστασή της. Πιστεύω ότι κάποτε ως συνέπεια εκείνης της επιτυχίας θα έρθει μία άλλη – όχι το ίδιο μεγάλη ίσως, αλλά ανάλογα σημαντική.
Κυρίως γιατί η κατάκτηση του Euro μας απελευθέρωσε από διάφορα εθνικά κόμπλεξ: είναι πολύ σημαντικό για μια χώρα να πιστεύει ότι όλα γίνονται, όχι εξαιτίας μιας χαζοχαρούμενης αισιοδοξίας αλλά επειδή έχει δει θαύματα. Μετά το 2004 ακόμα και οι απαιτήσεις των οπαδών των ομάδων για ευρωπαϊκές διακρίσεις έγιναν εντονότερες –κυρίως καταλάβαμε το πόσο μεγάλες είναι οι κατά καιρούς αποτυχίες με τις διάφορες Σεντ Ετιέν και τις διάφορες Ρέιντζερς.
Αντίληψη
Σε ένα μόνο πράγμα έκανε κακό εκείνο το θαύμα: παγίωσε μια αντίληψη ότι οι Ελληνες μπορεί να παίξουν ποδόσφαιρο μόνο με ένα δεδομένο τρόπο, ο οποίος είναι ένα κακέκτυπο των παραδόσεων της ιταλικής σχολής.
Παγιώθηκε ντε φάκτο στο μυαλό αρκετών (κυρίως παραγόντων) ότι οι αρετές του Ελληνα ποδοσφαιριστή είναι το πάθος, η συγκέντρωση, ο τσαμπουκάς, το όποιο τσαγανό, η πονηράδα, η θέληση για νίκη. Ολα αυτά είναι όντως αρετές. Αλλά δεν μπορεί να είναι οι μόνες πάνω στις οποίες οικοδομείται (και παιδεύεται να προκόψει) ποδοσφαιρικά μια χώρα.
Κανόνας
Εχω την εντύπωση ότι μετά το 2004 το «παίζω για το αποτέλεσμα αδιαφορώντας για το θέαμα» έγινε κανόνας. Παλιότερα στην Ελλάδα ο αγωνιστικός κυνισμός ήταν κατακριτέος. Πιθανότατα με την έπαρσή μας αδικούσαμε ανθρώπους, αλλά η απαίτηση ήταν να παιχθεί ποδόσφαιρο. Στον ΠΑΟ ο κόσμος δεν αγαπούσε τον κυνικό Πεζάολα ή τον Μπένγκστον ή τον Δανιήλ που παρουσίαζαν «τετράγωνες» ομάδες. Λάτρευε τον Οσιμ (και ας μην κέρδισε τίποτα), τον Γκμοχ (γιατί η ομάδα έπαιζε ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας), τον Μπόμπεκ που κάποτε έδινε ευκαιρίες σε πιτσιρικάδες.
Φέτος ακούω κόσμο να γκρινιάζει με τον Τεν Κάτε γιατί η ομάδα δεν έχει την αμυντική σταθερότητα που είχε με τον Πεσέιρο. Στον Ολυμπιακό κάποτε τον Μπιγκόν τον έδιωξαν με τις κλοτσιές. Αν υπήρχε τώρα και κέρδιζε το πρωτάθλημα, θα πρόβαλαν ως μυθικό το κατόρθωμά του να παρουσιάσει έναν Ολυμπιακό που δεν δέχτηκε γκολ για κοντά δέκα ματς! Στην ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ δεν είχαν πρόβλημα με το ποδόσφαιρο του Σάντος όσο αυτός κέρδιζε. Για το 1-0 παίζει, λένε, και ο Ρεχάγκελ και πήρε το τρόπαιο. Αυτή η νοοτροπία οδηγεί και σε μια συγκεκριμένη παραγωγή ποδοσφαιριστών. Θες να δεις τον γιο σου να κάνει καριέρα; Κάν' τον αμυντικό χαφ και θα τον αξιοποιήσουν όλοι οι προπονητές.
Παραγωγή
Μη συγκρίνουμε την Ελλάδα με την Ιταλία. Εκεί βγάζουν σκληρούς αμυντικούς, αλλά η χώρα παραληρεί μόνο για «δεκάρια» ή φορ περιοχής. Οι Ιταλοί λατρεύουν τους τεχνίτες και τους μετράνε τόσο, ώστε εμπνεύστηκαν συστήματα και τακτικές για να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Εμείς τους τεχνίτες τούς θεωρούμε περίπου «νούμερα» και δεν τους επιτρέπουμε ούτε καν μια ντρίμπλα παραπάνω αν είναι Ελληνες.
Οταν ο Γιώργος Σαμαράς είχε ξεκινήσει να βάζει γκολ στη Χέρενφεν, ένας φίλος Ελληνας διεθνής έλεγε ότι «πρέπει να τον πάρει ο Γερμανός τώρα στην Εθνική για να τον στρώσουμε». Που σε απλά ελληνικά σημαίνει να τον ψήσουμε να κόψει τις ντρίμπλες, να μάθει να δίνει αμέσως την μπάλα οριζόντια και να μη βεντετίζει. Αυτό κυρίως είναι ασυγχώρητο: έχω τη βεβαιότητα ότι τον Μπέκαμ, τον Κριστιάνο Ρονάλντο και τον Ροναλντίνιο κάποιοι από τους ήρωες του Euro δεν θα τους ήθελαν για συμπαίκτες!
Οικοδομή
Στην Ελλάδα σήμερα θα είχε πρόβλημα και ο Βασίλης Τσιάρτας: μπορεί και να του έκοβαν την μπάλα. Πολύ φοβάμαι ότι στην Ελλάδα δεν θα βγει ποτέ ούτε ένας Γιόσι Μπεναγιούν, ούτε ένας Σαχάρ. Ο Μπεναγιούν δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από τον Σαμαρά π.χ. Είκοσι ενός ετών έφυγε από τη Μακάμπι Χάιφα και πήγε στη Ρεάλ Σανταντέρ και στο ισπανικό πρωτάθλημα.
Εμεινε εκεί τρία χρόνια, πήγε εντελώς άγνωστος και όταν έφυγε είχε κάνει 101 ματς βασικός στην ομάδα του και είχε πετύχει 21 γκολ, μολονότι αγωνιζόταν στη μεσαία γραμμή! Οταν πήγε στη Γουέστ Χαμ το καλοκαίρι του 2005, κάποιοι αμφέβαλλαν για το κατά πόσο το λεπτό σκαρί του θα αντέξει την τραχύτητα του αγγλικού πρωταθλήματος. Επειτα από δύο γεμάτες σεζόν και 10 γκολ σε 63 αγώνες ο παίκτης αποκτήθηκε από τη Λίβερπουλ.
Στην εθνική ομάδα του Ισραήλ παίζει από τα 23 του βασικός και με αποστολή να την παίρνει από το χέρι. Και είναι τεράστια βεντέτα γιατί τον ενθάρρυναν πάντα να παίρνει πρωτοβουλίες. Οπως κάνουν και με τον Σαχάρ. Είναι 20 χρόνων και είναι ήδη βασικός. Τον πήρε η Τσέλσι και τον έστειλε στην Ολλανδία: στην εθνική δεν περίμεναν να μεγαλώσει: τον έστειλαν στο γήπεδο. Στην Ελλάδα θα έπρεπε και οι δύο να μάθουν να «ματώνουν». Λες και ο σκοπός τους δεν είναι να παίζουν, αλλά να βρουν δουλειά σε οικοδομή.
Θύελλα
Πήγα την περασμένη Κυριακή στην Καλαμάτα να δω το ματς ανάμεσα στην τοπική «Μαύρη Θύελλα» και την Καλλιθέα, το οποίο και έμοιαζε αληθινό μπαράζ παραμονής. Οι γηπεδούχοι το καθάρισαν πολύ εύκολα γιατί είναι πραγματική ομάδα, δηλαδή ξέρουν να παίζουν άμυνα και επίθεση. Κυρίως ξέρουν τα όριά τους και δεν έχουν έπαρση: ο φίλος μου ο Γιώργος ο Μπένος έχει κάνει καλή δουλειά κι ας έχασε τον Βαγγέλη τον Καούνο τον Δεκέμβρη κι ας του έχουν κάνει οι παίκτες δύο απεργίες γιατί είναι όλοι απλήρωτοι.
Με ρωτούσε ο κόσμος στο τέλος τι θα γράψω: γράφω λοιπόν κάτι απλό, ότι δηλαδή έτσι όπως εξελίσσεται το επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα η προκοπή κάποιων ομάδων -από την επαρχία ειδικά- σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την παρουσία του κόσμου.
Οι καιροί που εμφανίζονταν στις επαρχιακές ομάδες λεφτάδες σαν τον Σταύρο τον Παπαδόπουλο τελείωσαν οριστικά και όχι μόνο εξαιτίας της κρίσης. Από εδώ και πέρα οι ΠΑΕ, που μπορεί να έχουν έσοδα από εισιτήρια, θα έχουν και δικαίωμα ύπαρξης: λεφτά από τηλεοπτικά κανάλια δεν υπάρχουν, ο ΟΠΑΠ είναι αδύνατο να συντηρήσει όλο το οικοδόμημα, οι χορηγίες έχουν γίνει άγνωστες λέξεις, μια και στις επιχειρήσεις χρήματα δεν περισσεύουν ούτε για διαφήμιση.
Οποιος έχει το κοινό δίπλα του και ακολουθεί μια συνετή πολιτική ανάδειξης νέων παιδιών και αξιοποίησης των φυτωρίων, μπορεί να κάνει μελλοντικά την υπέρβαση. Οποιος εγκαταλείπεται από τον κόσμο, φθίνει. Και στη φθορά δεν υπάρχει γιατρειά.
Στην Καλαμάτα έχουν δει πρόσφατα σχετικά σπουδαίους παίκτες: το ακούς και στο γήπεδο. Η εξέδρα δεν κράζει ούτε απαιτεί, αλλά μελαγχολεί εύκολα γιατί σαν χθες είδε τον Νίκο Λυμπερόπουλο, τον Οφορίκουε, τον Τζόνσον, τον Μπόατενγκ και ένα σωρό άλλους.
Καταλαβαίνω πολύ καλά όποιον νιώθει ότι έχασε ξαφνικά κάτι σπουδαίο αναλογιζόμενος τα ματς εκείνης της ομάδας, αλλά η αποχή από το γήπεδο, η μουρμούρα και τα ανάθεμα στον Γιώργη τον Γρηγορόπουλο δεν είναι λύση. Είναι απλώς το χρονικό της καταστροφής. Δεν νομίζω ότι η πόλη αποφάσισε να καταδικάσει την ομάδα: είναι μία πόλη μεγαλόψυχη, λίγο τρελούτσικη, αλλά πολύ ζωντανή και πολύ κολλημένη με την μπάλα για να αφήσει την ομάδα της μόνη: αρκετά την τιμώρησε.
Σήμερα που μιλάμε, ο Νομός Μεσσηνίας έχει τις περισσότερες ερασιτεχνικές ποδοσφαιρικές ομάδες στην Ελλάδα. Αυτό από μόνο του δείχνει πόσο εκεί αγαπούν την μπάλα. Και πόσο εύκολα η «Μαύρη Θύελλα» θα μπορούσε να έχει 2.000 εισιτήρια κάθε Κυριακή και να ήταν από τις πιο εύρωστες ομάδες στην κατηγορία...
Μόνο έτσι
Δεν το περίμεναν στον Ολυμπιακό ότι ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς θα πει «φεύγω». Ολοι περίμεναν ότι ο αρχηγός θα έκανε μια συζήτηση με τον πρόεδρο, όταν αυτός θα επέστρεφε από την Αμερική και θα ανακοίνωνε την όποια απόφασή του πρώτα στον ίδιο τον Σωκράτη Κόκκαλη: ο τρόπος που το έκανε ξάφνιασε ακόμα και όλους όσοι τον ξέρουν καλά.
Εκτός από έναν άνθρωπο που ξέρει τον «Τζόλε» καλύτερα από τον καθένα και μου έλεγε χθες πως την απόφαση να σταματήσει την έχει πάρει από τον Δεκέμβρη και πως περίμενε να την ανακοινώσει μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος και με τον Κόκκαλη στην Αμερική. «Σε κατ' ιδίαν συζήτηση ο Σωκράτης θα τον έψηνε να συνεχίσει ένα χρόνο ακόμα και ο Πέτρος δεν θα μπορούσε να του πει "όχι"», μου είπε…