«Good girls go to heaven, bad girls go everywhere». Το σκεφτόμουνα χθες το μεσημέρι στην εκπομπή στο ραδιόφωνο, όταν είχε έρθει ένα μήνυμα ότι ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, εκτός από μεγάλος παίκτης, ήταν και υπόδειγμα ήθους. Την ίδια στιγμή άρχισε να βρέχει μηνύματα ότι ο Τζόρτζεβιτς δεν μπορεί να συγκριθεί σε επίπεδο ήθους με τον Βαζέχα, τον Σαβέβσκι, τον Σαραβάκο και μερικούς ακόμα. Σωστό μόνο ως προς το πρώτο σκέλος του. Γιατί ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, όπως και κάθε παίκτης σε τέτοιο επίπεδο, δεν έφτασε με τον σταυρό στο χέρι. Σε τέτοια επίπεδα περισσότερο χρήσιμο από τον σταυρό είναι να κρατάς τη φανέλα του αντιπάλου.
Επειδή απεχθάνομαι τις αγιοποιήσεις, να πω ότι ο Τζόρτζεβιτς και την αγκωνιά του μπορούσε να ρίξει και τη μουρμούρα του και να τονίσει τη βουτιά για να πάρει ο αντίπαλος την κάρτα. Αλλά ο αναμάρτητος πρώτος να κάνει τη βουτιά.
Ο Κριστόφ Βαζέχα σπάνια και στην ανάγκη μπορούσε να ρίξει την περιποιημένη βουτιά, όπως είχε κάνει στο τελευταίο λεπτό σε μία αξέχαστη βουτιά στο ΟΑΚΑ σε ματς με τον Πανηλειακό. Ρωτήστε, όμως, αμυντικό που να τον έχει αντιμετωπίσει και θα σας πει ότι σπεσιαλιτέ του ήταν τα επιθετικά φάουλ, με τα χέρια να χώνονται στα πλευρά του αντιπάλου. Ο Σαραβάκος με τον Αναστόπουλο πρέπει να ήταν οι μάστορες της βουτιάς τη δεκαετία του '80 και '90.
Το «πυροβολημένος φαντάρος του Βιετνάμ» ήταν η σινιέ βουτιά του Σαραβάκου. Ο Σαβέβσκι, ως πιο μετρημένος άνθρωπος, έκανε και τις πιο μετρημένες βουτιές. Στα τελειώματα όμως της καριέρας του, όταν καταλάβαινε ότι η ταχύτητά του τον εγκαταλείπει, δεν ήταν υπεράνω και του κατά περίσταση κλαδέματος. Ο Ντέμης είχε το «γ... το σπίτι μου» για καλημέρα.
Ο Ζήκος πρέπει να ήταν από τους μεγαλύτερους μουρμούρηδες στους διαιτητές. Ο Καραταΐδης είχε ξεκινήσει την καριέρα του σαν τσεκούρι, μέχρι να γίνει στα τελειώματα ο σεβάσμιος ηγέτης της άμυνας. Ακόμα και ο Δομάζος από τους παλιούς, όπως άλλωστε λέει και ο ίδιος, ψιθύριζε δυο σκοτεινά και μυστικά φωνήεντα στ' αυτί του Αγανιάν, με αποτέλεσμα ο παίκτης του Ολυμπιακού να τον παίρνει στο κυνήγι και να αποβάλλεται.
Η μόνη αλήθεια είναι το οπαδικό αξίωμα. «Γουστάρουμε τον δικό μας τον Γκαρσία». Οι οπαδοί δημιουργούν στη φαντασία τους ήρωες, τζέντλεμεν και μαχητές της φανέλας. Στην πραγματικότητα, για να φτάσει ο παίκτης σε τέτοια επίπεδα, και την κλοτσιά και την αγκωνιά θα έχει δώσει και αν είναι και λίγο παλιομοδίτης και το βρισιματάκι στ' αυτί του αντιπάλου και το φτύσιμο στη μούρη.
Ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, όπως και ο Σαβέβσκι και ο Βαζέχα, δεν ήταν ούτε άγιοι ούτε διάολοι. Ηταν μεγάλοι παίκτες, που το μέγεθός τους κάνει τους οπαδούς να θέλουν να τους αγιάσουν ή να τους βάλουν στην κατηγορία των διαβόλων που έπαιζαν με τους αντιπάλους.
Νομίζω ότι η φράση ανήκει στον Γιώργο Παπανδρέου, τον παππού του Γιωργάκη, αλλά μπορεί να είναι και μία από αυτές που κανένας δεν είναι σίγουρος για την πατρότητά τους. Γιατί το «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους» είναι μια φράση που οποιοσδήποτε έχει ζήσει τέσσερις δεκαετίες το έχει πάρει πρέφα. Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από τους «τελευταίους των μεγάλων» ηθοποιούς, πολιτικούς και αθλητές.
Οι τελευταίοι των μεγάλων είναι κάτι σαν το τελευταίο πράσινο της Αττικής. Υπάρχουν στον σκληρό δίσκο κάθε δημοσιογραφικού κομπιούτερ και ξεπηδάνε για να δώσουν το απαραίτητο δράμα. Το σκεφτόμουνα με την αποχώρηση του Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς από το ποδόσφαιρο. Οπου στις εκτιμήσεις για τον «Τζόλε» υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας, αλλά η υπερβολή σαν τη μουστάρδα καλύπτει κάθε μέτρο.
Είναι ο Τζόρτζεβιτς ο μεγαλύτερος παίκτης στην ιστορία του Ολυμπιακού; Πιθανόν, αλλά αυτοί που μπορούν να το κρίνουν είναι ελάχιστοι. Κάποιοι ουδέτεροι που μπορούν να αποστασιοποιηθούν από το συγκινησιακό φορτίο της αποχώρησης, οι οποίοι έχουν δει μερικές δεκαετίες μπάλα και μιλήσει με άλλους που έχουν δει τον Ολυμπιακό ακόμα και προπολεμικά. Δηλαδή εγώ.
Επειδή το ποδόσφαιρο, σε αντίθεση με το μπέιζμπολ ή το κρίκετ, δεν βασίζεται στις στατιστικές, για τους προπολεμικούς παίκτες μπορείς να γράφεις μόνο με την αίσθηση πόσο τους φοβόντουσαν οι αντίπαλοι. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που θυμούνται προπολεμικούς παίκτες, αλλά ο χρόνος είναι εχθρός της κρίσης.
Οχι γιατί οι άνθρωποι ξεχνάνε, αλλά επειδή ωραιοποιούν τις αναμνήσεις τους. Η αίσθησή μου από τα βιβλία και όσα έχω ακούσει είναι ότι από τον Ολυμπιακό οι αντίπαλοι υπολόγιζαν περισσότερο την τριπλέτα των Βάζου, Συμεωνίδη και Ράγγου, με τον πρώτο πιθανότατα να είναι ο πιο υπολογίσιμος, αλλά πέρα από το πώς τον περιγράφουν, ο Σίσιτς μπροστά του θα έμοιαζε τέρας εργατικότητας.
Μεταπολεμικά, που έχω δει σχεδόν τους πάντες στη δεκαετία του '50, ο παίκτης που έκανε τη διαφορά στον Ολυμπιακό πρέπει να ήταν ο Μπέμπης, που και πάλι έπαιζε ένα ποδόσφαιρο που έχει χαθεί, με πολύ κλειστή ντρίμπλα και ελάχιστη κίνηση. Αντίθετα, στη δεκαετία του '60 το ποδόσφαιρο του Γιώργου Σιδέρη θα ήταν αναγνωρίσιμο και σήμερα. Πετάμε την μπάλα μπροστά και φεύγουμε. Καθαρίζοντας τις φάσεις όχι με την ταχύτητα, αλλά με τη δύναμη, μια και στην κόντρα ώμο-ώμο ο Σιδέρης έστελνε σχεδόν κάθε μπακ να βοσκήσει χόρτο.
Στη δεκαετία του '70 πάμε στο μεγαλύτερο ταλέντο της ιστορίας του Ολυμπιακού σε διάρκεια και ηγετικά χαρακτηριστικά. Ο Γιώργος Δεληκάρης ήταν πιο φαντεζί από όλους τους προηγούμενους, αλλά δεν έπαιξε τόσα χρόνια στον Ολυμπιακό ώστε να γίνει «σημαία» και έκανε το θανάσιμο αμάρτημα να πάρει μεταγραφή στον Παναθηναϊκό. Στη δεκαετία του '80 πάμε στον παίκτη που πρέπει να είναι ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής του Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς για τον τίτλο του μεγαλύτερου όλων των εποχών.
Ο Νίκος Αναστόπουλος, εκτός του ότι ήταν παίχτουρας, είχε και εκείνο το στοιχείο που γουστάρει η κερκίδα. Επαιζε για να κερδίζει. Επίσης, όπως και ο Τζόρτζεβιτς, είχε την τύχη να παίζει στην επίθεση έτσι ώστε να μπορεί να γίνεται καθοριστικός. Γιατί όσο και μεγάλος παίκτης να είναι ο αμυντικός, στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να εξασφαλίσει την ισοπαλία και μόνο περιστασιακά και αν βγει στην επίθεση τη νίκη.
Ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, όμως, έχει ένα μεγάλο προσόν έναντι του allenatore Nicolo. Επαιξε στην πιο επιτυχημένη περίοδο του Ολυμπιακού. Χωρίς να είναι φυσικά ευθύνη του, ο Αναστόπουλος παίζοντας στα «πέτρινα χρόνια» συνέδεσε την καριέρα του και με αποτυχίες του Ολυμπιακού. Αντίθετα, ο Τζόρτζεβιτς σε 13 χρόνια έχασε 1.
Ενα στοιχείο που στη σύγκριση Τζόρτζεβιτς και Αναστόπουλου μετράει υπέρ του πρώτου είναι η θέση. Στην επίθεση το φορ έχει την αβάντα απέναντι στον πλάγιο ότι η μπάλα κάπου κοντά του θα καταλήξει. Ο πλάγιος πρέπει να ελπίζει ότι τα κεντρικά χαφ θα στείλουν την μπάλα στην πλευρά του.
Επίσης, ο πλάγιος πρέπει να έχει μεγαλύτερη αντοχή στον φόβο, επειδή πολλά φάουλ τα δέχεται σε φουλ ταχύτητα. Και τελευταίο, ο πλάγιος πρέπει να ξέρει καλή μπάλα. Το φορ από τη στιγμή που σκοράρει, όπως μας διδάσκει και η ιστορία του Μπλάνκο, μπορεί και βολεύεται και με μια μέτρια τεχνική. Ο πλάγιος, εκτός από το ότι πρέπει να έχει ταχύτητα, πρέπει να ντριμπλάρει, να σεντράρει και να μπορεί να σκοράρει.
Καθαρά τεχνικά, αυτό που έκανε τον Τζόρτζεβιτς μεγάλο παίκτη ήταν ότι μπορούσε να κατεβαίνει στην πλάγια γραμμή με φουλ ταχύτητα ανεμίζοντας τα χέρια. Επειδή η κίνηση είναι αφύσικη, λίγοι παίκτες μπορούν να το κάνουν χωρίς να χάνουν ταχύτητα. Εκείνοι, όμως, που το κάνουν μπορούν να είναι βέβαιοι ότι τα αντίπαλα μπακ θα διαλέγουν ανάμεσα στη διακριτική επιτήρηση και τη νέα οδοντοστοιχία.
Στα αρνητικά, το μεγαλύτερο μειονέκτημα του Τζόρτζεβιτς ήταν η κεφαλιά. Λόγω της θέσης του η ικανότητα στις κεφαλιές δεν ήταν κάτι το καθοριστικό, αλλά η αδυναμία του Τζόρτζεβιτς να διεκδικήσει την μπάλα με κεφαλιά ήταν τόσο χτυπητή, που ορισμένες φορές θύμιζε μαθητή του Λυκείου που πηδάει για κεφαλιά σε διπλό στην αυλή.
Στην προοπτική του χρόνου ο Τζόρτζεβιτς μπορεί να μη μοιάζει ο μεγαλύτερος παίκτης της ιστορίας του Ολυμπιακού. Σίγουρα, όμως, θα είναι ένας από εκείνους που οι σημερινοί οπαδοί θα μπορούν να λένε στα παιδιά τους: «Επρεπε να είχες δει ένα Σέρβο που έπαιζε παλιά στον Ολυμπιακό. Τον λέγανε Τζόρτζεβιτς και...», και θα ακολουθούν οι διάφορες ιστορίες διανθισμένες με φανταστικές λεπτομέρειες... Είναι αυτό που καταλαβαίνεις τους πραγματικά μεγάλους παίκτες. Οταν παύουν να ανήκουν στην ιστορία και τους αριθμούς και ζουν στη φαντασία.