Η συμπεριφορά των ατόμων αλλά και των ομάδων διαφοροποιείται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, σε σχέση με εκείνην που είχαν σε μία φυσιολογική οικονομική πραγματικότητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις αποκτά «αμυντικά» χαρακτηριστικά. Στα άτομα η αμυντική συμπεριφορά ορίζεται με την αποταμίευση και τον περιορισμό της κατανάλωσης, ενώ στις επιχειρήσεις με την αναστολή των επεκτατικών σχεδίων, τον περιορισμό των δαπανών και του κόστους παραγωγής, με πρώτο στόχο να μην έχουν ζημίες αλλά περιορισμό κερδών.

Φυσικά δεν έχουν όλες οι επιχειρήσεις τα ίδια χαρακτηριστικά, γεγονός που σημαίνει πως δεν υιοθετούν και ίδιες συμπεριφορές. Ομως, σε περιόδους κρίσης όλες επιδιώκουν να διατηρήσουν –όσο το δυνατόν– σταθερό το μερίδιο αγοράς που είχαν πριν από την κρίση και, αν τα καταφέρουν (με ελκυστικές προσφορές ή με τη χρήση της καινοτομίας στην παραγωγή που μειώνει το κόστος), να μεγαλώσουν την πελατειακή βάση τους.

Οι ποδοσφαιρικές ομάδες παράγουν ή, πιο σωστά, προσφέρουν θέαμα. Το προϊόν τους, λοιπόν, τις κατατάσσει στην κατηγορία των επιχειρήσεων θεάματος, οι οποίες σε περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης είναι από τις πρώτες επιχειρήσεις που πλήττονται, μια και δεν ικανοποιούν επείγουσες ανάγκες όπως η τροφή, το ντύσιμο ή η θέρμανση, για παράδειγμα.

Για αυτό, λοιπόν, οι ομάδες ή, πιο σωστά, οι ομάδες–επιχειρήσεις, που αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω τους, αναπροσαρμόζουν τις στρατηγικές τους και –όπου χρειάζεται– τις συμμαχίες τους. Για την επιχειρηματική συμπεριφορά των ομάδων που δεν ανταποκρίνονται στο κλασικό μοντέλο της επιχείρησης οι δυσκολίες σε τέτοιες περιόδους είναι μάλλον μεγαλύτερες.

Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, για παράδειγμα, βρίσκεται σε αναζήτηση χορηγού για τη φανέλα εδώ και δύο μήνες χωρίς επιτυχία. Κάτι που δεν θα συνέβαινε σε μία ομαλή οικονομικά περίοδο για την ομάδα με την εμπορικότερη φανέλα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Τώρα η αγγλική ομάδα συζητεί με την ινδική αυτοκινητοβιομηχανία που παράγει το αυτοκίνητο των 1.500 ευρώ, το ΤΑΤΑ, μήπως και καταφέρει να καλύψει το κενό που θα αφήσει στην κόκκινη φανέλα –και το ταμείο της– η αμερικανική πολυεθνική AIG.

Οι ομάδες, λοιπόν, ανάμεσα σε όλες τις αναπροσαρμογές της οικονομικής στρατηγικής τους προσπαθούν να κρατήσουν –τουλάχιστον– σταθερή την οπαδική βάση τους. Και ένας τρόπος για να το κάνουν είναι η μείωση στις τιμές των εισιτηρίων και οι διάφορες προσφορές, οι οποίες πέρα από τον προφανή οικονομικό τους χαρακτήρα έχουν και έναν άλλο, ίσως σπουδαιότερο. Τον ψυχολογικό. Οταν μία ομάδα μειώνει την τιμή του εισιτηρίου της σε τέτοιες περιόδους, δείχνει ότι «νοιάζεται».

Τέτοιες ενέργειες μπορούν να δυναμώσουν αυτό που οι Αγγλοι ονομάζουν commitment, ένα είδος «ηθικής» δέσμευσης του οπαδού, του φίλαθλου απέναντι στην ομάδα. Και αυτό το είδος της «δέσμευσης» είναι το πλεονέκτημα που έχουν οι ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις απέναντι στις κλασικές επιχειρήσεις του είδους. Οι συνέπειες της κρίσης μοιάζουν πολύ με τους κυματισμούς που προκαλεί μία πέτρα όταν πέσει στην επιφάνεια της λίμνης. Αν το σημείο που έπεσε η πέτρα, εκεί δηλαδή όπου ξεκίνησε η κρίση, βρίσκεται στις ΗΠΑ, η Ευρώπη βρίσκεται κάπου στην περιφέρεια.

Τώρα έρχονται οι πρώτοι κυματισμοί, οι οποίοι γίνονται περισσότερο αισθητοί σε χώρες με πολύ πιο ανεπτυγμένη οικονομία από τη δική μας. Στην Αγγλία οι ομάδες, καταλαβαίνοντας τι συμβαίνει, αρχίζουν να αναπροσαρμόζουν –προς τα κάτω– τις τιμές των εισιτηρίων για να μπορέσουν να κρατήσουν τον κόσμο στο γήπεδο.

Ή κάνουν προσφορές. Ας πούμε, για παράδειγμα, η Μάντσεστερ Σίτι όρισε τις τιμές των εισιτηρίων της για το ματς με το Αμβούργο στους «8» του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ στα 4,5 ευρώ για τους ενήλικες και τα 92 λεπτά για τα παιδιά. Η Βιγιαρεάλ θα προσφέρει δωρεάν το εισιτήριο διαρκείας σε όσους φετινούς κατόχους έχασαν τη δουλειά τους και θα είναι άνεργοι το διάστημα της διάθεσής τους. Για τις τιμές που έχουν τα εισιτήρια των γερμανικών ομάδων έχω γράψει κατ' επανάληψη στο παρελθόν. Εξω οι πιο πολλές ομάδες δείχνουν ότι νοιάζονται. Εδώ;

Η εθνική μας μοναξιά

Αν μιλήσουμε για την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, ο τίτλος αυτού του τραγουδιού που ερμηνεύει ο Δ. Μητροπάνος θα μπορούσε κάλλιστα να αντιστραφεί. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για τη μοναξιά της Εθνικής, την οποία οι φίλαθλοι στην πρωτεύουσα κυρίως –γαλουχημένοι στην οπαδική κουλτούρα και μαθημένοι να αποδέχονται μόνο τη νίκη– έχουν εδώ και αρκετό καιρό εγκαταλείψει (πράγμα που δεν συμβαίνει στην περιφέρεια, όπου οι οπαδοί των ομάδων έχουν μάθει να ζουν και με την ήττα).

Φυσικά δεν μπορείς να υποχρεώσεις κανέναν να πάει στο γήπεδο για να δει μία ομάδα να παίζει ποδόσφαιρο πολύ προβλέψιμο και όχι ιδιαίτερα θεματικό. Τέτοια τουρνουά, όπως τα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο, επειδή δεν έχουν μεγάλο αριθμό αγωνιστικών, έχουν αρκετές ιδιομορφίες. Η σημαντικότερη, η οποία επηρεάζει σε μεγάλο ποσοστό και την αγωνιστική ελευθερία, είναι ότι εδώ μετρούν οι βαθμοί. Η βαθμοθηρία σε ένα τουρνουά λίγων αγώνων είναι η πρώτη επιλογή, αν θέλει κάποια ομάδα να πετύχει τον στόχο της, ο οποίος τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι άλλος από την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο.

Πέραν τούτων, το ελληνικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο Εθνικής με τον Ρεχάγκελ απόκτησε μία συγκεκριμένη αγωνιστική φυσιογνωμία, η οποία συνίσταται σε ένα ποδόσφαιρο ελάχιστα γοητευτικό, αλλά αποτελεσματικό. Φυσικά, η αποτελεσματικότητα αυτή πήγε περίπατο στο περσινό Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, όταν όλοι πλέον περίμεναν την αγωνιστική μας συμπεριφορά και είχαν προετοιμαστεί ανάλογα.

Η ευθύνη του Οτο Ρεχάγκελ βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν μπόρεσε να ανανεώσει, να αλλάξει κάπως τη συνταγή. Και δεν πιστεύω ότι μπορεί πια να το κάνει. Γι' αυτό θεωρώ υποκριτική την αιτιολογία πολλών ότι δεν πηγαίνουν να δουν την Εθνική επειδή δεν παίζει καλό ποδόσφαιρο, λες και οι ομάδες τους παίζουν.

Η Εθνική δεν έχει δυνατότητες να παίξει θεαματικό ποδόσφαιρο, γιατί και το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν παράγει θεαματικούς ποδοσφαιριστές. Εκείνο που με ανησυχεί στην Εθνική ομάδα –και ελπίζω να κάνω λάθος– είναι ότι οι διεθνείς δεν έχουν εκείνη τη φλόγα για διάκριση που είχαν παλιότερα. Και νομίζω πως στο παιχνίδι της ερχόμενης Τετάρτης με το Ισραήλ θα μπορέσω να διαπιστώσω αν η ανησυχία μου έχει βάση ή όχι.

Eνα σχέδιο γεμάτο... φόρους

Δεν χρειάζεται καμία ιδιαίτερη γνώση για να διαπιστώσει κάποιος ότι αυτό το περίφημο «σχέδιο» της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν είναι τίποτε περισσότερο από την πιστή εφαρμογή των εντολών («κατευθύνσεις» τις ονομάζει η κυβέρνηση, για να μας παραμυθιάσει ότι έχει επιλογές) που εμπλουτίζονται με φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες μοιράζονται δυσανάλογα.

Μισθωτοί και συνταξιούχοι επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος. Η οικονομική συμπεριφορά της κυβέρνησης μαρτυρά μία βαθιά ανικανότητα, μια και αδυνατεί να διαμορφώσει έναν αξιόπιστο μηχανισμό για να εισπραχτούν οι καθυστερούμενες οφειλές προς το Δημόσιο.

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε ευθεία σύνδεση με το νεοφιλελεύθερο σκεπτικό της Ε.Ε. και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ψεύδεται –σιγά το νέο– όταν διακηρύσσει ότι η προστασία των αδυνάτων είναι στις προτεραιότητές της. Ξεπούλημα του δημόσιου τομέα, ιδίως του κερδοφόρου, περιορισμός της κοινωνικής προστασίας, προστασία του μεγάλου κεφαλαίου, αποδόμηση εργασιακών σχέσεων, οικοδόμηση ενός αυταρχικού κράτους. Αυτοί είναι οι άξονες του πραγματικού σχεδίου.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube