ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ
Πριν από μερικές εβδομάδες έγινε στη Θεσσαλονίκη μια «αλλιώτικη» συζήτηση για το ποδόσφαιρο. Για την κοινωνική και λογοτεχνική του διάσταση, ας πούμε. Από τη μια βρέθηκαν στο Τελλόγλειο Ιδρυμα οι δόξες του παρελθόντος Κούδας, Βένος, Αϊδινίου και Βιόπουλος, πρόεδροι αντίστοιχα των βετεράνων του ΠΑΟΚ, του Αρη, του Ηρακλή και της Καλαμαριάς, και από την άλλη άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης που έγραψαν ποιήματα, πεζά, θεατρικά, βιογραφίες κ.ά. για την μπάλα, όπως ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο Σπύρος Βούγιας, ο Γιώργος Αναστασιάδης, ο Λέων Ναρ, υιός του αξέχαστου Αλμπέρτου, ο Γιώργος Λυσσαρίδης και ο γράφων ως συντονιστής.
Στον πρώτο όροφο λειτουργούσε έκθεση ντοκουμέντων, φωτογραφιών, βιβλίων αλλά και αθλητικών ενθυμημάτων, όπως η φανέλα του Αϊδινίου από το 1970, τα παπούτσια και η φανέλα του Δράμπη από το ματς του Αρη με την Ιπσουιτς αρχές του '80, φόρμες, εμβλήματα ομάδων και διαιτητών από το παρελθόν. Είναι μια κλασική μορφή νοσταλγίας όλα αυτά ή κάτι παραπάνω;
Οσοι βλέπουν ποτήρι μισογεμάτο, υποκλίνονται στη μαγεία που ασκεί το ποδόσφαιρο της ερασιτεχνικής και ημιεπαγγελματικής εποχής και ανακαλύπτουν ότι σπουδαίοι άνθρωποι μελέτησαν και έγραψαν με πολύ μεράκι και έμπνευση για την μπάλα. Τρέχουν σε κάθε σχετική εκδήλωση σαν να ψάχνουν τη χαμένη Ατλαντίδα. Νιώθουν ιερή ταραχή όταν βλέπουν όρθιο και ευθυτενή έναν Κούδα, έναν Κούη, έναν Χατζηπαναγή. Διαβάζουν μετά μανίας τα σχετικά βιβλία.
Λίγοι κακεντρεχείς -διότι το άκουσα κι αυτό- είπαν ότι η έλλειψη τίτλων και διακρίσεων στη Θεσσαλονίκη οδηγεί στη μελέτη του παρελθόντος και χρόνων δοξασμένων!
Μια παραλλαγή, δηλαδή, αυτού που λένε τα κόμματα εξουσίας: όταν δεν ασκείς εξουσία, γεμίζεις το κενό με ιδέες!
Είπα να τους αντιγυρίσω κάτι σαν τη ρήση του Βγενόπουλου. «Προτιμότερο ένα καλύτερο… παρελθόν χωρίς σκοπιμότητες, βία και κυνικό ρεαλισμό, παρά τα τρόπαια του σήμερα». Δεν το είπα, όμως, διότι κι εγώ δεν είμαι σίγουρος.
Η πιο μαγική στιγμή ωστόσο της εκδήλωσης είναι ένα αδημοσίευτο ακόμα διήγημα του κορυφαίου Θεσσαλονικιού λογοτέχνη Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ο οποίος, με αφορμή μια ξεχασμένη εμπορική και ποδοσφαιρική εκδήλωση που γινόταν στη Διεθνή Εκθεση τα χρόνια τα παλιά, σκάρωσε μια εκπληκτική –και φανταστική, βέβαια– συνάντησή του με τον μεγάλο γκολκίπερ του Αρη –και αργότερα της ΑΕΚ–, Νίκο Χρηστίδη. Τον βρίσκει σήμερα, εν έτει 2009, και του θυμίζει ένα περιστατικό από το 1968.
Το πραγματικό γεγονός είναι πως οι πιτσιρικάδες της εποχής, στο Λούνα Παρκ σε μια ειδικά διαμορφωμένη περιοχή με εστία και δίχτυα, μπορούσαν να σουτάρουν πέναλτι σε μεγάλους τερματοφύλακες, όπως ο Πρόγιος, ο Καραπατής, ο Βελιάδης κ.ά. Ο επίδοξος σκόρερ πλήρωνε όσο και στα συγκρουόμενα. Κι αν έβαζε γκολ στα ινδάλματά του, πέρα από την ατελείωτη χαρά έπαιρνε και ένα κουτί λουκούμια ή ένα βερμούτ! Ακριβώς έτσι τα θυμάται ένας μικρός σουτέρ της εποχής, ο Γιώργος Αναστασιάδης, ιστορικός και συγγραφέας σήμερα.
Πήρα την άδεια από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη να δημοσιεύσω ένα μικρό κομμάτι από το υπέροχο αυτό διήγημα. Το τέλος του. Οταν ο 14χρονος Σκαμπαρδώνης σουτάρει απογοητευμένος, μια και ο Χρηστίδης έχει με άνεση ήδη αποκρούσει τα προηγούμενα πέναλτι.
Εφαγε επίτηδες το γκολ;
«Ηρθε η στιγμή και, επειδή ήμουν πιτσιρικάς και πολύ αδύνατος (τα πόδια μου ήταν ''ξυλαράκια'', γιατί ήμουν λιγόφαγος και η μάνα μου, παρ' ότι ήμασταν φτωχοί, μου έταζε ολόκληρο δεκάρικο για να φάω ένα αυγό), ο κόσμος γύρω άρχισε να φωνάζει για να μου δώσει θάρρος. Πήρα παραμάζωμα τρία-τέσσερα μέτρα και σούταρα από δεξιά. Ενιωσα την μπάλα στο πόδι μου βαριά, κουρσούμι –ο Χρηστίδης με ψώνισε αμέσως και με ευκολία μπλοκάρισε ασφαλώς στο ύψος του στήθους. Μου ξαναπέταξε την μπάλα και την ξανάστησα. Το δεύτερο και το τρίτο σούτ, ένα από δεξιά κι ένα συρτό από αριστερά, ήταν κάπως καλύτερα, δυνατότερα, αλλά ο τερματοφύλακας το ένα το έπιασε άνετα και το άλλο το απέκρουσε με το πόδι.
Ο κόσμος χειροκροτούσε εμένα, αλλά επευφημούσε με ενθουσιασμό τον Χρηστίδη.
Εκανα να τραβηχτώ για τον επόμενο παίκτη, αλλά ο θείος μου ο Κίμων μού είπε ότι πλήρωσε για δύο παιχνίδια. Οπότε, χαρούμενος εγώ και κάπως πιο χαλαρός, έστησα πάλι την μπάλα. Πήρα ψύχραιμα φόρα και σουτάρισα. Η μπάλα πήγε κέντρο και λίγο δεξιά, οπότε ο Χρηστίδης την αγκάλιασε χωρίς προσπάθεια. Μου την ξανάριξε. Εγώ, άνετος πια, σκέφτηκα να τολμήσω το διπλό χτύπημα που έκανε στα πέναλτι ο Δεμίρης του Αρεως: χτυπούσε ελαφρά την μπάλα με το ένα πόδι και αμέσως μετά με το άλλο, οπότε μπέρδευε τον τερματοφύλακα. Είπα: ή θα γίνω ρεζίλι και δεν θα το πετύχω ή θα βάλω γκολ. Ετοιμάστηκα. Ξεκίνησα, πλησίασα σχετικώς αργά, τεχνικά, κι έκανα το διπλό χτύπημα. Ο Χρηστίδης δεν ξεγελάστηκε, έπεσε σωστά, χαλαρά, αλλά η μπάλα πέρασε κάπως από πάνω του, φαλτσαριστά, και καμπούριασε, πίσω τα δίχτυα.
- Γκόοολ, ξέσπασε η κερκίδα και με χειροκρότησε που μπόρεσα, μια σταλιά μπόμπιρας, κι έβαλα τέρμα στον περίφημο Χρηστίδη.
Ημουν ενθουσιασμένος, περήφανος –αν και κάτι με ενοχλούσε, δεν με έπειθε εντελώς στην όλη φάση. Εστησα για το τελευταίο σουτ. Η μπαλιά αυτή ήταν εντελώς άστοχη, βγήκε άουτ γιατί προσπάθησα να τη στείλω πολύ γωνία – αλλά δεν με πείραζε. Είχα βάλει γκόλ. Ο κόσμος με χειροκροτούσε κι εγώ ήμουνα τρελός, ευτυχισμένος, ενώ ο θείος μου μού χάιδευε τα μαλλιά και μου έλεγε μπράβο. Κοιτάζω, τώρα, στον πάγκο του μπαρ επίμονα τον Χρηστίδη και τα θυμάμαι όλα αυτά, ενώ αυτός γυρίζει, νιώθοντας πως τον παρατηρώ επίμονα, ίσως λόγω του εκπαιδευμένου ρεφλέξ του παλιού τερματοφύλακα. Παίρνω θάρρος και του μιλώ, του συστήνομαι. Του λέω πως είμαι παλιός θαυμαστής του, πως ήτανε ένα από τα ινδάλματά μου στην εφηβεία. Χάρηκε, ευχαριστήθηκε. Του ζητάω να κεράσω ένα ουίσκι και δέχεται. Παίρνω λίγο θάρρος και του λέω μετά την ιστορία με τη Διεθνή Εκθεση. Οτι κάποτε, το 1968, του είχα βάλει γκολ, όταν ήμουνα δεκατεσσάρων χρόνων. Γελάει ευγενικά, συγκαταβατικά, με το στυλ του κουρασμένου και χορτάτου από δόξα ανθρώπου.
Μετά μου μιλάει για κείνη την ιστορία αργά, απολαμβάνοντας το ποτό του:
- “Ηταν ωραία χρόνια. Στη Διεθνή Εκθεση το διασκεδάζαμε, βρήκαμε καλή φάμπρικα. Οι μισοί, βέβαια, από αυτούς που σουτάρανε ήταν δικοί μας, αβανταδόροι, όπως και κάποιοι απ' τους θεατές. Ητανε στημένοι. Για να φωνάζουνε, να βλέπει ο κόσμος και να έρχεται. Να τσιμπάει και να πληρώνει για να σουτάρει κι αυτός. Κι όταν σουτάριζε αβανταδόρος, ήμασταν συνεννοημένοι να ρίχνει δύο σουτ αριστερά, ψηλά, για να κάνω θεαματικό πλονζόν, και ένα δεξιά, στο ίδιο ύψος. Τους άφηνα να βάζουνε και κάνα γκολ, για να παίρνει θάρρος ο κόσμος. Οταν σούτερνε κανονικός, πελάτης, και σ' αυτόν άφηνα στα έξι σούτ να βάζει ένα-δύο γκόλ, για να ενθουσιάζεται και η κερκίδα και να θέλουνε να σουτάρουν κι άλλοι”.
Ρούφηξε μια γουλιά ουίσκι.
Δεν μου είπε ευθέως –ίσως από ευγένεια- ότι εκείνο το γκόλ κάθισε και το έφαγε επίτηδες, κοροϊδίστικα, χαλβατζίδικα. Αλλά τώρα, για πρώτη φορά, ύστερα από τόσα χρόνια που ξανασκέφτομαι τη σκηνή θυμάμαι, βλέπω, καταλαβαίνω, εκείνο το ελάχιστο κατιτίς που απ' την πρώτη στιγμή με ενοχλούσε: η αίσθηση ότι μπορούσε να πιάσει το σουτ άνετα και το άφησε να μπεί γκολ, περνώντας λίγο πάνω απ' το σώμα του. Αλλά μπορεί κι όχι. Ισως όχι.
Ρούφηξα την τελευταία γουλιά και παράγγειλα άλλη μία βότκα».